Στη βυζαντινή ιστορία η οργάνωση των θεμάτων συνδέεται, συνήθως, με την εποχή της Δυναστείας του Ηρακλείου. Με τη φράση «οργάνωση των θεμάτων» εννοούμε την ιδιόρρυθμη οργάνωση των επαρχιών, την οποία υπαγόρευαν οι συνθήκες της εποχής εκείνης και της οποίας κύριο χαρακτηριστικό ήταν η ενίσχυση της στρατιωτικής εξουσίας των διοικητών των επαρχιών και της τελικής επικρατήσεώς τους εις βάρος των πολιτικών αρχών. Η μεταβολή αυτή δεν συντελέστηκε απότομα και ξαφνικά, άλλα σταδιακά. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η ελληνική λέξη «θέμα» σήμαινε ένα στρατιωτικό σώμα εγκατεστημένο σε μια επαρχία και μόνον αργότερα, πιθανόν τον 8ο αιώνα, ονομάσθηκε με το όνομα αυτό και η επαρχία όπου βρισκόταν το στρατιωτικό σώμα. Έτσι άρχισε η λέξη «θέμα» να έχει σχέση με τη διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας.
Κύρια πηγή πληροφοριών για το ζήτημα των θεμάτων είναι το Περί Θεμάτων έργο τού Αυτοκράτορα τού 10ου αιώνα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Το έργο αυτό, εκτός τού ότι είναι πολύ μεταγενέστερο του Ηρακλείου, έχει το μειονέκτημα ότι στηρίζεται, σε μερικά σημεία, σε γεωγραφικά έργα τού 5ου και τού 6ου αιώνα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πολύ επιπόλαια ή αντιγράφησαν κατά λέξη. Αν και το έργο αυτό δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την κατά τον 7ο αιώνα οργάνωση των θεμάτων, εν τούτοις συνδέει την αρχή τού συστήματος με το όνομα τού Ηρακλείου. Ο Αυτοκράτορας γράφει: «Από την εποχή της βασιλείας τού Ηρακλείου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιορίσθηκε σε έκταση και ακρωτηριάσθηκε τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση». Πολύ ενδιαφέρον, αν και όχι πλήρως ερμηνευμένο υλικό, σχετικό με τα θέματα, βρίσκεται στα έργα των Αράβων γεωγράφων Ιμίτν-Χουρνταντμπά (IbnΚhurdadhbah ή Κhordadhbeh), των αρχών τού 9ου αιώνα, και Κουνταμά (Kudama), των αρχών τού 10ου αιώνα. Για τη μελέτη της πρώτης περιόδου του συστήματος των θεμάτων οι ιστορικοί κάνουν χρήση σχετικών παρατηρήσεων των χρονογράφων και κυρίως στο λατινικό μήνυμα του Ιουστινιανού Β’ προς τον Πάπα – το 687 μ.Χ – σχετικά με την επικύρωση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Η επιστολή αυτή περιέχει έναν πίνακα των στρατιωτικών περιοχών της εποχής εκείνης, οι οποίες δεν αναφέρονται ακόμη ως θέματα, αλλά με το λατινικό όνομα exercitus (στρατός). Στις ιστορικές πηγές της περιόδου αυτής η λατινική λέξη «exercitus» και η ελληνική «στρατός» ή, μερικές φορές, «στράτευμα», συχνά εχρησιμοποιούντο με την έννοια μιας περιοχής ή επαρχίας με στρατιωτική οργάνωση.
