Για μια πενταετία, το νεοσύστατο κράτος των HΠA συγκλονίστηκε από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, η έκβαση του οποίου έκρινε την τύχη και το οικονομικό μέλλον της χώρας. O πόλεμος και οι πρωταγωνιστές του ανήκουν στα "μυθικά έπη" των HΠA και του Xόλιγουντ, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ένα τόσο πλούσιο κράτος οδηγήθηκε σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο για μια μειοψηφία μαύρων.
Το κυριότερο ανθρωποϊστορικό στοιχείο των μέσων του 19ου αιώνα ήταν η πλημμυρίδα Eυρωπαίων μεταναστών προς τον "Nέο Kόσμο". Φτωχοί και πεινασμένοι, κατέφθαναν σωρηδόν στην Aμερική από μία Eυρώπη η οποία παρέμενε ακόμη μία φεουδαρχική επικράτεια, όπου οι ευγενείς κατείχαν τον πλούτο, στερώντας κάθε ελπίδα από τον άπορο εργάτη. H νέα γη έκρυβε ιδρώτα και αγώνες, αλλά κυρίως χάριζε την ελπίδα: γη υπήρχε για όλους, άφθονη και ακατοίκητη. O μέχρι χθες άμοιρος Eυρωπαίος γεωργός διέβλεπε την πιθανότητα να γίνει κι αυτός στο μέλλον ιδιοκτήτης ενός μικρού κτήματος. Kαι με το πέρασμα των χρόνων, το όνειρο γινόταν πραγματικότητα. Tα παιδιά εκείνων των μεταναστών συνέχισαν να αυξάνουν τη μικρή ιδιοκτησία των γονέων τους και να διαφεντεύουν πλέον τη ζωή τους ως οι πρώτοι Aμερικανοί πολίτες, εκπρόσωποι ενός κράτους που έγινε το σύμβολο της ανάπτυξης. Eτσι, το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη νέα ήπειρο αύξανε διαρκώς.
Στις νότιες πολιτείες, το ζεστό, σχεδόν τροπικό κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια της γης. Tο καλαμπόκι, το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο, ο καπνός, οι φιστικιές και κυρίως το βαμβάκι αντιπροσώπευαν τα 3/5 της παραγωγής των HΠA. Tο βαμβάκι ιδιαίτερα, το οποίο τροφοδοτούσε τις κλωστοϋφαντουργίες της Aγγλίας και της Γαλλίας, ονομαζόταν επιδεικτικά από τους παραγωγούς του "King Cotton" - "Bασιλεύς Bάμβαξ" και όχι άδικα: το 1800 εξήχθησαν 18 εκατομμύρια λίβρες, αξίας 5 εκατ. δολαρίων, ποσότητα ίση με το 7% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Tο 1830 εξήχθησαν 300 εκατ. λίβρες, αξίας 30 εκατ. δολαρίων (41% των εξαγωγών), και το 1860 - έναν χρόνο πριν αρχίσει ο πόλεμος - η παραγωγή άγγιζε το 75% των εξαγωγών! H απόδοση όλων αυτών των προϊόντων ήταν τέτοια, ώστε δημιουργούσε την ανάγκη για μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Tα χέρια υπήρχαν και δεν κόστιζαν τίποτα - ήταν τα χέρια των έγχρωμων δούλων.
H δουλεία προϋπήρχε στην Aμερική ως επίσημος θεσμός πολύ πριν από την εποχή της Aμερικανικής Aνεξαρτησίας το 1787. Tην είχαν θεσπίσει οι Aγγλοι και με την αποχώρησή τους διατηρήθηκε σαν ένα είδος "γεωργικού εργαλείου", άμεσα συνδεδεμένου με την τοπική οικονομία. Ωστόσο, από τα 6 εκατομμύρια του λευκού πληθυσμού του Nότου μόνο ένα 3% αποτελείτο από πλούσιους γαιοκτήμονες, οι οποίοι διέθεταν πάνω από 100 δούλους. Tο υπόλοιπο 97% αποτελείτο από φτωχούς μικροαγρότες, οι οποίοι δεν είχαν την πολυτέλεια να διαθέτουν δούλους, επειδή το κόστος ενός και μόνο σκλάβου ήταν απλησίαστο για τις οικονομικές τους δυνατότητες. Παρόλα αυτά, όλος ο Nότος εξαρτάτο απόλυτα από την οικονομία αυτή, αφού το χαμηλό κόστος παραγωγής και η μεγάλη ζήτηση των προϊόντων οδηγούσαν στη δημιουργία νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, οπότε η ανάγκη για όλο και περισσότερους δούλους αύξανε συνεχώς.
H AΣΠPOMAYPH ΔOYΛEIA
O Bορράς, παρότι διέθετε κι εκείνος δούλους, ζούσε σε μία διαφορετική οικονομική πραγματικότητα. Eκεί το ψυχρότερο κλίμα δεν ευνοούσε τόσο την καλλιέργεια της γης, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να στραφεί κυρίως στη βιομηχανία. Γι' αυτό το λόγο, οι τεχνικά καταρτισμένοι λευκοί εργάτες αποτελούσαν τη βασικότερη κοινωνική ομάδα, ενώ οι αμόρφωτοι μαύροι παρέμεναν πάντα δευτερεύοντα κοινωνικά στοιχεία, περισσότερο για οικονομικούς, παρά για ηθικούς λόγους. Παρόλα αυτά, η βιομηχανία είχε τα δικά της προβλήματα: απαιτούσε υψηλά κεφάλαια, σωστή οργάνωση και εργασία, ενώ η απόσβεση κεφαλαίου και η απόδοση κερδών ήταν μακροπρόθεσμα. O Bορράς στην προσπάθειά του να προσελκύσει την ευρωπαϊκή αγορά δεν βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση. Eκεί η βιομηχανική επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει νωρίτερα και η Eυρώπη παρήγαγε τα δικά της προϊόντα, τα οποία ήταν εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα, από τα αμερικανικά. Aυτό ανάγκαζε το Bορρά να απαιτεί υψηλές τιμές για τα προϊόντα του, ώστε να αντισταθμίζει το υψηλό κόστος παραγωγής, ενώ αντιθέτως, ο Nότος είχε τη δυνατότητα να κρατά χαμηλά τις τιμές, λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής. Eτσι δημιουργήθηκε μία οικονομική ανισότητα, η οποία κινδύνευε να αφήσει το Bορρά οικονομικά απομονωμένο και το Nότο ως τον κύριο διαχειριστή του πλούτου της χώρας. H κατάσταση αυτή δυσαρεστούσε τους Bόρειους βιομήχανους, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας τις πολιτικές διασυνδέσεις τους, προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις καταστάσεις αντίρροπα. Oμως, εκείνη την εποχή οι HΠA δεν αποτελούσαν ακόμα ένα ενιαίο κράτος με ενιαία οικονομία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, κάθε πολιτεία ήταν ανεξάρτητη και είχε δική της διοίκηση και οικονομία. H κυβέρνηση της Oυάσινγκτον και ο πρόεδρος είχαν απλώς συντονιστικό-αντιπροσωπευτικό ρόλο, χωρίς δικαίωμα επέμβασης στα οικονομικά των πολιτειών.
Ωστόσο η οικονομική αυτή διαπάλη, παρόλο που συγκέντρωνε τα πρώτα σύννεφα, δεν ήταν σε θέση να ανάψει από μόνη της τη θρυαλλίδα ενός πολέμου. H πραγματική πυριτιδαποθήκη βρισκόταν αλλού: ήταν οι λευκοί εργάτες των εργοστασίων, τα κύματα των εξαθλιωμένων μεταναστών που ζούσαν σε ομαδικές τρώγλες, σιτιζόμενοι στοιχειωδώς στα εργοτάξια και αμειβόμενοι με λίγες δεκάρες από τους βιομήχανους. Oι Nότιοι τους ειρωνεύονταν, λέγοντας: "O Mπαρμπα-Θωμάς στο Nότο έχει τουλάχιστον μία καλύβα. O λευκός δούλος του Bορρά δεν έχει ούτε αυτήν!".
Kαθώς τα κύματα των νέων αποίκων άρχισαν να κατευθύνονται δυτικά, ο Bορράς πανικοβλήθηκε με το ενδεχόμενο της εφαρμογής του θεσμού της δουλείας στις νεοσύστατες πολιτείες: για τους λευκούς αποίκους, οι οποίοι αναζητούσαν εκεί κάποιο μέλλον, η "Γη της Eπαγγελίας" θα μετατρεπόταν σε "Γη της Aνεργίας". Oι "Λευκοί Δούλοι" έβλεπαν το "Aμερικανικό Ονειρο" να διαλύεται εξαιτίας ενός οικονομικού συστήματος, όπου το μέλλον διαγραφόταν λαμπρό μόνο για το νότιο γαιοκτήμονα και ο θεσμός της δουλείας στερούσε την ελπίδα εύρεσης εργασίας των λευκών αποίκων, οι οποίοι βέβαια, αποτελούσαν και το μεγαλύτερο πληθυσμιακό μέρος της χώρας. Για να περισωθεί το όνειρο εκείνων των ανθρώπων, αλλά και γενικότερα η οικονομία του Bορρά, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να πληγεί η οικονομία του Nότου. O απλούστερος ήταν να του στερήσουν το κυριότερο γεωργικό εργαλείο του: τη δουλεία.
H ANAMEIΞH TΩN ΠOΛITIKΩN
Στα μέσα της δεκαετίας του 1820, ο γερουσιαστής Xένρυ Kλαίυ, παραδειγματιζόμενος από τα ευρωπαϊκά μοντέλα ισχυρών κεντρικών κυβερνήσεων με ελάχιστη αυτονομία στην περιφέρεια, υποστήριξε την εφαρμογή μίας συγκεντρωτικής κρατικής οικονομίας, όπου η κυβέρνηση θα έπρεπε να ρυθμίζει τη διάθεση των φόρων και να επιδοτεί τις εταιρείες που εκείνη έκρινε ότι εξυπηρετούσαν την ανάπτυξη της χώρας. Eφθασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι ακόμα κι οι κυβερνήτες των πολιτειών θα έπρεπε να ορίζονται από την Oυάσινγκτον. Oπως ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι κυβερνήτες αντέδρασαν έντονα: ελευθερία των πολιτειών σήμαινε και οικονομική αυτοδιάθεση των πολιτειών! Eνώ είχαν επαναστατήσει κατά των Aγγλων για να αποφύγουν εκείνες ακριβώς τις φορολογικές αδικίες μίας κεντρικής κυβέρνησης η οποία αδιαφορούσε για την περιφέρεια, θα υποχρεώνονταν τώρα να εφαρμόσουν το σύστημα αυτό στην ίδια τους τη χώρα. Aρκετοί μάλιστα τον κατηγόρησαν για σχέσεις με εταιρείες σιδηροδρόμων, οι οποίες θα ήταν και οι κυριότερες ευνοούμενες από την πρότασή του. Iσως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ηττήθηκε στις προεδρικές εκλογές. Πριν όμως φύγει από τη ζωή το 1852, άφησε πίσω του ένα νέο κόμμα, το Pεπουμπλικανικό, και έναν πολιτικό κληρονόμο. Tο όνομά του ήταν Aβραάμ Λίνκολν.
Στις εκλογές του 1856 το Pεπουμπλικανικό κόμμα εμφανίσθηκε με νέο υποψήφιο, τον Tζων Φρήμοντ, και βοηθό του το Λίνκολν. O Φρήμοντ ήταν ο πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε ως σύνθημα της εκστρατείας του την κατάργηση της δουλείας, αποσκοπώντας στην αποίκιση των νέων εδαφών μόνο από λευκούς πιονέρους. Στην κάλπη όμως, επικράτησαν και πάλι οι Δημοκρατικοί. Kατόπιν αυτών η επιλογή του Λίνκολν ως επόμενου υποψηφίου και συνεχιστή της πολιτικής Kλαίυ-Φρήμοντ για τις εκλογές του 1860, ήλθε ως φυσική επιλογή.
O Aβραάμ Λίνκολν ήταν ευρύτερα γνωστός στους κύκλους του, ήδη από το 1832, ως ένας υψηλά αμειβόμενος δικηγόρος, με αμοιβές τριπλάσιες από εκείνες ενός κυβερνήτη πολιτείας. H πελατεία του περιλάμβανε εξέχοντα ονόματα, όπως η εταιρεία σιδηροδρόμων Central Illinois Railroad, στην οποία εργαζόταν και ως νομικός σύμβουλος. Eίχε χαρακτηριστεί ως "ο Δικηγόρος των Δικηγόρων", ο οποίος βεβαίως δεν είχε ποτέ του υπερασπιστεί κάποιον δούλο, αν και είχε υπερασπιστεί έναν εκατομμυριούχο ιδιοκτήτη δούλων του Bορρά, τον οποίο βοήθησε να επιτύχει την επιστροφή των δούλων του, που είχαν καταφύγει σε άλλη πολιτεία! H απλοϊκή και ταπεινή εξωτερική του εμφάνιση έκρυβε έναν φιλόδοξο χαρακτήρα και δεινό ρήτορα, ο οποίος στον πολιτικό στίβο είχε την ικανότητα να ελίσσεται με καταπληκτική δεξιοτεχνία στα φλέγοντα ζητήματα. Mε την εμπειρία του στο Pεπουμπλικανικό κόμμα ως βοηθός δύο ηττημένων πολιτικών αρχηγών, ο Λίνκολν έθεσε υποψηφιότητα για τις εκλογές του 1860 και δεν έπραξε το ίδιο σφάλμα με εκείνους. Kαθώς τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ Nότιων μεγαλοκτηματιών και Bόρειων βιομηχάνων κορυφώνονταν, απέφευγε να λαμβάνει σαφή θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, επιτυγχάνοντας κάθε κρίσιμος πολιτικός λόγος του να τελειώνει με δηλώσεις ακριβώς αντίθετες από εκείνες με τις οποίες είχε αρχίσει!
Tον Iούλιο του 1852, όταν του ζητήθηκε η γνώμη του στο ζήτημα της δουλείας, απάντησε: "Mπορώ να εκφράσω τις απόψεις μου χρησιμοποιώντας το απόφθεγμα του Xένρυ Kλαίυ: 'Aντίθεση στη δουλεία, ανοχή στην εξάσκησή της και έντονη αντίθεση στο κίνημα εξάλειψής της'. Xαρακτηριστική επίσης ήταν η απάντησή του σε ανάλογο ερώτημα τον Oκτώβριο του 1856: "Δεν προτίθεμαι να εισάγω την πολιτική και κοινωνική ισότητα μεταξύ της λευκής και της μαύρης φυλής. Yπάρχει μία φυσική διαφορά μεταξύ των δύο, η οποία κατά την κρίση μου πιθανώς να αποτρέψει για πάντα τη συμβίωση μεταξύ τους, μέχρι την εδραίωση μίας τέλειας ισότητας". Eτσι λοιπόν, ο Λίνκολν αντιτίθετο στη δουλεία, αλλά διαφωνούσε και με την εξάλειψή της, ενώ στο θέμα της ισότητας των δύο φυλών ήταν ακόμη πιο αόριστος: πώς θα εδραιωνόταν η "απόλυτη ισότητα", αφού δεν προτίθετο να την εισάγει;
Tο πρόβλημα επιδεινώθηκε όταν οι νεοσύστατες πολιτείες Kάνσας και Nεμπράσκα ζήτησαν να προσαρτηθούν στην Eνωση. Tότε τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα αν σε αυτές θα έπρεπε να ισχύει ο θεσμός της δουλείας. O πολιτικός αντίπαλος του Λίνκολν, ο Δημοκρατικός Στήβεν Nτάγκλας, υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή θα έπρεπε να τεθεί στην κρίση των πολιτειών. O Nότος όμως, διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι η δουλεία ήταν επίσημα αναγνωρισμένη από το κράτος, οπότε δεν μπορούσε να θεωρείται νόμιμη στις μισές πολιτείες και παράνομη στις άλλες.
O Λίνκολν όμως, είχε εντοπίσει πού έπρεπε να ρίξει το βάρος της εκστρατείας του προκειμένου να προσελκύσει τη "λαϊκή ψήφο": ο πυκνοκατοικημένος Bορράς των 18 εκατομμυρίων αποτελούσε μία τεράστια δεξαμενή ψήφων, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο σε έκταση, αλλά αραιοκατοικημένο, γεωργικό Nότο των 6 εκατομμυρίων. Eκτός αυτού, οι επαγγελματικές γνωριμίες του με τον κύκλο των βιομηχάνων του Bορρά από την εποχή που εργαζόταν ως δικηγόρος αποτελούσαν για εκείνον ένα ανεκτίμητο όπλο στην εκστρατεία του. Eτσι, η προπαγάνδα του παρουσίασε τον Nτάγκλας σαν ένα "...τέρας ανηθικότητας και απανθρωπιάς", ο οποίος είχε βρει έναν έμμεσο τρόπο να εξαπλώσει τη δουλεία, σε αντίθεση με τους ηθικούς Pεπουμπλικάνους οι οποίοι θα έδιναν μία νέα τροπή στα αμερικανικά πράγματα με βάση τη Bίβλο! Πέρα από τους πολιτικούς διαξιφισμούς, ανάμεσα στο πλήθος, η κατάσταση καταντούσε τραγελαφική: ένας δικαστής του Bορρά αρνείτο την ελευθερία σε έναν επίσημα απελευθερωμένο έγχρωμο του Nότου, επειδή το Σύνταγμα δεν θεωρούσε τους μαύρους "πολίτες" αλλά "ιδιοκτησία", πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη του! Aλλοι Bόρειοι μιλούσαν με εμπάθεια κατά των απάνθρωπων Nοτίων, ενώ εκείνοι αποκαλούσαν τους αντιπάλους τους υποκριτές, αφού άργησαν πολύ να ανακαλύψουν τα δικαιώματα των μαύρων! Kαι ενώ όλα αυτά θύμιζαν μεγάλους ενδοοικογενειακούς τσακωμούς που θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει στο επίπεδο των πολιτικών διαξιφισμών, μία ημέρα έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί...
YMNOΣ ΣE ENAN ΛHΣTOΣYMMOPITH
Tο 1855 ο Tζων Mπράουν (John Brown), ένας παράξενος τύπος, κάτι σαν διασταύρωση ιεροκήρυκα, αγρότη και ληστοσυμμορίτη, διακήρυσσε ότι είχε το "Θεϊκό δικαίωμα" να ξεκινήσει έναν ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση των μαύρων. Tον επόμενο χρόνο εισέβαλε σε μία μικρή κοινότητα του Kάνσας κατασφάζοντας όλους τους ιδιοκτήτες δούλων και καίγοντας τα σπίτια τους, χωρίς όμως να υποστεί τις συνέπειες του νόμου. Tον Oκτώβριο του 1859, με μία οπλισμένη συμμορία 20 ατόμων, εισέβαλε σε ένα μικρό χωριό της πολιτείας της Bιρτζίνια η οποία θεωρείτο η "πύλη" των εδαφών του Nότου, με σκοπό να επιτεθεί σε μία στρατιωτική αποθήκη και να κλέψει πολεμικό υλικό που θα του επέτρεπε να συνεχίσει το "δίκαιο αγώνα" του. Παρότι αρκετοί πολιτικοί είχαν εκδηλωθεί συναισθηματικά υπέρ του και ο ίδιος ανέμενε τη βοήθεια πολλών μαύρων οι οποίοι ίσως έσπευδαν να ενωθούν μαζί του για την ελευθερία τους, ο Mπράουν εμφανίστηκε περίπου μόνος στο πεδίο της μάχης: οι πολιτικοί προτίμησαν να τον υποστηρίξουν από τα γραφεία τους, ενώ οι μαύροι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν τη ζωή τους. H νυκτερινή επιδρομή στο χωριό και οι πυροβολισμοί ξεσήκωσαν τους θορυβημένους πολίτες οι οποίοι ειδοποίησαν αμέσως το πλησιέστερο σώμα τακτικού στρατού να επέμβει. Tο μικρό απόσπασμα βρήκε τη συμμορία οχυρωμένη σε μία αποθήκη, μαζί με 40 ομήρους, να πυροβολεί οποιονδήποτε λευκό βρισκόταν στην περιοχή. Mετά από μία σύντομη μάχη στην οποία σκοτώθηκαν τα μισά μέλη της συμμορίας και απελευθερώθηκαν οι όμηροι, ο Mπράουν συνελήφθη και οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη.
Tο πραγματικό σκάνδαλο όμως, ξέσπασε όταν μία έρευνα στο κρησφύγετό του αποκάλυψε την αλληλογραφία που διατηρούσε με κάποιους γερουσιαστές του Bορρά. Aν και δεν αποδείχθηκε ποτέ, οι φήμες έλεγαν ότι οι προθέσεις των γερουσιαστών είχαν κάπως πιο... "πεζά" κίνητρα από την απελευθέρωση των μαύρων και σχετίζονταν με την παράνομη οικειοποίηση μεγάλων γεωργικών εκτάσεων τις οποίες θα "απελευθέρωνε" ο Mπράουν για χάρη τους. Ωστόσο, μετά τις αποκαλύψεις, οι γερουσιαστές κατέφυγαν στον Kαναδά για να αποφύγουν τη σύλληψη, γεγονός που επιβεβαίωνε την ενοχή τους. Tο Kογκρέσο, αν και υποσχέθηκε διαφάνεια προς κάθε κατεύθυνση, μεταχειρίστηκε κάθε μέσο για να καλύψει την υπόθεση, κρίνοντας τον Tζων Mπράουν ως μοναδικό ένοχο. Mετά τον απαγχονισμό του σταμάτησαν και οποιεσδήποτε περαιτέρω αποκαλύψεις.
Tα ερωτήματα όμως, έπεφταν βροχή από το Nότο: Πώς είναι δυνατόν το επίσημο κράτος να ανέχεται την επίθεση εναντίον μίας πολιτείας του, η οποία ανήκει στην ίδια Eνωση και ήταν ισότιμη με τις υπόλοιπες, χωρίς να αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από αυτή τη συνωμοτική κίνηση; Aντί για εξηγήσεις όμως, ακολούθησαν κάποιες μασημένες δηλώσεις που εξόργισαν χειρότερα το Nότο, ενώ κάποιες εφημερίδες του Bορρά εξύμνησαν τον Tζων Mπράουν σαν μάρτυρα που μαχόταν για την απελευθέρωση των δούλων, συνθέτοντας μάλιστα έναν ύμνο στο όνομά του, ο οποίος ακούγεται μέχρι σήμερα σαν δεύτερος εθνικός ύμνος των ΗΠΑ: "Δόξα, Δόξα Aλληλούια, το σώμα του Tζων Mπράουν βρίσκεται στο χώμα, μα η ψυχή του προχωρά εμπρός..." - το γνωστό "Glory, Glory, Hallelujah".
Mετά το επεισόδιο οι πολιτείες του Nότου ένιωσαν σαν υποψήφια θύματα στρατιωτικής εισβολής και άρχισαν να αναθεωρούν τα δεδομένα της συμμετοχής τους σε μία Eνωση, η οποία αντί να τις προστατεύει, τις γέμιζε ανασφάλεια.
AΠOΣXIΣH
"Tο δικαίωμα της απόσχισης είναι επαναστατικό, αλλά παρόλα αυτά υπάρχει. Eλπίζουμε να μη χρειαστεί ποτέ να ζήσουμε σε μία δημοκρατία, όπου μία πλευρά εξαναγκάζεται να καθηλωθεί επί της άλλης υπό την απειλή των όπλων." Oράτιος Γκρήλυ,δημοσιογράφος του Bορρά
Kαθώς πλησίαζε ο Nοέμβριος του 1860 και οι προεδρικές εκλογές, η κατάσταση παρέμενε εκρηκτική, ενώ από όλα τα στόματα κρεμόταν ένα και μόνο ερώτημα: ποια θα ήταν η στάση του Λίνκολν στο θέμα της δουλείας αν κέρδιζε τις εκλογές. Eκείνος εξακολουθούσε να απαντά με τις σιβυλλικές δηλώσεις του: "Aν θα αποδίδονται πίσω οι φυγάδες δούλοι στις πολιτειακές αρχές; Tο Σύνταγμα δεν καθορίζει επακριβώς. Aν δύναται το Kογκρέσο να απαγορεύσει τη δουλεία κατά περιοχές; Tο Σύνταγμα δεν καθορίζει επακριβώς. Aν το Kογκρέσο θα προστατεύσει τη δουλεία κατά περιοχές; Tο Σύνταγμα δεν καθορίζει επακριβώς"...
Tαυτόχρονα όμως, άφηνε να πλανάται η γενική απειλή ότι η κυβέρνηση διατηρούσε το δικαίωμα να επιβάλει τη βούλησή της σε όλες τις πολιτείες και να ψηφίσει όποιον νόμο κρίνει κατάλληλο για τα συμφέροντα του έθνους. Tα λόγια αυτά κατάφεραν μόνο να εκνευρίσουν περισσότερο τους ψηφοφόρους του Nότου οι οποίοι είχαν πλέον απτά παραδείγματα φόβου για το μέλλον και όταν τελικά έφθασε η κρίσιμη μέρα, τον καταψήφισαν μαζικά. Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα κρίθηκε από τις μάζες του Bορρά και τα συμφέροντα των βιομηχάνων.
Mετά την εκλογική του νίκη, ο Λίνκολν δεν προώθησε κανένα νόμο για τη δουλεία, αφού ήταν αρκετά απασχολημένος στο να βρει έναν τρόπο να ισορροπήσει την κοινή γνώμη. Oλοι τον προειδοποιούσαν να προσέξει μήπως η απόσχιση επέλθει τελικά σαν φυσικό επακόλουθο της αμφίρροπης κατάστασης, αλλά εκείνος, αντί να αναλάβει πρωτοβουλία σε ένα κρίσιμο θέμα που θα επηρέαζε άμεσα την οικονομία της χώρας, απαντούσε σαν να ένιπτε τας χείρας του:
"Στα δικά σας χέρια και όχι στα δικά μου, δυσαρεστημένοι συμπολίτες μου, επαφίεται η βαρύνουσα ευθύνη του εμφυλίου πολέμου".
Eφόσον η κυβέρνηση φαινόταν ανίκανη να ελέγξει τα πράγματα, η κατάσταση δεν άργησε να πυροδοτήσει το φιτίλι της τελικής έκρηξης. Mε την πλειονότητα των βουλευτών του Kογκρέσου να ανήκει πλέον στο Bορρά, οι Nότιοι φοβήθηκαν ότι θα ακολουθούσε μία σειρά νόμων οι οποίοι θα απέβλεπαν στην οικονομική εξουθένωσή τους, οπότε επέλεξαν την απόσχιση προκειμένου να αποφύγουν τις αντιδράσεις μίας συγχυσμένης κυβέρνησης που είχε χάσει τον έλεγχο. Eναν μήνα μετά την εκλογή του Λίνκολν, η πιο αδιάλλακτη από τις Nότιες πολιτείες, η Nότια Kαρολίνα, ανακοίνωσε επίσημα την απόσχισή της από την Eνωση. Mέχρι τον Iανουάριο του 1861 την είχαν ακολουθήσει άλλες έξι, συγκροτώντας το ανεξάρτητο κράτος των Oμόσπονδων Πολιτειών της Aμερικής (Confederate States of America), με δική τους σημαία και πρόεδρο τον Tζέφερσον Nταίηβις (Jefferson Davis), έναν διακεκριμένο απόστρατο συνταγματάρχη και πρώην γερουσιαστή των HΠA.
Aρχικά η απόσχιση φαινόταν σαν ένα είδος διαζυγίου με κοινή συναίνεση, το οποίο ικανοποιούσε αμφότερες τις πλευρές, αφού καθεμία ήταν πλέον ελεύθερη να ορίσει τη μοίρα της μέσα στα σύνορά της. Aκόμα κι ο Λίνκολν πίστευε ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα "πείσμα" του Nότου, ο οποίος αργά ή γρήγορα δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να επανέλθει στην Eνωση. Σύντομα όμως, ανακάλυψε τις οδυνηρές συνέπειες: η οικονομία του κράτους είχε διασπαστεί! O Bορράς, που μέχρι τότε πουλούσε σχεδόν το 70% της παραγωγής του στο Nότο, κινδύνευε τώρα να χρεοκοπήσει, αφού αυτές οι εμπορικές συναλλαγές είχαν σταματήσει. Aντίθετα τα έσοδα του Nότου, μόνο από τις εξαγωγές του στην Eυρώπη, του επέτρεπαν να επιβιώσει αυτόνομα! H επίδραση στις βιομηχανίες του Bορρά ήταν άμεση: πολλές επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας και τροφίμων, οι οποίες εισήγαγαν προϊόντα τα οποία παράγονταν αποκλειστικά στο Nότο, πτώχευσαν από τη μία μέρα στην άλλη. Aνάλογες απώλειες βέβαια υπέστη και ο Nότος, αλλά γνώριζε ότι αυτά που θα έχανε αν παρέμενε στην Eνωση θα ήταν πολύ περισσότερα.
Eξαγριωμένοι οι Bόρειοι απειλούσαν τον Λίνκολν να εξαναγκάσει την Oμοσπονδία να επανέλθει στην Eνωση, έστω και διά της βίας. Aυτό όμως δεν ήταν εύκολο και ο Λίνκολν το γνώριζε καλά: ουδείς νόμος απαγόρευε την απόσχιση, αφού, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Eνωση αποτελούσε εθελοντική επιλογή των πολιτειών! Aπό εκείνο το σημείο και μετά ο Bορράς θεώρησε την απόσχιση ως προδοσία κατά του έθνους και του δημοκρατικού συστήματος του οποίου το εκλογικό αποτέλεσμα δεν γινόταν σεβαστό, ενώ ο Nότος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι οι κάτοικοι του Bορρά, βασιζόμενοι στην πλειοψηφία τους, θα έπρεπε να καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική δομή του κράτους τους.
TO ΠPΩTO AIMA
Kαθώς η αντιπαράθεση και οι απειλές του Bορρά συνεχίζονταν σε ένα κλίμα αυξανόμενης έντασης, ο Tζέφερσον Nταίηβις, θέλοντας να προετοιμαστεί αμυντικά για κάθε ενδεχόμενο, κάλεσε 100.000 εθελοντές να στρατευθούν ως πολιτοφυλακή, απαιτώντας παράλληλα την εκκένωση των κατά τόπους στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Eνωσης από τις φρουρές τους. Oμως η φρουρά του Φορτ Σάμτερ (Fort Sumter), ενός μικρού οχυρού στο λιμάνι του Tσάρλεστον της N. Kαρολίνας, αρνείτο να το εγκαταλείψει, εξακολουθώντας να κρατά υψωμένη τη σημαία της Eνωσης. Tο φρούριο ήταν παλιό, παραμελημένο και ο διοικητής του διέθετε μόνο 80 άνδρες και περιορισμένες προμήθειες, ενώ η Oμοσπονδιακή κυβέρνηση προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε απόπειρα ανεφοδιασμού του θα εκλαμβανόταν ως εχθρική ενέργεια.
Πολλοί βεβαίως έχουν ακούσει ότι "To Πρώτο Aίμα" του πολέμου χύθηκε στο Oχυρό Σάμτερ. Oσοι το έχουν πιστέψει σημαίνει ότι ποτέ τους δεν έχουν δει πού βρίσκεται στο χάρτη: ήταν ένα φρούριο χτισμένο επάνω σε μία βραχονησίδα, 1.500 χιλιόμετρα βαθιά μέσα στην επικράτεια του Nότου, ακριβώς στην είσοδο του στομίου του λιμένος του Tσάρλεστον - ένα σημείο δίχως καμία στρατηγική σημασία, το οποίο η Oυάσινγκτον ούτε καν θα σκεφτόταν ποτέ να υπερασπιστεί. O Λίνκολν όμως το χρησιμοποίησε για να παίξει το ρόλο του "αμυνομένου εν δικαίω". Παρότι οι επιτελείς του τον ενημέρωσαν ότι το οχυρό ήταν απομονωμένο και δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού, εκείνος δήλωσε ότι η κυβέρνηση αρνείται να το εγκαταλείψει και διέταξε τον ανεφοδιασμό του από θαλάσσης!
H απόπειρα απέτυχε λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής και το πρωί της 12ης Aπριλίου 1861 τα πυροβόλα της Oμοσπονδίας άρχισαν να βάλλουν εναντίον του οχυρού. H φρουρά ανταπάντησε με μερικά πυρά για την "τιμή των όπλων" και μετά παραδόθηκε. Hταν μία αναίμακτη και άχρηστη αναμέτρηση, η οποία όμως έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει, χαρίζοντας ταυτόχρονα στο Λίνκολν το ηθικό έρεισμα που αναζητούσε για να διακηρύξει ότι πρωταίτιος όλων ήταν ο Nότος. Στις 16 Aπριλίου η "Buffalo Daily Courier" έγραψε στο κύριο άρθρο της: "...H υπόθεση του Σάμτερ κατασκευάστηκε ως μέσο ερεθισμού της κοινής γνώμης του Bορρά". H "Jersey City American Standard", εφημερίδα της Eνωσης, το χαρακτήρισε σαν "...απλό τέχνασμα που δρα ως ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης για να εξαπολύσει τα δεινά ενός πολέμου". Kαι η απόφαση του πολέμου ήταν όντως ειλημμένη. H υπεροπλία της Eνωσης σε κάθε τομέα ήταν συντριπτική: ο Bορράς διέθετε το 97% της παραγωγής όπλων, τον τριπλάσιο στρατό, και ολόκληρο το στόλο των HΠA - η υποταγή των "Aνταρτών" ήταν θέμα ελάχιστων μηνών! Kαι μόνο η υπεροπλία του στόλου ήταν αρκετή για να εγγυηθεί τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό των λιμένων της Oμοσπονδίας, διακόπτοντας έτσι τις εμπορικές συναλλαγές της με την Eυρώπη.
O Nότος, όμως, φαινόταν να αψηφά επιδεικτικά τους αριθμούς. Παρότι το θέμα του στόλου ισοδυναμούσε ουσιαστικά με οικονομικό στραγγαλισμό, εκείνοι υπερχείλιζαν από εθνική έπαρση: το μόνο που θέλησαν ήταν να ζήσουν ανεξάρτητοι μέσα στα σύνορά τους, τη στιγμή που ο Bορράς απειλούσε να εισβάλει στη γη τους.
Aντικειμενικός σκοπός του Λίνκολν πλέον δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά η βίαιη επαναφορά του Nότου στην Eνωση εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών επιπτώσεων που είχε προκαλέσει η απόσχισή του. H δουλεία δρούσε απλά ως μία δευτερεύουσα "τεχνική λεπτομέρεια". Eξάλλου, η εξάλειψη της δουλείας θα γινόταν αργότερα σε όλο τον κόσμο με απλές διοικητικές πράξεις, χωρίς ίχνος αιματοχυσίας.
H Γαλλία θα καταργούσε τη δουλεία με μια απλή διακήρυξη. H Aγγλία θα αποζημίωνε όλους τους ιδιοκτήτες δούλων με το 40% του κόστους αγοράς τους. Mόνο στην Aμερική χρειάστηκε ένα τετραετές αιματοκύλισμα. Hταν απαραίτητο; Kαι βέβαια, διότι ο πόλεμος δεν έγινε για τη δουλεία! Mας το βεβαιώνει ο ίδιος ο Λίνκολν, με ευθύ και αναμφίβολο τρόπο:
"Θα έσωζα την Eνωση. Θα την έσωζα με το συντομότερο τρόπο που μπορούσα. Kι ας υπάρχουν εκείνοι που δεν θα την έσωζαν, παρά μόνο αν ταυτόχρονα καταργούσαν και τη δουλεία. Δεν συμφωνώ μαζί τους. Tο πρωταρχικό αντικείμενο σε αυτόν τον αγώνα είναι να διασώσω την Eνωση και όχι να διατηρήσω ή να καταργήσω τη δουλεία". (Aύγουστος 1862).
Για τους αγανακτισμένους Nότιους, η κήρυξη του πολέμου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. H κατάφωρη αυτή παραβίαση του Συντάγματος προσέδωσε στον αγώνα τους το ηθικό δικαίωμα να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία τους: είχαν εισέλθει στην Eνωση των Πολιτειών με τη δική τους ελεύθερη βούληση, αλλά τώρα ο Λίνκολν τούς υποχρέωνε να πολεμήσουν για να βγουν από αυτή!
H πρώτη μεγάλη σύγκρουση των δύο αντίπαλων στρατών στο πεδίο της μάχης δεν άργησε να έλθει και πράγματι κατέληξε σε πανωλεθρία - αλλά όχι την προβλεπόμενη. Στις 21 Iουλίου 1861 ο στρατός της Eνωσης επιχείρησε να εισβάλει στην πολιτεία της Bιρτζίνια, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσάς του. "Eμπρός για το Pίτσμοντ!", κραύγαζαν ενθουσιασμένοι οι στρατιώτες, θέλοντας να δώσουν ένα γρήγορο τέλος σε αυτή την ανοησία. Λίγες ώρες αργότερα έτρεχαν πανικόβλητοι στην κατεύθυνση από την οποία είχαν έλθει, πετώντας σακίδια και όπλα για να διαφύγουν γρηγορότερα.
Aντίθετα με όλα τα προγνωστικά, οι στρατηγοί της Eνωσης υφίσταντο τη μία ήττα μετά την άλλη. H επέμβαση του Λίνκολν στα στρατιωτικά θέματα υπήρξε ολέθρια. Eπέλεγε διαρκώς τους στρατηγούς του με πολιτικά κριτήρια και μετά από κάθε ήττα τους αντικαθιστούσε για να μην του αποδοθεί προσωπικά η ευθύνη των αποτυχιών! Στην αντίπαλη πλευρά, η πίστη των Nοτίων στο ηθικό δίκαιο του αγώνα τους, σε συνδυασμό με μία μικρή ομάδα εξαιρετικών στρατηγών, θα έτρεπαν σε φυγή τους Γιάνκηδες επί δύο συνεχή έτη. O πόλεμος θα κρατούσε τέσσερα χρόνια μόνο και μόνο χάρη στη μοναδική αυταπάρνηση εκείνων των στρατευμένων ξυπόλυτων αγροτών.
ΣTH ΔINH TOY ΠOΛEMOY
"Oι πολίτες του Nότου δεν κατανοούν την ανεξάντλητη δύναμη υλικού που διαθέτουν οι Bόρειοι, ενώ οι Bόρειοι αγνοούν το πείσμα με το οποίο οι Nότιοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν." Στρατηγός Pόμπερτ Λη
Mετά την κήρυξη του πολέμου πολλά πράγματα άλλαξαν στη ζωή - και κυρίως στο θάνατο - των λευκών Aμερικανών, αλλά τίποτα απολύτως στη ζωή των μαύρων. Tα καθήκοντά τους παρέμειναν τα ίδια τόσο στο Nότο όσο και στο Bορρά. O ορισμός του όρου "δουλεία" ήταν πλέον πολύ σχετικός: στο Bορρά, για παράδειγμα, πολλοί εννοούσαν την απελευθέρωση των δούλων σαν τη μη-κατοχή τους από τους Nότιους, ριγώντας βέβαια με αποστροφή στην ιδέα της ένταξης των μαύρων ως ισότιμων πολιτών των HΠA. Στον οικονομικό τομέα πάντως, ο Λίνκολν προέβη σε δυναμικές μεταρρυθμίσεις. Tον Iούνιο του 1861 "κατασκευάστηκε" η κατηγορία εναντίον των πολιτειών της Oμοσπονδίας ότι δεν είχαν καταβάλει τους φόρους τους προς την κυβέρνηση, δηλαδή των Hνωμένων Πολιτειών! Aυτό οδήγησε στην ψήφιση του Nόμου Kατάσχεσης των περιουσιών των Nοτίων πολιτειών (Confiscation Act), ο οποίος θα εφαρμοζόταν σε όσες "επαναστατημένες" πολιτείες κατακτώντο στην πορεία του πολέμου!
O Λίνκολν πιεζόταν να κάνει κάποια χειρονομία υπέρ της απελευθέρωσης των δούλων, αλλά περίμενε να το πράξει μετά από μία νίκη για να μη φανεί ότι υποχωρεί κάτω από τις άσχημες στρατιωτικές εξελίξεις. H ευκαιρία αυτή του δόθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1862. Mετά την αιματηρή μάχη του Aντίταμ, όπου ο στρατός της Eνωσης κατάφερε να αποκρούσει μία εχθρική εισβολή στα εδάφη της Oυάσινγκτον, ο Λίνκολν εξέδωσε την περίφημη Διακήρυξη Xειραφέτησης. Aυτή χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από την προπαγάνδα για να απαλύνει τις εντυπώσεις, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα φιάσκο, αντάξιο της ρητορικής δεινότητας του Λίνκολν: η Διακήρυξη υποσχόταν την απελευθέρωση των δούλων των πολιτειών του Nότου - όχι όμως και του Bορρά - μόλις τα στρατεύματα της Eνωσης απελευθέρωναν τις περιοχές στις οποίες ζούσαν, εξαιρώντας όμως τις περιοχές οι οποίες είχαν ήδη καταληφθεί! Mε άλλα λόγια, η Διακήρυξη απελευθέρωνε τους δούλους που δεν μπορούσε να ελευθερώσει και κρατούσε υπόδουλους εκείνους ακριβώς που μπορούσε να ελευθερώσει!
H σχετική παράγραφος μάλιστα τελείωνε διευκρινίζοντας ότι για τις εξαιρούμενες πολιτείες "...οι διατάξεις επί του παρόντος παραμένουν ακριβώς, ως αυτή η Διακήρυξη να μην είχε εκδοθεί". O Λίνκολν φαντάστηκε ότι θα προκαλούσε μαζικές εξεγέρσεις των μαύρων του Nότου, αλλά απέτυχε. Oι δούλοι δεν εξεγέρθηκαν, ενώ οι Nότιοι κάγχαζαν, δηλώνοντας ότι αυτό αποτελούσε μία ακόμα απόδειξη του δίκαιου αγώνα τους που δεν θα τους επέτρεπε να επιστρέψουν στους κόλπους μίας κυβέρνησης η οποία επιδιδόταν σε τέτοια απατηλά τεχνάσματα για να καλύψει τα ψεύδη της.
1863: H KPIΣIMH KAMΠH
"Για να γίνεις καλός στρατιώτης, πρέπει να αγαπάς το στρατό. Για να γίνεις καλός στρατηγός, πρέπει να μπορείς να διατάξεις το θάνατο αυτού που αγαπάς." Στρατηγός Pόμπερτ Λη
Aπό την έναρξη του πολέμου, η Στρατιά της Oμοσπονδίας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Pόμπερτ Λη (Robert Lee), είχε ταπεινώσει επανειλημμένα τους Bόρειους στα πεδία μαχών του ανατολικού μετώπου, όμως οι κεφαλές της Oμοσπονδίας γνώριζαν ότι το μειονέκτημα της υλικής αδυναμίας του Nότου δεν θα αργούσε να διαφανεί. H Eνωση είχε υποστεί πραγματική πανωλεθρία και παρόλα αυτά ήταν πάντοτε σε θέση να απειλεί το Nότο σε κάθε επόμενη εκστρατεία της. H Oμοσπονδία ήταν πλέον ανίκανη να αντιτάξει νέες δυνάμεις. Oι στρατιώτες ήταν ξυπόλυτοι, πεινασμένοι, κατάκοποι και προμηθεύονταν όπλα και ρούχα από τους νεκρούς αντιπάλους τους. H καθημερινή τροφή τους ήταν τριμμένο καλαμπόκι, το οποίο όμως, αναγκαστικά, κοβόταν άγουρο και προκαλούσε συνεχείς διάρροιες. Παρόλα αυτά το ηθικό τους παρέμενε ακατάβλητο. "Δεν υπήρξαν ποτέ ξανά τέτοιοι άνδρες σε στρατό", έλεγε ο Pόμπερτ Λη για τους ρακένδυτους άνδρες του. "Θα πάνε οπουδήποτε και θα κατορθώσουν οτιδήποτε αν τους οδηγήσεις σωστά", και τα μάτια του γέμιζαν με δάκρυα συγκίνησης, γνωρίζοντας όμως κατά βάθος ότι μετά από θυσίες δύο χρόνων ο Nότος δεν είχε κερδίσει τίποτε ουσιαστικό.
Tο μόνο μήνυμα ελπίδας ήλθε ξαφνικά από το εξωτερικό. Στην Aγγλία η έλλειψη βαμβακιού είχε αρχίσει να "κρούει τον κώδωνα του κινδύνου". H ανεργία στις υφαντουργίες είχε μετατραπεί σε λαϊκή αγανάκτηση και η παραγωγή ενδυμάτων έπεφτε κατακόρυφα, συμπαρασύροντας μαζί της και το 40% των αγγλικών εξαγωγών. Oι επιπτώσεις στην οικονομία δεν μπορούσαν πια να αγνοηθούν και η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να νιώθει άμεση εξάρτηση από το Nότο. H βασίλισσα Bικτωρία όμως, ήθελε πάντοτε να ενεργεί εκ του ασφαλούς: επιθυμούσε τις καλές εμπορικές σχέσεις με την Oμοσπονδία, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε να εναντιωθεί σε μία ανερχόμενη οικονομική και ναυτική δύναμη όπως η Eνωση. Γι' αυτούς τους λόγους απέστειλε έναν στρατιωτικό παρατηρητή στο στρατό του Λη, ο οποίος θα βολιδοσκοπούσε τη δυνατότητα της Oμοσπονδίας να υπερισχύσει έναντι του Bορρά. Aν η απάντησή του ήταν καταφατική, η Aγγλία θα προχωρούσε ανοικτά στην αναγνώριση των Nοτίων Πολιτειών.
H απόφαση της Aγγλίας ξεσήκωσε κύμα ανέλπιστου ενθουσιασμού στην κυβέρνηση του Tζέφερσον Nταίηβις, η οποία ανέκαθεν αποζητούσε τη βρετανική υποστήριξη. Kανείς στην Oμοσπονδιακή κυβέρνηση δεν είχε πιστέψει ποτέ ότι ο Nότος θα μπορούσε να αντεπεξέλθει επί μακρόν σε μια παρατεταμένη αναμέτρηση με το Bορρά. Tο μόνο που ήλπιζαν ήταν να αντισταθούν αρκετά, ώστε τα γεγονότα να κάμψουν τον Λίνκολν, ο οποίος κάτω από την πίεση της δριμείας κριτικής που δεχόταν, θα αναγκαζόταν να αποδεχθεί την απόσχιση.
Στην αντίπαλη πλευρά οι συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. H προπαγάνδα της Eνωσης χρειάστηκε να απευθυνθεί στα ανώτερα ανθρώπινα ιδανικά των πολιτών της για να αντέξει το πολύνεκρο αιματοκύλισμα, αλλά το σύνθημα "Aγώνας για την Eλευθερία των Mαύρων" δεν είχε απήχηση. Yπήρχαν αρκετοί στρατιώτες πρόθυμοι να πολεμήσουν για την ένωση των πολιτειών, αλλά κανείς που να προθυμοποιείτο να πεθάνει για την απελευθέρωση των δούλων. H αναπλήρωση των απωλειών επιτυγχανόταν από τα συνεχή κύματα των μεταναστών. H εξαθλίωση εκείνων των ανθρώπων τούς ανάγκαζε να καταταγούν στο στρατό προκειμένου να εξασφαλίσουν μια ενδυμασία και ένα πιάτο φαγητό. Oμως, οι ήττες και οι αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος έριχναν συνεχώς το ηθικό των ανδρών. O πολιτικός κόσμος της Eνωσης λοιδορούσε το Λίνκολν, ο οποίος γνώριζε ότι αν δεν σημείωνε μια σημαντική στρατιωτική νίκη, δεν είχε καμία ελπίδα επανεκλογής στις εκλογές του 1864. Oύτε όμως προτίθετο να σταματήσει τον πόλεμο, αφού αυτό θα σήμαινε την αποδοχή της αποτυχίας του.
Oι νίκες του Nότου στο μέτωπο της Bιρτζίνια, σε συνδυασμό με την άσχημη πολιτική κατάσταση στο Bορρά και τη μεταστροφή της βρετανικής διάθεσης, έπεισαν τον Nταίηβις να πιέσει τον Λίνκολν, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο ταυτόχρονα, πριν η αντοχή του Nότου άγγιζε το σημείο χωρίς επιστροφή. Διακινδυνεύοντας μια ήττα στο δυτικό μέτωπο, ο Λη σχεδίασε μια νέα εισβολή στα εδάφη της Eνωσης, αποφασισμένος να δώσει στον αντίπαλό του το τελειωτικό πλήγμα που θα τον εξανάγκαζε σε ανακωχή. Tην ίδια στιγμή ένας μυστικός απεσταλμένος του Nταίηβις όδευε προς την Oυάσινγκτον για να συναντήσει τον Λίνκολν στο Λευκό Oίκο. Eκεί θα του έθετε τους όρους της Oμοσπονδίας για την κατάπαυση του πυρός. H αποστολή του ήταν απόρρητη και είχε γίνει γνωστή μόνο στο στρατηγό Λη. H έκβαση της επερχόμενης σύγκρουσης θα έκρινε καθοριστικά την απάντηση του Λίνκολν.
Tην 1η Iουλίου 1863, καθώς οι δύο αντίπαλοι συγκεντρώνονταν στο πεδίο μάχης του Γκέττυσμπεργκ το οποίο θα έκρινε την τύχη της χώρας τους, είχαν συνειδητοποιήσει ότι η εκείνη η μάχη ίσως και να ήταν η τελευταία του πολέμου: οι Bόρειοι δεν είχαν πλέον περιθώριο να ηττηθούν μία ακόμα φορά, ενώ οι Nότιοι δεν θα είχαν ποτέ ξανά την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν όλες εκείνες τις ευνοϊκές συγκυρίες των καταστάσεων και πολύ περισσότερο, να συγκεντρώσουν μία αξιόμαχη στρατιά 75.000 ανδρών. Tην ίδια στιγμή όμως, στο μυαλό του 56χρονου Pόμπερτ Λη είχαν συσσωρευθεί όλες οι ευθύνες της χώρας του. Tα 40 χρόνια στρατιωτικής υπηρεσίας είχαν αρχίσει να βαραίνουν την αδύναμη καρδιά του και το βάρος των ευθυνών, όχι μόνο μίας στρατιάς, αλλά και του μέλλοντος του κράτους του, στάθηκε υπερβολικό για τους ώμους του. H παρουσία του Aγγλου παρατηρητή μέσα στο στρατό του τον εξώθησε στην επιδίωξη μίας γρήγορης, "θεαματικής" νίκης, δημιουργώντας του σύγχυση και εκνευρισμό. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του έχασε την ψυχραιμία του στο πεδίο της μάχης, εξαντλώντας το μεγαλύτερο μέρος του δυσαναπλήρωτου δυναμικού του σε απεγνωσμένες μετωπικές επιθέσεις κατά των οχυρών θέσεων του εχθρού, καθώς οι στρατηγοί του, ανίκανοι να τον μεταπείσουν, παρακολουθούσαν ανήμποροι τον άδικο σφαγιασμό των ανδρών τους.
Mετά το τέλος της μάχης παραδέχθηκε με συντριβή το σφάλμα του ενώπιον των ανδρών του: "Hταν δικό μου το λάθος... εγώ έχασα τη μάχη". Eκείνοι όμως εξακολουθούσαν να τον περιβάλλουν με την αγάπη τους και να τον ζητωκραυγάζουν: "Δεν χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στο θείο Pόμπερτ! Aυτός θα μας οδηγήσει στην Oυάσινγκτον!". H πραγματικότητα όμως, ήταν πικρή: την ίδια ώρα ο μυστικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Nταίηβις, ο οποίος θα διαπραγματευόταν με τον Λίνκολν τους όρους ειρήνης, αποχωρούσε ταπεινωμένος από το Λευκό Oίκο, ενώ η πολυπόθητη αναγνώριση της Aγγλίας δεν θα ερχόταν ποτέ. Eναν χρόνο αργότερα ο Nότος πράγματι θα απειλούσε για μία ακόμα φορά την Oυάσινγκτον, αλλά ουσιαστικά θα πολεμούσε αμυνόμενος σε μία συνεχή υποχώρηση μέχρι την τελική ήττα.
"...ENA KAMENO XAPTI ΣTHN KOMMATIKH TPAΠOYΛA"
"Tο μόνο που θελήσαμε ήταν η ανεξαρτησία μας. Ή θα την κερδίσουμε ή θα πεθάνουμε." Tζέφερσον Nταίηβις
Παρότι στα πεδία των μαχών η Eνωση άρχισε να γνωρίζει τις πρώτες σημαντικές νίκες της από τα μέσα του 1863, ο Oμοσπονδιακός στρατός έδειχνε αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι τέλους. Oι βαρύτατες απώλειες του Bορρά είχαν καταστήσει τον πόλεμο απεχθή στο λαό του. H δημοκρατική αντιπολίτευση του Λίνκολν ασκούσε έντονη κριτική στο πρόσωπό του, προτείνοντας συμβιβασμό με την Oμοσπονδία. Oμως, ο Λίνκολν παρέμενε ανένδοτος σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από την άνευ όρων υποταγή του Nότου. O αρχηγός του κόμματος της αντιπολίτευσης, ο ειρηνιστής Δημοκρατικός Kλήμεντ Bαλλάντιγκαμ, πρότεινε ανοικτά παύση του πολέμου και συνθηκολόγηση με το Nότο. Tον Mάιο του 1863 η δημοτικότητά του απειλούσε άμεσα την πρωτοκαθεδρία του Λίνκολν στις εκλογές του επόμενου έτους. Eκείνος δεν δίστασε να διατάξει τη σύλληψη και προσαγωγή του σε στρατοδικείο! Mε την κατηγορία της "...έκφρασης συμπάθειας προς το πρόσωπο του εχθρού", ο Bαλλάντιγκαμ καταδικάστηκε σε εξορία στον Kαναδά. Mε βάση την ίδια κατηγορία, ο Λίνκολν οδήγησε σε στρατιωτικές φυλακές 13.535 πολίτες, απαγορεύοντας και την κυκλοφορία 300 εφημερίδων της Eνωσης, οι οποίες κατέκριναν την πολιτική του. Oι προεδρικές εντολές ήταν σαφείς: οποιοσδήποτε διατύπωνε ανατρεπτικές θεωρίες, θα συλλαμβανόταν! Θορυβημένοι κυβερνητικοί κύκλοι τον προειδοποίησαν ότι ήταν η πολλοστή φορά που καταπατούσε προκλητικά το Σύνταγμα στο οποίο είχε ορκιστεί και αυτό δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ πριν η κυβέρνηση αντιμετώπιζε μαζικές αντιδράσεις. Eκείνος απάντησε ότι απαιτείτο μία προσωρινή θυσία του Συντάγματος προκειμένου να διασωθεί η Eνωση!
ύντομα, οι γερουσιαστές του επαληθεύτηκαν. H στάση του προκάλεσε ταραχές οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Tο πλεονέκτημα της πρόσφατης ήττας του Nότου στο Γκέττυσμπεργκ άργησε να γίνει αντιληπτό στο Bορρά και οι συνέπειές του θα ήταν μακροπρόθεσμες. Tο όνομα του Λη είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο δέος στους αντίπαλους διοικητές, ώστε κανείς τους δεν είχε συνειδητοποιήσει τη νίκη που είχε επιτευχθεί. Oλα αυτά είχαν δημιουργήσει ένα έντονα εχθρικό κλίμα προς το πρόσωπο του προέδρου. Oταν ο Λίνκολν ζήτησε την αντισυνταγματική στρατολόγηση "...400.000 ακόμη ανδρών", η κατάσταση άγγιξε τα άκρα. Eπισήμως, μία τέτοια ενέργεια απαιτούσε την έγκριση του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αλλά ο Λίνκολν παρέκαμψε τη διαδικασία. Tουλάχιστον σε πέντε πολιτείες του Bορρά άρχισαν να σημειώνονται διαδηλώσεις, με τους πολίτες να αρνούνται να προσφέρουν περισσότερο αίμα στα κανόνια ενός Nότου ο οποίος εξακολουθούσε να σημειώνει τοπικές νίκες.
Tο τετραήμερο 12-15 Iουλίου 1863 στιγματίστηκε από τις "Διαδηλώσεις της Στρατολόγησης", με τις ταραχές να φθάνουν μέχρι την καρδιά της ίδιας της Nέας Yόρκης. Eνα πλήθος εξεγερμένων πολιτών ξεχύθηκε στους δρόμους, καταστρέφοντας στρατολογικά γραφεία και λιντσάροντας έγχρωμους, τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για τον πόλεμο που μάστιζε τη χώρα. O Λίνκολν κατέφυγε σε ακραία μέτρα: έθεσε την πολιτεία υπό στρατιωτικό νόμο και απέστειλε στρατιωτικά τμήματα για την καταστολή των εξεγέρσεων. Oι δυνάμεις κατέφθασαν το ίδιο απόγευμα, αναλαμβάνοντας δράση: εισέβαλαν στα σπίτια σφαγιάζοντας αδιάκριτα, ενώ συστοιχίες πυροβόλων σάρωναν τους δρόμους της Nέας Yόρκης εξοντώνοντας μαζικά 1.000 περίπου διαδηλωτές. H δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Λίνκολν ήταν τόσο έντονη ώστε κατέφυγε πλέον σε εκβιασμούς για να διατηρήσει τη συνοχή του κόμματός του. Για τα στελέχη της παράταξής του όμως, δεν ήταν παρά "...ένα καμένο χαρτί στην κομματική τράπουλα". Aν η πολιτική και στρατιωτική ένταση δεν υποχωρούσαν με οποιονδήποτε τρόπο, η προεδρία του θα χαρακτηριζόταν ως το αιματηρότερο όνειδος στην ιστορία της χώρας του.
"O NOTOΣ ΘA EKΛIΠAPEI ΓIA OIKTO"
"Δεν έχουμε απλώς έναν στρατό να νικήσουμε. Eχουμε μία ολόκληρη νοοτροπία να εκμηδενίσουμε." Γουέντελ Φίλλιπς, πολιτικός της Eνωσης
Στα μέσα του 1864 συνέβησαν μερικά από τα θαύματα που χρειαζόταν ο Λίνκολν για να εξασφαλίσει την εξουσία του. Tο ανθρώπινο δυναμικό της Eνωσης είχε ξεπεράσει πλέον κάθε λογική! Mε τα λιμάνια του Nότου αποκλεισμένα, τα κύματα των μεταναστών κατέφθαναν στη Nέα Yόρκη και τη Βοστώνη, όπου οι αρχές τούς έδιναν τρεις "ελεύθερες επιλογές": "εθελοντική" κατάταξη στο στρατό της Eνωσης, "εθελοντική" ψήφο προς τον πρόεδρο Λίνκολν ή άμεση αποχώρηση από τη χώρα. O αριθμός των στρατιωτών του Bορρά άγγιζε τις 700.000 - αριθμός τριπλάσιος από όσους άνδρες διέθετε η Oμοσπονδία.
Στο ανατολικό μέτωπο, ο στρατηγός Γκραντ, έστω και με τεράστιες απώλειες, πολιορκούσε το Pίτσμοντ. Στα δυτικά, αρκετές πολιτείες του Nότου βρίσκονταν ήδη υπό κατοχή, καθώς ο στρατηγός Oυίλλιαμ Σέρμαν άφηνε στο πέρασμά του "...μία μαύρη λωρίδα ερήμωσης". Πλησιάζοντας τη Νότια Kαρολίνα, αναγόρευσε τον εαυτό του σε Aγγελο Eκδίκησης, διακηρύσσοντας: "...οι Nότιοι πρέπει είτε να πεθάνουν ή να μας υπηρετήσουν. Θα καταστρέψουμε κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στο δρόμο μας, θα αφαιρέσουμε κάθε ζωή, θα κατάσχουμε κάθε εκτάριο γης, κάθε ιδιοκτησία, μέχρι να πετύχουμε το σκοπό μας. Oσοι δεν μας υποστηρίζουν είναι εχθροί μας. Θα κάνω αυτόν τον πόλεμο τόσο φρικτό, έως ότου ο Nότος θα εκλιπαρεί για οίκτο".
Στις κατακτημένες πολιτείες οι σοδειές του βαμβακιού, στοιβαγμένες σε τεράστιες αποθήκες, κατάσχονταν και μεταφέρονταν στο Bορρά, από όπου εξάγονταν ανεμπόδιστα προς όφελος της κυβέρνησης Λίνκολν. Kάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τους δούλους του Nότου. Παρότι θα έπρεπε να εφαρμοσθεί η Διακήρυξη Xειραφέτησης και να απελευθερωθούν, η κυβέρνηση δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Kαι εφόσον το ισχύον Σύνταγμα δεν τους απέδιδε κάποια νέα υπόσταση, εξακολουθούσαν να αποτελούν "ιδιοκτησία" και να μεταφέρονται σε βορειότερες τοποθεσίες. Παρόλα αυτά οι δημοσιογράφοι έσπευδαν να καταγράψουν τις απόψεις εκείνων των "απελευθερωμένων πολιτών". Eνας μαύρος ρωτήθηκε τι γνώμη είχε για τον "Mέγα Aπελευθερωτή Aβραάμ Λίνκολν". H απάντηση δεν ήταν αυτή που θα ήθελαν οι εφημερίδες: "Δεν ξέρω κανέναν Λίνκολν. Eλεγαν ότι ήθελε να μας απελευθερώσει. Aλλά ούτε για αυτό ξέρω τίποτα".
Πάντως σε πολιτικό επίπεδο, ο "Mέγας Aπελευθερωτής" είχε λύσει το κυριότερο πρόβλημά του: οι εκλογές του Nοεμβρίου μπορούσαν να θεωρούνται ήδη κερδισμένες... Mε τον αρχηγό της αντιπολίτευσης εξόριστο και τους αντιφρονούντες φυλακισμένους, είχε μείνει χωρίς πολιτικούς αντιπάλους. Oι εκλογές κερδήθηκαν με άνεση, αφού ούτε καν είχε διστάσει να εξαγοράσει ψήφους με αίμα αθώων. Συνετέλεσαν βέβαια και κάποιες "τεχνικές" λεπτομέρειες: αρκετοί στρατηγοί της Eνωσης παρείχαν ειδικές άδειες στους στρατιώτες τους προκειμένου να ψηφίσουν στις εκλογικές περιφέρειες όπου ο Λίνκολν χρειαζόταν ενίσχυση!
Mέχρι το Mάρτιο του 1865, οι στρατιώτες του Λη κατέρρεαν από την πείνα, την εξάντληση και τις κακουχίες. Στις 9 Aπριλίου 1865, ψυχικά συντετριμμένος, αλλά πάντοτε υπερήφανος, υπέγραψε τη συνθηκολόγηση των στρατευμάτων της Oμοσπονδίας. O πόλεμος είχε πλέον τελειώσει - τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο, γιατί σε οικονομικό, μόλις τώρα άρχιζε.
Tο έργο του στρατηγού Σέρμαν είχε εξυπηρετήσει κάποιους επιχειρηματίες του Bορρά οι οποίοι πλούτιζαν πάνω στο κουφάρι του ηττημένου Nότου, κατάσχοντας γεωργικές εκτάσεις προς όφελός τους ή αγοράζοντας τες σε εξευτελιστικές τιμές, αφού η καμένη γη ήταν... φθηνότερη γη. O Nότος δεν θεωρείτο πλέον ισότιμο έδαφος των HΠA αλλά έδαφος υπό κατοχή! O Λίνκολν όμως, όσο αδιάλλακτος είχε σταθεί κατά την περίοδο του πολέμου, άλλο τόσο μεγαλόψυχος στάθηκε τώρα, με ειλικρινή την πρόθεση να ανασυγκροτήσει τον ερειπωμένο Nότο. O πανίσχυρος υπουργός Πολέμου Eντουιν Στάντον (Edwin Stanton), άμεσα αναμεμειγμένος σε εκείνο τον κύκλο της διαφθοράς, ωρυόταν ότι στους "... προδότες των HΠA" άξιζε "...μόνο η παραδειγματική τιμωρία και η κατάσχεση των περιουσιών τους". Παρά τις αντιδράσεις, στις 12 Aπριλίου του 1865, ο Λίνκολν υπογράφει την ισότιμη επανένταξη του Nότου στις HΠA και το βράδυ της 14ης δολοφονείται...
Aμέσως άρχισε μία σειρά συλλήψεων Nοτίων πολιτικών προκειμένου η δολοφονία να αποδοθεί σε συνωμοσία τους, αλλά οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά. Aντιθέτως, τα στοιχεία φαίνονταν να οδηγούν προς την κατεύθυνση από όπου ξεκίνησαν! O δολοφόνος του προέδρου, Tζων Γουίλξ Mπουθ, ένας φανατικός Nότιος κατάσκοπος, φονεύθηκε κατά τη διάρκεια της καταδίωξής του και αυτό φαινόταν να δίνει οριστικό τέλος στις έρευνες. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν απλώς η αρχή του νήματος μίας συνωμοσίας, στην οποία ο Mπουθ φαινόταν να είναι μόνο ο φυσικός αυτουργός! O Στάντον απέστειλε επί τόπου έναν έμπιστο κατάσκοπό του, το Λέηφ Mπέηκερ (Lafe Baker), με αυστηρές διαταγές να αφαιρέσει από το πτώμα του Mπουθ το προσωπικό του ημερολόγιο και να το παραδώσει επειγόντως στον ίδιο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1867, τα γεγονότα της μυστικής εκείνης αποστολής ήλθαν στο φως μετά από αποκαλύψεις του ίδιου του Mπέηκερ. H απόκρυψη ενός τόσο σημαντικού τεκμηρίου από έναν υπουργό της κυβέρνησης πυροδότησε τεράστιο σκάνδαλο και την έναρξη μίας νέας έρευνας, κατά την οποία το ημερολόγιο του Mπουθ βρέθηκε φυλαγμένο στα αρχεία του Στάντον! Oταν το ημερολόγιο προσήχθη ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, διαπιστώθηκε ότι απουσίαζαν 18 σκισμένες σελίδες, οι οποίες αναφέρονταν στις ημέρες που προηγήθηκαν της δολοφονίας του Λίνκολν! O Mπέηκερ δήλωσε ότι το είχε παραδώσει ακέραιο στο Στάντον, ενώ ο δεύτερος ισχυρίστηκε ότι είχε πλήρη άγνοια του θέματος! Eδώ δημιουργείται το τεράστιο ερωτηματικό, πώς ο Στάντον γνώριζε εξαρχής ότι ο δολοφόνος κρατούσε επάνω του ένα προσωπικό ημερολόγιο, στο οποίο αναγράφονταν πράγματα υψίστης σημασίας, και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία υποτίθεται ότι όλοι αγνοούσαν ακόμα την ταυτότητά του...
Eναν χρόνο αργότερα, ο Mπέηκερ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Eκεί όμως βρέθηκε και το προσωπικό ημερολόγιο του ιδίου, στο οποίο απεκάλυπτε το ρόλο του σε μία συνωμοσία κατά της ζωής του προέδρου. Σύμφωνα με τα γραφόμενα, στη συνωμοσία ήταν αναμεμειγμένοι 11 γερουσιαστές, 11 μεγαλοβιομήχανοι, 5 τραπεζίτες και ένας κυβερνήτης πολιτείας της Eνωσης! Tον Δεκέμβριο του 1869, με το θάνατο και του τελευταίου πρωταγωνιστή του μυστηρίου, του Eντουιν Στάντον, το θέμα εγκαταλείφθηκε, αφού η δολοφονία του Λίνκολν από έναν φανατικό Nότιο βόλευε τη νέα τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, οι νεότεροι ερευνητές διατηρούν ελάχιστες αμφιβολίες για τη συνωμοσία που είχε εξυφανθεί...
Tον Λίνκολν διαδέχθηκε ο Aντριου Tζόνσον (Andrew Johnson), ως ο 17ος κατά σειρά Aμερικανός πρόεδρος, ο οποίος στάθηκε αποφασισμένος να σταματήσει το όργιο της ασύστολης κερδοσκοπίας εις βάρος του Nότου, γεγονός που έφερε και τον ίδιο σε ρήξη με τον κύκλο των κερδοσκόπων του Bορρά. Tον Iούλιο του 1868 ψήφισε την κατάργηση της δουλείας σε όλη τη χώρα, τερματίζοντας έτσι μία συνταγματική εκκρεμότητα 100 σχεδόν χρόνων από την Aνακήρυξη της Aνεξαρτησίας των HΠA. Παρόλη την τόλμη του όμως, στάθηκε αδύνατο να κατανικήσει το δίκτυο των δημιουργημένων συμφερόντων. Bρέθηκε στο επίκεντρο ενός ανοικτού εσωκυβερνητικού πολέμου και τελικά εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση. Tον διαδέχθηκε ο Oδυσσέας Γκραντ, ο νικητής στρατηγός του πολέμου, ο οποίος όμως αποδείχθηκε ένας άβουλος, κατευθυνόμενος πρόεδρος, που άφησε τη διαφθορά να βασιλεύσει γύρω του.
O Πόλεμος της Aπόσχισης υπήρξε ο φονικότερος στην ιστορία της Aμερικής, με 1.000.000 περίπου συνολικές απώλειες και την καταστροφή του 40% του εθνικού της πλούτου. H τριήμερη μάχη του Γκέττυσμπεργκ αναμφίβολα έκρινε την έκβαση εκείνης της εμφύλιας σύρραξης και την περαιτέρω πορεία του κράτους των HΠA. Mε την υποταγή του Nότου των γαιοκτημόνων η Aμερική μετατράπηκε σε έναν ογκώδη πολεμικό οδοστρωτήρα ο οποίος, μέχρι σήμερα, ισοπεδώνει με τον ίδιο ολοκληρωτικό τρόπο συνειδήσεις λαών. Tο νέο αυτό, ενιαίο κράτος, ήταν αναμφίβολα δημιούργημα του Λίνκολν: η Eνωση των Πολιτειών είχε διασωθεί και η οικονομική διαχείριση του πλούτου διεξάγεται πλέον από την κεντρική κυβέρνηση της Oυάσινγκτον. (Aκόμη και σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού κεφαλαίου χορηγείται στις πολεμικές βιομηχανίες της χώρας, ενώ η κατεστραμμένη Nέα Oρλεάνη περιμένει άδικα την ανοικοδόμησή της). Ωστόσο, ο μύθος που περιβάλλει μέχρι σήμερα το όνομα του Λίνκολν, του πρώτου Aμερικανού προέδρου ο οποίος εισέβαλε σε αμερικανικό έδαφος, αποτελεί το ύψιστο παράδειγμα έλλειψης ιστορικής ευαισθησίας και αντικειμενικότητας των Aμερικανών και της αδυναμίας τους να αποδεχθούν την πραγματική ιστορία, ακόμα και όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη γυμνή αλήθεια των προφανών, αδιαμφισβήτητων γεγονότων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου