Μετά την διάλυση των κομουνιστικών καθεστώτων, τα
νέα βαλκανικά κράτη που προέκυψαν ξεκίνησαν μια προσπάθεια απαγκίστρωσης της
ιστορίας από τις καταρρέουσες κομουνιστικές θεωρήσεις. Έτσι το ιδεολογικό
κενό που άφησε πίσω της η χρεοκοπία της κομουνιστικής ιδεολογίας υποκαταστάθηκε
από μια νέα εθνικιστική θεώρηση που ένα ακόμη πεδίο δράσης της απαρτίζει και η
ιστοριογραφία.
Στη Δημοκρατία της Μακεδονίας όμως η «αποκομμουνιστοποίηση» της ιστοριογραφίας αποτελεί μια πιο ιδιαίτερη περίπτωση καθώς ο ρόλος των Μακεδόνων κομμουνιστών στην μακεδονική εθνογένεση ήταν πολύ σημαντικός[1]. Ακόμη υπήρχε το ζήτημα της καταγωγής του Μακεδονικού έθνους που με την Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν πλήρως συνυφασμένο με τον σλαβισμό του. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια για την ανάδειξη της εθνικής καταγωγής των Μακεδόνων, την ιστορική τους σύνδεση με την αρχαιότητα και τον αγώνα του μακεδονικού λαού για να αποκτήσει κρατική υπόσταση. Στην μακεδονική εθνικιστική ιστοριογραφία κυριαρχούν δυο λέξεις, η επιβεβαίωση και η αναγνώριση. Οι μακεδόνες είναι αποφασισμένοι να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους ως ξεχωριστού λαού που έχει τη δική του ιστορία, πολιτισμό και ταυτότητα αναλλοίωτα στο χρόνο και τώρα καλούνται να αντιμετωπίσουν τους Ελληνικούς και Βουλγαρικούς ισχυρισμούς περί Μακεδονίας. Οι Μακεδόνες επιμένουν πως δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, ούτε Έλληνες και αρνούνται επιπλέον ετικέτες όπως Σλαβομακεδόνες ή Βουλγαρομακεδόνες ή Σερβομακεδόνες. Η εθνικιστική ιδεολογία εκφράζεται στην ιστοριογραφία και με την αποσαφήνιση της εθνοτικής ερμηνείας του όρου μακεδόνας και όχι μόνο της γεωγραφικής όπως ισχυρίζεται η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Έτσι το μακεδονικό έθνος συναντά τους ομοεθνείς του στις περιοχές της Μακεδονίας που ανήκουν στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Αυτοί είναι οι Μακεδόνες του Αιγαίου και του Πίριν που έχουν υποβιβαστεί στη θέση των εθνικών μειονοτήτων και ένα μεγάλο μέρος τους έχει χάσει την ιστορική του υπόσταση ως ιδιαίτερος λαός κάτω από την πίεση των χωρών που ζουν μέσω καταναγκαστικών αφομοιώσεων και απεθνικοποιήσεων[2]. Τέλος αποσαφηνίζονται πλήρως τα γεωγραφικά σύνορα της χώρας όπως αυτά διαμορφώθηκαν από το χρόνο και αποτέλεσαν το πολιτισμικό χώρο του μακεδονικού έθνους. Η «Μεγάλη Μακεδονία» παρουσιάζεται πλέον ως μία αδιάσπαστη ενότητα στο χώρο και τον χρόνο. Κατά συνέπεια, οι σημερινοί μακεδόνες εμφανίζονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι της ιστορίας και του πολιτισμού των αρχαίων Μακεδόνων και η συνέχεια τους στο σημερινό κόσμο.
Στη Δημοκρατία της Μακεδονίας όμως η «αποκομμουνιστοποίηση» της ιστοριογραφίας αποτελεί μια πιο ιδιαίτερη περίπτωση καθώς ο ρόλος των Μακεδόνων κομμουνιστών στην μακεδονική εθνογένεση ήταν πολύ σημαντικός[1]. Ακόμη υπήρχε το ζήτημα της καταγωγής του Μακεδονικού έθνους που με την Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν πλήρως συνυφασμένο με τον σλαβισμό του. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια για την ανάδειξη της εθνικής καταγωγής των Μακεδόνων, την ιστορική τους σύνδεση με την αρχαιότητα και τον αγώνα του μακεδονικού λαού για να αποκτήσει κρατική υπόσταση. Στην μακεδονική εθνικιστική ιστοριογραφία κυριαρχούν δυο λέξεις, η επιβεβαίωση και η αναγνώριση. Οι μακεδόνες είναι αποφασισμένοι να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους ως ξεχωριστού λαού που έχει τη δική του ιστορία, πολιτισμό και ταυτότητα αναλλοίωτα στο χρόνο και τώρα καλούνται να αντιμετωπίσουν τους Ελληνικούς και Βουλγαρικούς ισχυρισμούς περί Μακεδονίας. Οι Μακεδόνες επιμένουν πως δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, ούτε Έλληνες και αρνούνται επιπλέον ετικέτες όπως Σλαβομακεδόνες ή Βουλγαρομακεδόνες ή Σερβομακεδόνες. Η εθνικιστική ιδεολογία εκφράζεται στην ιστοριογραφία και με την αποσαφήνιση της εθνοτικής ερμηνείας του όρου μακεδόνας και όχι μόνο της γεωγραφικής όπως ισχυρίζεται η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Έτσι το μακεδονικό έθνος συναντά τους ομοεθνείς του στις περιοχές της Μακεδονίας που ανήκουν στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Αυτοί είναι οι Μακεδόνες του Αιγαίου και του Πίριν που έχουν υποβιβαστεί στη θέση των εθνικών μειονοτήτων και ένα μεγάλο μέρος τους έχει χάσει την ιστορική του υπόσταση ως ιδιαίτερος λαός κάτω από την πίεση των χωρών που ζουν μέσω καταναγκαστικών αφομοιώσεων και απεθνικοποιήσεων[2]. Τέλος αποσαφηνίζονται πλήρως τα γεωγραφικά σύνορα της χώρας όπως αυτά διαμορφώθηκαν από το χρόνο και αποτέλεσαν το πολιτισμικό χώρο του μακεδονικού έθνους. Η «Μεγάλη Μακεδονία» παρουσιάζεται πλέον ως μία αδιάσπαστη ενότητα στο χώρο και τον χρόνο. Κατά συνέπεια, οι σημερινοί μακεδόνες εμφανίζονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι της ιστορίας και του πολιτισμού των αρχαίων Μακεδόνων και η συνέχεια τους στο σημερινό κόσμο.
Η
ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
«Η Μακεδονική ταυτότητα στην αρχαία Μακεδονία»
«Η Μακεδονική ταυτότητα στην αρχαία Μακεδονία»
Η βασική θέση της σύγχρονης ιστοριογραφίας σχετικά με το Μακεδονικό φύλο είναι η πλήρης αμφισβήτηση
κάποιας ελληνικής καταγωγής των αρχαίων μακεδόνων, ενώ τονίζονται έντονα οι
διαφορές των Ελλήνων και των Μακεδόνων σε επίπεδο γλωσσικό, πολιτισμικό,
στρατιωτικής οργάνωσης και βαρβαρότητας. Με λίγα λόγια θα λέγαμε πως μια κύρια
προσπάθεια των Μακεδόνων ιστορικών είναι η χάραξη μιας απόλυτης διαχωριστικής
γραμμής του Ελληνικού και του Μακεδονικού φύλλου. Σύμφωνα λοιπόν με τη σύγχρονη
Μακεδονική ιστοριογραφία οι αρχαίοι μακεδόνες δεν ήταν έλληνες. Αυτό μαρτυρά η
ίδια η άποψη των ελλήνων για τους Μακεδόνες οι οποίοι τους χαρακτήριζαν
βάρβαρους. Ο χαρακτηρισμός αυτός δίνονταν από έλληνες για να χαρακτηρίσουν τους
λαούς που δεν είχαν την ελληνική παιδεία και γλώσσα[3].
Οι Μακεδόνες λοιπόν ήταν φύλλο που έκανε την εμφάνισή του στη Βαλκανική το 800
π.Χ και για αιώνες πριν κατοικούσε στις βορειότερες περιοχές της αρχαίας
Μακεδονίας που σήμερα ένα μέρος της ανήκει στην Ελλάδα ενώ η επέκταση προς τη
θάλασσα έγινε αργότερα. Κατά συνέπεια αυτός ο χαρακτηρισμός περί βαρβαρότητας
κάνει φανερή τη διαφορετικότητα της
αρχαίας Μακεδονικής γλώσσας από την Ελληνική. Με τη κάθοδο προς τη
θάλασσα τα δυο φύλλα, το ελληνικό και το μακεδονικό ήρθαν σε μια πιο στενή
επαφή που επέφερε έναν εξελληνισμό της μακεδονικής γλώσσας, ο οποίος ξεκίνησε
από την άρχουσα τάξη καθώς η Ελληνική ήταν η γλώσσα του εμπορίου και της
διπλωματίας. Έτσι αιτιολογούνται και διάφορες πινακίδες στα ελληνικά αλλά και
θεατρικές παραστάσεις στην ελληνική γλώσσα[4].
Ακόμα, η διαφορετικότητα του Μακεδονικού πολιτισμού τονίζεται από γεγονότα όπως
η τέλεση διαφορετικών ολυμπιακών αγώνων από τη Μακεδονία, αλλά και στο
επιχείρημα πως το πάνθεον του μακεδονικού λαού υπήρχαν μόνο οι θεότητες του
Δία, της Αφροδίτης και του Διονύσου, όχι όμως των υπόλοιπων θεών του Ολύμπου[5]. Η ίδια αντίληψη για την διαφορετικότητα Ελλήνων
και Μακεδόνων υπάρχει και για την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Ο
ελληνιστικός πολιτισμός θεωρείται καρπός της συνένωσης «του μακεδονικού και του
ελληνικού πολιτισμού με τον πολιτισμό των ανατολικών λαών». Οι ιστορικές αυτές
απόψεις καταγράφονται και στα σχολικά εγχειρίδια της Δημοκρατίας της Μακεδονίας
και ο σκοπός είναι προφανής, καθώς αφού αιτιολογηθεί και στηριχθεί ιστορικά η
άποψη περί ετερότητας των δυο φύλλων, δίδεται η βάση της ιστορικής συνέχειας
των Μακεδόνων της αρχαιότητας με το κράτος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτή
επιτυγχάνεται με τον εκμακεδονισμό των σλαβικών φύλλων που κατέβηκαν αιώνες
αργότερα στη Μακεδονία. Κατά την εγκατάσταση των Σλάβων στη Μακεδονία, οι
πρώτοι αναμείχθηκαν εθνολογικά τους αρχαίους Μακεδόνες. Οι Μακεδόνες στο
διάστημα εκείνο είχαν δεχθεί τον χριστιανισμό και είχαν διατηρήσει τον ανώτερο
πολιτισμό τους. Σταδιακά έτσι άρχισαν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Οι Σλάβοι
για τη νέα τους πατρίδα αποδέχθηκαν το όνομα Μακεδονία και άρχισαν να
ονομάζονται Μακεδόνες. Οι γηγενείς Μακεδόνες αποδέχθηκαν τη σλαβική γλώσσα
και γραφή, η οποία σύμφωνα πάλι με την
μακεδονική ιστοριογραφία διατηρεί τη μοναδικότητά της έναντι των άλλων σλαβικών
γλωσσών.
Η
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
«Οι Μακεδόνες του Σαμουήλ στην εθνικιστική ιστοριογραφία»
«Οι Μακεδόνες του Σαμουήλ στην εθνικιστική ιστοριογραφία»
Όσον αφορά την αρχαιότητα όπως είδαμε παραπάνω, οι μακεδόνες ιστορικοί
εστίασαν στην χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και
των Μακεδόνων της αρχαιότητας, που τονίζει τις πολιτιστικές διαφορές των δυο
αυτών φύλλων. Για την ανάδειξη της ιδιαίτερης και αδιάσπαστης μακεδονικής
ταυτότητας κατά το μεσαίωνα οι μακεδόνες ιστορικοί εφαρμόζουν την ίδια τακτική
ωστόσο αυτή τη φορά η ιστοριογραφία εστιάζει στο να επισημάνει το χάσμα
Μακεδόνων και Βουλγάρων. Το μακεδονικό έθνος όπως είδαμε προήλθε από την
ανάμειξη αρχαίων Μακεδόνων και σλάβων ενώ οι Βούλγαροι από την ανάμειξη
τουρκοτατάρων και σλάβων της Μοισιάς και Θρακών. Ο Σαμουήλ γίνεται η γέφυρα της
μακεδονικής ιστοριογραφίας από την αρχαιότητα στον Μεσαίωνα[6].Η
μακεδονική ταυτότητα όπως προβάλλεται τη περίοδο του βυζαντίου παραμένει
διακριτή. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται πως οι σλάβοι στην ευρύτερη περιοχή της
Θεσσαλονίκης(και ευρύτερης Μακεδονίας) κατείχαν μια πολύ διακριτή θέση τη
Βυζαντινή περίοδο ακόμα πριν το 610 μ.Χ. Οι σλάβοι που κατοικούσαν μαζί με τις
οικογένειές τους ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής της από
τα ονόματά τους. Επίσης όπως παρουσιάζεται οι σλάβοι της Μακεδονίας δεν είχαν
έρθει από τις περιοχές βόρεια του Δούναβη από όπου προήλθαν οι περισσότεροι
σλάβοι τον 7ο αι[7].
Στα σχολικά εγχειρίδια της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, τη περίοδο της Αυτοκρατορίας του Σαμουήλ τον 10ο αι μ.Χ , η Μακεδονία
εξακολουθούσε να αποτελεί ένα ισχυρό κράτος στη Βαλκανική. Ο Σαμουήλ λοιπόν
ήταν ένας Σλάβος Μακεδόνας που κυρίευσε από την Οχρίδα μέχρι τη σημερινή
Μακεδονία. Αργότερα όμως, η ίδια περιοχή κατακτήθηκε από τους Βυζαντινούς και
οι μακεδόνες έγιναν βυζαντινοί υπήκοοι διατηρώντας όμως τη γλώσσα τα ήθη, τα
έθιμα και τη ταυτότητά τους. Η απόδειξη
ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας αποκαλούσαν τον εαυτό τους Μακεδόνα ήδη από τον
10ο αι μ.Χ φαίνεται από το γεγονός πως ο αυτοκράτορας τους αποκαλούσε Μακεδόνες
όταν πια αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό στη περιοχή εθνολογικά[8]. Η
γλώσσα λοιπόν που οι Κύριλλος και Μεθόδιος μετέφρασαν τα πρώτα εκκλησιαστικά
κείμενα ήταν η «παλαιομακεδονική» που ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι Σλάβοι
Μακεδόνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι η μακεδονική γλώσσα διακρίνεται
από τις άλλες σλαβικές και αποκτά μια ιδιαίτερη αίγλη όντας η πρώτη γραπτή
σλαβική γλώσσα που διαδόθηκε σε όλους τους υπόλοιπους σλάβους της Βαλκανικής.
Μετά την κατάλυση του Βασιλείου του Σαμουήλ οι μακεδόνες συσπειρώνονται
γύρω από την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας[9] Στα
τέλη του 14ου αιώνα, η Μακεδονία πέφτει τελικά στα χέρια των Οθωμανών και
αποτέλεσε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [10]
ΤΟ
ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΤΗΝ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ
Τα χρόνια της «Μακεδονικής Εθνικής Αναγέννησης»
Τα χρόνια της «Μακεδονικής Εθνικής Αναγέννησης»
Όπως αναφέρθηκε και πριν, σύμφωνα με την Μακεδονική
ιστοριογραφία, ο μακεδονικός λαός μετά τη κατάλυση του Βασιλείου του Σαμουήλ,
έμεινε συνασπισμένος γύρω από την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Το 893 ο Κλήμης και
ο Ναούμ που ήταν μαθητές του Κύριλλου και του Μεθόδιου, ίδρυσαν τη πρώτη
μακεδονική αρχιεπισκοπή της Οχρίδας. Το 1018 ο Βασίλειος ο Β’ ο Βουλγαροκτόνος
ανακατέλαβε τη περιοχή και από εκεί και έπειτα η Μακεδονία πέρασε στα χέρια
πολλών κατακτητών όπως Λατίνους, Σέρβους του Ντουσάν, για να καταλήξει τελικά
το 1387 στα χέρια των Οθωμανών. Τη περίοδο εκείνη ο Μακεδονικός πολιτισμός όπως
και ο πολιτισμός των περισσοτέρων λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έπεσε σε νάρκη εξ αιτίας της πιεστικής
πολιτικής των Οθωμανών. Κατά το 19ο αι σημειώθηκε σύμφωνα με τους
Μακεδόνες ιστορικούς μια «Μακεδονική Εθνική Αναγέννηση». Δηλαδή η αναβίωση του
μακεδονικού πολιτισμού μέσα σε μια περίοδο αντίπαλων εθνικών εξάρσεων. Σε αυτή
τη περίοδο λοιπόν μια ομάδα σλαβομακεδόνων διανοούμενων άρχισε να σχηματίζει
οργανώσεις που είχαν τη Μακεδονική ταυτότητα και εφημερίδες που διακήρυσσαν τη Μακεδονική γλώσσα και το
μακεδονικό πολιτισμό[11].
Ο Πουλέφσκι αποτελεί μια εξέχουσα μορφή αυτής της λόγιας έκφρασης αυτής της
κίνησης καθώς και οι Κρίστε Μισίρκοφ, ο Πίρλιτσεφ και οι αδερφοί Μιλαντίνοφ. Το
γεγονός ότι οι παραπάνω μίλησαν για την ανεξαρτησία του Μακεδονικού έθνους και
της Μακεδονικής γλώσσας καθώς και το ότι διώχθηκαν από τους Βούλγαρους,
εξυπηρέτησε ιδιαίτερα την μακεδονική ιστοριογραφία προκειμένου να αναδείξει την
ετερότητα των Μακεδόνων και των Βουλγάρων[12]. Η
στρατιωτική έκφραση της Μακεδονικής αναγέννησης έγινε με την ίδρυση της VMRO που στα ελληνικά μεταφράζεται ως
ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Ένας από τους ηγέτες της VMRO
ήταν Ο Γκότσε Ντελτσέφ. Ο Ντελτσέφ εξελίχτηκε σε θρύλο για τη Μακεδονική
ιστοριογραφία και σε μια μορφή εθνικού ήρωα. Η οργάνωση ιδρύεται στη
Θεσσαλονίκη και σε αυτήν συμμετέχουν οι Σαντάνσκι και Γκρούεφ. Σκοπός της VMRO ήταν η εθνική αφύπνιση του
μακεδονικού λαού και η αντίσταση του στην Οθωμανική κυριαρχία και στους
εχθρικούς ανταγωνισμούς των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Αν και η VMRO έχει στήριξη οικονομική και ηθική
από τους Βούλγαρους, αυτό αποτελεί ήσσονος σημασίας για τη
Μακεδονική ιστοριογραφία καθώς
ερμηνεύεται πως αν και αποτελούσε μια οργάνωση μακεδονικού χαρακτήρα, οι
απελευθερωτικοί του στόχοι της εξυπηρετούσαν τις επεκτατικές βλέψεις των
Βουλγάρων. Ακόμα, για τους μακεδόνες η VMRO ήταν μια οργάνωση εσωτερική και αυτόχθονος,
που οι εθνικοί του στόχοι έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το Ανώτατο Μακεδονικό
Κομιτάτο της Σόφιας που ήταν οργάνωση που εξυπηρετούσε καθαρά σκοπούς της
Βουλγαρίας. Οι αντιθέσεις λοιπόν των «Σεντραλιστών» της Θεσσαλονίκης και των
«Βερχοβιστών» της Σόφιας οφείλονταν στην αντιπαράθεση των Γηγενών Μακεδόνων που
αποτελούσαν τη πρώτη, με τους Βούλγαρους σφετεριστές του μακεδονικού εδάφους
που ίδρυσαν τη δεύτερη.[13] .Οι
πρώτες δυναμικές ενέργειες της VMRO
ξεκίνησαν με την ανατίναξη τουρκικών πλοίων στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, της
Οθωμανικής Τράπεζας και τη τοποθέτηση βομβών στο ταχυδρομείο της πόλης, αλλά
και σε γέφυρες και δρόμους στη περιοχή του Πρίλεπ[14]. Με
σύνθημα η Μακεδονία για τους Μακεδόνες η VMRO και ο Γκότσε Ντελτσέφ οδήγησαν
τους Μακεδόνες επαναστάτες χωρικούς στην πόλη Κρούσεβο. Στις 2 Αυγούστου του
1903, ανήμερα του προφήτη Ηλία (Ίλιντεν), ιδρύεται η Δημοκρατία του Κρούσεβου
καλώντας τους Μακεδόνες χριστιανούς και μουσουλμάνους να ενωθούν στον αγώνα για
ανεξάρτητη Μακεδονία. Η επαναστατική
αυτή ενέργεια όμως αποδείχθηκε βραχύβια, καθώς δεκατρείς μέρες μετά την απελευθέρωση
η πόλη ξαναπέφτει στα χέρια των τούρκων[15].
Το Κρούσεβο πνίγεται στο αίμα και η εξέγερση του Ίλιντεν γίνεται σύμβολο αυτοθυσίας
για το Μακεδονικό λαό. Η εξέγερση του Ίλιντεν, υμνείται από την μακεδονική
ιστοριογραφία και αποτέλεσε τη πηγή έμπνευσης των Μακεδόνων του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1941-1944.
ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Η μεγαλύτερη τραγωδία για το Μακεδονικό έθνος έρχεται το 1913 με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων[16]. Δέκα χρόνια μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν, στη Μακεδονία αντί να εκπληρωθεί ο σκοπός και τα όνειρα του Μακεδονικού έθνους για μια ενωμένη ανεξάρτητη χώρα, αυτή διαμελίζεται και καταλαμβάνεται από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μοιράζεται το «ζωντανό σώμα» του Μακεδονικού λαού και καταστρέφεται η γεωγραφική και εθνολογική ενότητα της Μακεδονίας[17]. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος παρουσιάζεται ως η σύμπραξη των τριών μελλοντικών κατακτητών της Μακεδονίας κατά των Οθωμανών που στη πορεία θα οδηγήσει σε μεταξύ τους συγκρούσεις για την ανακατανομή της Μακεδονίας. Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος σύμφωνα με την Μακεδονική ιστοριογραφία πήρε αντιμακεδονικές διαστάσεις καθώς Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι προέβησαν σε πολύ καταπιεστικές ενέργειες προκειμένου να υποτάξουν τη βούληση του μακεδονικού λαού. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου ήταν η ταφόπλακα για την μακεδονική αυτοδιάθεση καθώς τα σύνορα οριστικοποιήθηκαν μεταξύ των τριών κρατών και έπειτα άρχισαν οι πολιτικές αφομοίωσης του Μακεδονικού λαού. Η αφομοίωση αυτή όπως έγινε περιγράφεται καλύτερα με τον όρο αποεθνικοποίηση καθώς άρχισε η διαδικασία εθνοτικής εκδίωξης του μακεδονικού πληθυσμού και ο αποικισμός μη μακεδονικού πληθυσμού, με στόχο την αλλαγή του παραδοσιακού ιστορικού εθνοτικού χαρακτήρα της Μακεδονίας. Το μακεδονικό όνομα και η μακεδονική γλώσσα απαγορεύθηκαν και έτσι πολλοί μακεδόνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην γενέθλια χώρα[18]. Μετά λοιπόν τη συνθήκη του Βουκουρεστίου οι συμπαγείς μακεδονικοί πληθυσμοί χωρίστηκαν και το ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας ονομάζεται «Μακεδονία του Αιγαίου», ενώ το Βουλγαρικό «Μακεδονία του Πίριν». Ο πληθυσμός της Αιγιακής Μακεδονίας αποτελούνταν από το 28% Μακεδόνες, ενώ το 25% ήταν Τούρκοι και μόλις το 21% έλληνες. Έτσι η Ελληνική κυβέρνηση άρχισε αμέσως τη βίαιη εκστρατεία αφομοίωσης του Μακεδονικού πληθυσμού με την απαγόρευση των μακεδονικών ονομάτων και της μακεδονικής γλώσσας. Ακόμη προέβη σε καταστροφές ναών που είχαν μακεδονική αρχιτεκτονική και επιγραφών που ήταν γραμμένες στη μακεδονική γλώσσα. Επίσης συνέβαλε στην εθνοτική μεταβολή του πληθυσμού εγκαθιστώντας εκεί πρόσφυγες από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία και με τη Βουλγαρία. Μέχρι το 1928 ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας του αιγαίου από 21% είχε φτάσει στο 70%[19]. |
Ως μια ακόμη εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια του
Μακεδονικού λαού ερμηνεύονται και τα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Κατά
τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη γερμανική κατοχή της Ελλάδας, οι Μακεδόνες του
Αιγαίου δημιούργησαν ένα νέο εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο που συμμάχησε με τις
Ελληνικές κομμουνιστικές δυνάμεις για να αντιταχθούν στην φασιστική κατοχή της
Μακεδονίας από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους. Με την γερμανική αποχώρηση ο
αγώνας των μακεδόνων ανταρτών συνεχίζεται προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος
της ανεξαρτησίας. Το καλοκαίρι του 1944 το ΚΚΕ αναγνωρίζει την
Μακεδονική εθνικότητα για πρώτη φορά. Κατά το ίδιο διάστημα στη Γιουγκοσλαβία το
Αντιφασιστικό Συμβούλιο εθνικής Απελευθέρωσης, αναγνωρίζει τη Μακεδονία του
Βαρδάρη ως συστατικό στοιχείο του Μακεδονικού έθνους. Η αντίσταση στη βόρεια
Ελλάδα τη περίοδο της κατοχής ουσιαστικά γίνεται από τους γηγενείς Μακεδόνες
που μάχονταν για να ανακτήσουν τα εθνικά τους δικαιώματα στην Μακεδονία. Έτσι
οι αγωνιστές μακεδόνες του Βαρδάρη από την επίσημη μακεδονική ιστοριογραφία
θεωρούνται ότι μάχονται απέναντι στον Βούλγαρο φασίστα στο πλευρό των Μακεδόνων
του Αιγαίου που συνεχίζουν τον αγώνα τους και κατά τη περίοδο του εμφυλίου
πολέμου για την εθνική απελευθέρωση[20].
Η σύγχρονη μεταγιουγκοσλαβική ιστοριογραφία επιδίδει την δημιουργία του κράτους
της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε μια οργανική εξέλιξη των παραδόσεων του
Ίλιντεν. Έτσι τονίζεται ότι το προεδρείο του ASNOM απαρτίζονταν από μη κομουνιστές. Η
καταστρατήγηση των στόχων του ASNOM
και η αποκαθήλωση των ηγετών του αντιστασιακού κινήματος από τη κομουνιστική
ηγεσία του Βελιγραδίου τονίζονται σκοπίμως για να αναδείξουν την αληθινή
διάθεση των Μακεδόνων αγωνιστών και στην ουσία απαλλάσσονται από το πέπλο του
επεκτατισμού των Σέρβων. Για τους Μακεδόνες του εμφυλίου λοιπόν ο αγώνας ήταν
εθνικός και είχε στόχο του την ανεξαρτησία[21]. Ο
ελληνικός εμφύλιος παρουσιάζεται ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων φασιστών και
μακεδόνων αγωνιστών. Επίσης στην μακεδονική ιστοριογραφία τονίζεται πως η
Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο αν έδινε την αναγνώριση στο
Μακεδονικό έθνος. Η συμμετοχή των Μακεδόνων στο Δημοκρατικό στρατό ήταν μαζική
γιατί το ΚΚΕ ήταν ο μόνος φορέας που αναγνώριζε το Μακεδονικό έθνος. Το 1948 όμως
οι Έλληνες αντάρτες αναγκάστηκαν να προωθήσουν 30.000 παιδιά από την Αιγιακή
Μακεδονία προς τις χώρες του κουμουνιστικού μπλοκ με το πρόσχημα της προστασίας
από τα ελληνικά αντίποινα.Έτσι οι οικογένειες των μακεδόνων του αιγαίου οδηγούνται
σε άλλη μια οδυνηρή πτυχή της ιστορίας τους. Αυτοί που φιλοξενήθηκαν στην
Δημοκρατία της Μακεδονίας έγιναν δεκτοί ως γνήσιοι μακεδόνες αγωνιστές και ήταν
αυτοί που στη συνέχεια ανέπτυξαν τις πιο ακραίες θέσεις σχετικά με τη
μακεδονική έκφραση στην Σοσιαλιστική Μακεδονία.[22]. Οι
άνθρωποι αυτοί ήταν ουσιαστικά μια η ζωντανή απόδειξη της τελευταίας Μακεδονικής
απελευθερωτικής τάσης στην Ελλάδα[23].Με
την ίδρυση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας όμως το 1991 και την αλλαγή του
πολιτικού σκηνικού, η νέα ιστοριογραφία στη προσπάθεια της να απεμπλακεί από τη
Κομμουνιστική επιρροή παραμέρισε και αυτή με τη σειρά της τους Αιγιάτες όπως
αποκαλούνταν προσδίδοντας στη δράση τους καθαρά εθνικό και όχι πολιτικό
χαρακτήρα. Το 1954 οι Μακεδόνες του αιγαίου βιώνουν ακόμα ένα πλήγμα καθώς μετά
την επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα υπογράφουν νέο
σύμφωνο φιλίας των δυο χωρών. Έτσι οι Μακεδόνες που αποτελούσαν ανοιχτό ζήτημα
στις σχέσεις των δυο χωρών παραγκωνίζονται. Απαγορεύεται η έκδοση της
εφημερίδας τους «η φωνή των Αιγιατών» και οι αιγιάτες αγωνιστές παραγκωνίζονται
από τους Μακεδονικούς θεσμούς. Απαγορεύεται επίσης από το Ελληνικό κράτος η
επιστροφή των Μακεδόνων στις πατρογονικές τους εστίες και χάνουν δια νόμου το
δικαίωμα στις περιουσίες που άφησαν πίσω τους[24]. Οι ίδιοι έτσι χαρακτηρίζουν
ακόμη τους εαυτούς τους ως πολιτικούς πρόσφυγες, που ακόμα όμως θεωρούνται
«επικίνδυνοι» από το Ελληνικό κράτος, μόνο και μόνο επειδή πολιτογραφήθηκαν
«Μακεδόνες» ή επειδή καταγόμενοι από τα
σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας αρνούνται ακόμα και σήμερα να δηλώσουν Έλληνες.
Μπίνος Α. Γεώργιος
[1]Σπυρίδων Σφέτας, « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις» Ίδρυμα μουσείου Μακεδονικού
αγώνα, εκδόσεις Πατάκη 2008 σελ 296-300
[2] Loring Danforth «Η Μακεδονική διαμάχη, ο
εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» Αλεξάνδρεια 1999 σελ 50-52
[3]“
Macedonia and Greece” by John Shea 1997, Excellent analysis of the Macedonian
Greek conflict.
[4] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
[5] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
[6] Σπυρίδων Σφέτας « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ
300-305
[7] Mitko B. Panov Institute of
National History- Skopje Reconstructing 7th century
Macedonia: some neglected aspects of the miracles of St.
Demetrius
[9] Σπυρίδων Σφέτας « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ
300-305
[10] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
[11] Loring Danforth «Η Μακεδονική διαμάχη, ο
εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» Αλεξάνδρεια 1999 σελ 57- 59
[12] Σπυρίδων Σφέτας « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ
300-305
[13] Σπυρίδων Σφέτας « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ
300-305
[14] Γεώργιος Μίντσης, «Ιστορία του
Μακεδονικού ζητήματος, Γενική ιστορική επισκόπηση» Εκδόσεις Πελεκάνος,
Θεσσαλονίκη, 1991, σελ 53-55.
[15] Loring Danforth «Η Μακεδονική διαμάχη, ο
εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» Αλεξάνδρεια 1999 σελ 57- 59
[16] Γεώργιος Μίντσης, «Ιστορία του Μακεδονικού
ζητήματος, Γενική ιστορική επισκόπηση» Εκδόσεις Πελεκάνος, Θεσσαλονίκη, 1991,
σελ 62-65
[17] Loring Danforth «Η Μακεδονική διαμάχη, ο
εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» Αλεξάνδρεια 1999 σελ 57- 59
[18] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
[19] Loring Danforth «Η Μακεδονική διαμάχη, ο
εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» Αλεξάνδρεια 1999 σελ 60-65
[20] Αικατερίνη Σ. Μάρκου
«Ανασυνθέσεις και νέες δυναμικές στις Βαλκανικές κοινωνίες μετά το 1990»
Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Αθήνα, 2011 σελ 244-248
[21] Σπυρίδων Σφέτας « Μακεδονικές
ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ
300- 314
[22] Αικατερίνη Σ. Μάρκου
«Ανασυνθέσεις και νέες δυναμικές στις Βαλκανικές κοινωνίες μετά το 1990»
Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Αθήνα, 2011 σελ 244-248
[22] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
[23]Αικατερίνη Σ. Μάρκου
«Ανασυνθέσεις και νέες δυναμικές στις Βαλκανικές κοινωνίες μετά το 1990» Εκδόσεις
ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Αθήνα, 2011 σελ 244-248
[24] Σταυρούλα Μαυρογέννη,
«Μακεδονισμός, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
1944-2006, Αθήνα, E.M.Σ. – EΦEΣOΣ, 2007
Χα χα χα χα χα χα
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν πρωτοείδα το άρθρο νόμιζα ότι είναι από τα κλασικά άρθρα - τρολ που δημιουργούνται για να σατυρίσουν την αρχαιοπληξία και την ανιστορικότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως προς μεγάλη μου έκπληξη ο συγγραφέας δείχνει να σοβαρολογεί! Ζούμε όντως τα ύστερα του κόσμου. Πραγματικά έχει χαθεί η μπάλα