Πραγματικοί πρόδρομοι της οργανώσεως των θεμάτων υπήρξαν τα εξαρχάτα της Ραβέννας και της Καρχηδόνος, τα οποία ιδρύθηκαν στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων προκάλεσαν τη ριζική μεταβολή της οργανώσεως της Ιταλίας, όπως συνέβη με τις επιθέσεις των Βερβέρων στη Β. Αφρική. Η Κεντρική Διοίκηση, θέλοντας να δημιουργήσει μια πιο αποτελεσματική άμυνα εναντίον των εχθρών της, επιχείρησε να οργανώσει μεγάλα εδαφικά συγκροτήματα με ισχυρές στρατιωτικές αρχές στις συνοριακές της επαρχίες. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατακτήσεις τού 7ου αιώνα, οι οποίες στέρησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τις ανατολικές της επαρχίες, άλλαξαν τελείως τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μικρά Ασία. Από μία χώρα, η οποία ουσιαστικώς ποτέ δεν είχε ανάγκη από σοβαρή προστασία, μεταβλήθηκε σε μια περιοχή η οποία απειλείτο συνεχώς και σοβαρά από τους Μουσουλμάνους γείτονές της. Η κυβέρνηση τού Βυζαντίου αναγκάσθηκε να πάρει αποφασιστικά μέτρα στα ανατολικά της σύνορα. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και έγιναν νέες διοικητικές μεταβολές που έδιναν την εξουσία κυρίως στις στρατιωτικές αρχές, των οποίων οι υπηρεσίες την εποχή εκείνη ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Εξίσου μεγάλη υπήρξε η απειλή από τον αραβικό στόλο, ο οποίος κυριαρχούσε σχεδόν στη Μεσόγειο, από τον 7ο αιώνα, απειλώντας τις ακτές της Μικράς Ασίας, τα νησιά τού Αρχιπελάγους και, ακόμη, τις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας. Στα βορειοδυτικά της Αυτοκρατορίας οι Σλάβοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου και εισχώρησαν μέσα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου, ενώ στα βόρεια σύνορα παρουσιάσθηκε το Βασίλειο των Βουλγάρων (κατά το δεύτερο ήμισυ τού 7ου αιώνα). Αυτές οι μεταβαλλόμενες συνθήκες ανάγκασαν την Αυτοκρατορία να καταφύγει στην οργάνωση – στις πιο επισφαλείς επαρχίες – εκτεταμένων περιοχών, οι οποίες εδιοικούντο, σχεδόν όπως τα εξαρχάτα, με βάση μια ισχυρή στρατιωτική εξουσία. Η Αυτοκρατορία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, απέκτησε ένα καθεστώς στρατοκρατίας.
Το γεγονός ότι τα θέματα δεν είναι καρπός μιας νομοθετικής πράξεως σημαίνει ότι κάθε θέμα είχε την ιστορία του· μερικές φορές μάλιστα τη μεγάλη ιστορία του. Το πρόβλημα της προελεύσεως των θεμάτων μπορεί να λυθεί μόνο με ειδική έρευνα για κάθε θέμα χωριστά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι πολύ ενδιαφέροντα τα έργα τού Κουλακόφσκι. Τα στρατιωτικά μέτρα τού Ηρακλείου, μετά τη νίκη του εναντίον των Περσών, είναι, κατά τον συγγραφέα αυτόν, το σημείο εκκινήσεως για τη νέα διοικητική οργάνωση. Ο Μπρεγέ υποστηρίζει τον Κουλακόφσκι στο σημείο αυτό. Η Αρμενία αποτελεί παράδειγμα της εν όψει τού κινδύνου των Περσών στρατικοποιήσεως της Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι, όταν ο Ηράκλειος αναδιοργάνωσε την Αρμενία, δεν διόρισε πολιτικό διοικητή. Η διοίκηση ήταν καθαρά στρατιωτική. Το σύστημα των θεμάτων είναι απλώς μια εφαρμογή σε άλλες επαρχίες τού καθεστώτος που επιβλήθηκε στην Αρμενία.
Ο Θ. Ουσπένσκι έστρεψε την προσοχή του στους Σλάβους. Όταν κατέκλυσαν τη Βαλκανική Χερσόνησο, την εποχή τού σχηματισμού των θεμάτων, λέει, οι Σλάβοι «βοήθησαν στον σχηματισμό των θεμάτων στη Μικρά Ασία προμηθεύοντας σημαντικό αριθμό εθελοντών για την αποίκιση της Βιθυνίας». Η άποψη αυτή όμως πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη με προσοχή δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ομαδικής μεταναστεύσεως Σλάβων στη Μικρά Ασία, προ της μεταφοράς 80.000 Σλάβων στο Οψίκιον, επί Ιουστινιανού Β’, κατά τα τέλη τού 7ου αιώνα.
Είναι οριστικά γνωστό ότι για την αντιμετώπιση τού κινδύνου ιδρύθηκαν στην Ανατολή, τον 7ο αιώνα, οι εξής στρατιωτικές περιοχές που αργότερα ονομάσθηκαν θέματα: 1) των Αρμενιακών, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία, στα σύνορα της Αρμενίας, 2) των Ανατολικών, 3) το Οψίκιον, στη Μικρά Ασία, κοντά στη θάλασσα τού Μαρμαρά και 4) το ναυτικό θέμα των Καραβησιάνων (μετέπειτα ονομαζόμενο, ίσως κατά τον 8ο αιώνα, των Κιβυραιωτών) στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και στα γειτονικά νησιά. Τα δύο πρώτα θέματα, που κάλυπταν όλο το κεντρικό τμήμα της Μικράς Ασίας, από τα σύνορα της Κιλικίας, στην Ανατολή, μέχρι τις ακτές τού Αιγαίου Πελάγους, στη Δύση, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για την εναντίον των Αράβων προστασία. Το τρίτο είχε σκοπό να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους εξωτερικούς εχθρούς. Το τέταρτο -το ναυτικό θέμα- προοριζόταν για την άμυνα εναντίον τού στόλου των Αράβων.
Μια εξαιρετική αναλογία υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν την οργάνωση των θεμάτων και τη στρατιωτικοποίηση της Περσικής Αυτοκρατορίας την εποχή των Σασσανιδών, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καβάντ και τού Χοσρόη, τον 6ο αιώνα. Στην Περσία, επίσης, η όλη περιοχή της Αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις στρατιωτικές διοικήσεις. Η αναλογία είναι τόσο πλήρης ώστε ο Στάιν την εξηγεί με βάση τη σκέψη ότι ο Αυτοκράτορας σκόπευε να υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση αυτή των Περσών. Οι διάφορες πηγές -λέει- μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι ο Ηράκλειος μελέτησε τις μεταρρυθμίσεις των δύο Βασιλέων της Περσίας και ότι ακόμη είναι πιθανόν να είχε υπ’ όψιν του σχετικό υλικό από τα αρχεία των Περσών. «Η επιθυμία να διδαχθεί κανείς από τον εχθρό του υπήρξε πάντοτε η επιθυμία κάθε γνήσιου πολιτικού».
Στη Βαλκανική Χερσόνησο συστάθηκε το Θρακώον θέμα εναντίον των Σλάβων και των Βουλγάρων και αργότερα, ίσως στα τέλη τού Ίου αιώνα, ιδρύθηκε το θέμα Ελλάδος με σκοπό να προστατεύσει την Ελλάδα από τις σλαβικές εισβολές. Την ίδια σχεδόν εποχή, οργανώθηκε το θέμα της Σικελίας εναντίον των ναυτικών επιδρομών των Αράβων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να απειλούν το δυτικό τμήμα της Μεσογείου. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις οι περιοχές αυτές (τα θέματα δηλαδή) εδιοικούντο από τους στρατηγούς. Ο διοικητής των Κιβυραιωτών έφερε τον τίτλο δρουγγάριος (υποναύαρχος) και ο διοικητής τού Οψικίου ονομαζόταν κόμης.
Η οργάνωση λοιπόν των θεμάτων μπορεί να αναχθεί στον Ηράκλειο, ο οποίος θέλησε, υπό την πίεση τού κινδύνου των Περσών, να οργανώσει στρατιωτικά την Αυτοκρατορία. Πέτυχε όμως, από όσα γνωρίζουμε, μόνον στην αναδιοργάνωση της Αρμενίας. Η λαμπρή νίκη εναντίον των Περσών, που είχε ως αποτέλεσμα την επανάκτηση της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη για την αναδιοργάνωση αυτών των επαρχιών. Ο Ηράκλειος όμως δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη γιατί γρήγορα οι επαρχίες αυτές κατακτήθηκαν, από τους Άραβες. Ο φόβος των Περσών απομακρύνθηκε αλλά παρουσιάσθηκε νέος κίνδυνος, πιο απειλητικός: ο αραβικός κίνδυνος. Οι διάδοχοι τού Ηρακλείου, ακολουθώντας το παράδειγμά του, δημιούργησαν στρατιωτικές περιοχές (που αργότερα ονομάσθηκαν θέματα), με σκοπό την άμυνα εναντίον των Αράβων. Συγχρόνως οι Αυτοκράτορες αναγκάσθηκαν υπό την πίεση της αναπτυσσόμενης σλαβικής και βουλγαρικής απειλής, στα βόρεια της Αυτοκρατορίας, να επεκτείνουν τις μεθόδους αυτές αμύνης και προστασίας στη Βαλκανική Χερσόνησο και την Ελλάδα.
Στις στρατιωτικές περιοχές και στα εξαρχάτα, οι πολιτικές αρχές δεν παραχώρησαν αμέσως τα δικαιώματά τους στους στρατιωτικούς διοικητές. Η πολιτική διοίκηση – οι πολιτικές επαρχίες – συνέχισε να υφίσταται μέσα σαι πλαίσια της νέας τάξεως πραγμάτων, στις περισσότερες περιοχές. ΟΙ στρατιωτικές αρχές, όμως, είχαν πλήρη εξουσία για την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων και η δύναμή τους γινόταν όλο και πιο αισθητή στην πολιτική διοίκηση. «Ο σπόρος του Ηρακλείου – όπως παρατηρεί ο Στάιν- καρποφόρησε θαυμάσια».
Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Source:Feltors Blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου