Το ελληνικό έθνος παρουσιάζεται στα σχολικά βιβλία με χαρακτηριστικά αιώνια, αναλλοίωτα και μή υποκείμενα σε ιστορικούς καθορισμούς. Η παρουσίαση αυτή από μόνη της προσδιορίζει την αξιολόγηση των εθνών, πέρα από τις προθέσεις των υπευθύνων. Η σημαντική αλλαγή στα σχολικά βιβλία σε σχέση με παλιότερα, δηλαδή η ορατή προσπάθεια προσαρμογής των περιεχομένων στις ευρωπαϊκές αξίες της ειρηνικής συνύπαρξης, συνεργασίας και ανοχής στις διαφορές, η αναγνώσιμη πρόθεση να μην καλλιεργούν τα βιβλία αρνητικά αισθήματα προς άλλους λαούς και αντίθετα να αμβλύνουν τις αρνητικές αξιολογήσεις, που έχει κληρονομήσει το παρελθόν των πολέμων, αναιρείται από την παρουσίαση του ελληνικού έθνους. Συστηματικά σε όλα τα σχολικά βιβλία, παρουσιάζεται η εθνική ομάδα σαν ανθρωπομορφικό υποκείμενο και της αποδίδονται χαρακτηριστικά σχεδόν εγγενή.
H κοινωνική ευθύνη
Εάν όμως οι εθνικές ιδιότητες των ελλήνων είναι δεδομένες και αναλλοίωτες, αυτό έμμεσα εμφανίζεται σαν χαρακτηριστικό των εθνών. Η ανιστορική παρουσίαση, που ανάγει το έθνος σε εποχές πριν από την ύπαρξη των εθνών στον κόσμο αφηγείται την αέναη μέσα στους αιώνες πάλη για την επιβίωση της εθνικής ομάδας και τη «διατήρηση» των ιδιαιτεροτήτων της. Τα ερμηνευτικά εργαλεία της ιστορίας, που συνθέτουν σε όλα τα μαθήματα το μύθο της ελληνικότητας περιορίζονται έτσι στις ηθικές κατηγορίες του καλού και του κακού, με αποτέλεσμα η αντίθεση που κατασκευάζεται να είναι μονοσήμαντα ανάμεσα σε ανθρωπομορφικές εθνικές οντότητες «καλές» και «κακές». Καθώς επιπλέον τα σχολικά βιβλία χαρακτηρίζει έντονος εθνοκεντρισμός, η εικόνα των άλλων λαών (με εξαίρεση τα βιβλία γεωγραφίας) σχεδόν περιορίζεται στις σχέσεις που είχαν με τον ελληνικό λαό και την ιστορία του, και συνεπώς περίπου συνοψίζεται στα δεινά που επέβαλαν στους έλληνες.
Εξαίρεση αποτελούν οι μεγάλες δυτικές ευρωπαϊκές χώρες και σημερινές ηγέτιδες της Ένωσης στα βιβλία ιστορίας. Η περιγραφή τους είναι αντιφατική καθώς εναλλάσσεται η θετική με την αρνητική αξιολόγηση, ανάλογα με την πολιτική αυτών των χωρών, που ήταν στην ιστορία των τελευταίων αιώνων άλλοτε ευνοϊκή και άλλοτε αντίθετη ή εχθρική απέναντι στα ελληνικά εθνικά οράματα ανεξαρτησίας και τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους. Περιγράφονται ανάλογα με την ιστορική συγκυρία άλλοτε θετικά ως φορείς πολιτισμού ή ως σύμμαχοι και άλλοτε αρνητικά ως δυνάμεις, που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα τους. Η έννοια των συμφερόντων είναι κεντρική στην αξιολόγηση των δυτικών ευρωπαϊκών εθνών-κρατών, που με δυο λόγια εμφανίζονται να έχουν αρετές (ανεπτυγμένη οικονομία και «ανώτερο πολιτισμό») αλλά και το ελάττωμα της συμφεροντολογικής συμπεριφοράς.
Ο όρος «συμφέροντα» έχει σαφώς ηθικά υποτιμητική σημασία, γιατί δεν χρησιμοποιείται ποτέ για το ελληνικό έθνος και κράτος, καθώς το διπλό σύστημα αξιών των βιβλίων αποδίδει συστηματικά στον «ελληνισμό» δίκαια. Η μονομερής αναφορά στα «συμφέροντα» των άλλων παράγει μια έμμεση θεμελιώδη αξιολόγηση, που μπορεί να επιβιώσει όλων των αλλαγών στα σχολικά βιβλία. Μπορεί να επιτρέψει να φύγουν ακόμα και οι λίγες αρνητικές αξιολογήσεις (που έχουν απομείνει στα εγχειρίδια μετά τις πρόσφατες αλλαγές) και το αρνητικό στερεότυπο των επίφοβων «άλλων» να παραμένει άθικτο.
Μια ενδιαφέρουσα απόχρωση στα σχολικά βιβλία σχετικά με τις ηγέτιδες της Ένωσης ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι ο συνδυασμός δύο επαναλαμβανόμενων μηνυμάτων παράγει ένα έμμεσο ηθικό μήνυμα άνισης ανταλλαγής. Το ένα από τα μηνύματα αυτά είναι η καθοριστική επίδραση, που άσκησε στην εξέλιξη του πολιτισμού των «μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων» η ελληνική αρχαιότητα και το άλλο η αρκετά συχνή μνεία στην τάση να υπερασπίζονται αυτές οι χώρες τα συμφέροντα τους βλάπτοντας τους έλληνες. Καθώς τα δύο μηνύματα εναλλάσσονται και επαναλαμβάνονται, διαμορφώνουν τη λανθάνουσα αναφορά σε μια οφειλή, έτσι ώστε μια άρρητη ηθική αξιολόγηση εμφανίζει τους «Ευρωπαίους» σαν εκείνους που στη σχέση τους με το ελληνικό έθνος πήραν περισσότερα απ' όσα έδωσαν. Το μήνυμα της οφειλής θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό σαν κριτική στάση απέναντι στην Ευρώπη των ισχυρών. Ωστόσο, παρά τα φαινόμενα, λειτουργεί ως υποκατάστατο της πολιτικής κριτικής, τόσο ιστορικά για τον επεκτατισμό, τη βία και την αποικιοκρατία της Ευρώπης του παρελθόντος όσο και για το σημερινό ενδεχόμενο να μετατραπεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε ολιγαρχία των ισχυρότερων ηγετικών χωρών, γιατί η πολιτική κριτική για να συσταθεί χρειάζεται ακριβώς κοινωνική και πολιτική οξυδέρκεια και όχι εθνική μονομέρεια, που αντιπαραθέτει δύο ομοιογενή σύνολα, «εμάς» και τους «ευρωπαίους».
Καθώς η έμφαση στην αδιάσπαστη από την αρχαιότητα συνέχεια παρουσιάζει το ελληνικό έθνος σαν οντότητα περίπου αιώνια, η «ιστορία» του είναι αφήγηση ενός μακρύτατου και με πολλά εμπόδια αγώνα για την εθνική αυθυπαρξία. Στα βιβλία ιστορίας και γλώσσας η αφήγηση συνοψίζεται στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, παρά την επίθεση των αρχαίων Περσών, παρά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, παρά τις επιθέσεις Σαρακηνών, παρά τη φραγκική κατάκτηση, παρά την απειλή φυσικής εξόντωσης και βίαιης αφομοίωσης για τετρακόσια χρόνια, παρά την επίθεση των γειτόνων στο ελληνικό κράτος λαών στις αρχές του αιώνα, παρά τη ναζιστική κατοχή. Παρουσιάζεται, με άλλα λόγια, σαν έθνος πάντοτε ηρωικό και αμυντικό, που δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν, ενώ έχει βλαφτεί και αδικηθεί από τους άλλους. Η αφήγηση τελικά κατασκευάζει την εικόνα ενός έθνους θυμάτων.
Η εικόνα του έθνους θύματος είναι στα συμφραζόμενα καταδικαστική των επεκτατικών τάσεων και ηθικά απορριπτική της βίας και των πολέμων, αλλά μόνον όταν προέρχονται από άλλους. Επιπλέον στηρίζεται στην ηθική διάσταση, με αποτέλεσμα να παραμερίζει και να υποβιβάζει τα κοινωνικά αίτια του επεκτατισμού και της πολεμικής βίας. Οι στατικές ιδιότητες που αποδίδονται στα έθνη υποβοηθούν την ηθική καταγγελία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οι αυτοκρατορίες και οι επεκτατικές πολιτικές, οι φασισμοί και οι πόλεμοι σαν φυσικά καταστροφικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί ή οι εκρήξεις ηφαιστείων, που οφείλονται στα εγγενή ελαττώματα των εθνών, και όχι ως κοινωνικά προϊόντα, που σχετίζονται με τα οικονομικά συμφέροντα επιμέρους ομάδων στα έθνη-κράτη, με τα πολιτικά καθεστώτα, με τις κυβερνήσεις, με τις διεθνείς ισορροπίες.
Η ανιστορική και ηθική αξιολόγηση των εθνών παρεμβαίνει παρακωλύοντας την κατανόηση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε έθνη-κράτη, άρα τη συνειδητοποίηση της ανάγκης να καλλιεργούνται συμμαχίες. Όσο πιο κυρίαρχη είναι η αντίληψη των εθνών σαν ανθρωπομορφικές οντότητες με ελαττώματα και προτερήματα, θύτες και θύματα, τόσο μεγαλύτερη είναι η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα σε συμφέροντα εθνικά και συμφέροντα που επικαλούνται ως εθνικά πολιτικές εξουσίες με ποικίλους στόχους και τόσο δυσκολότερος ο εντοπισμός συμμάχων εθνών-κρατών. Τέλος, είναι σχεδόν αδύνατη η ικανότητα σύλληψης της ιδέας, ότι ενδέχεται να υπάρχουν σύμμαχοι στο εσωτερικό των «κακών» εθνών για ζητήματα συμφερόντων κοινών σε κοινωνικές ομάδες πέρα από τις πολιτικές των κυβερνήσεων.
Η εθνική διαπαιδαγώγηση, η οποία οδηγεί στην εσωτερίκευση της ταυτότητας του έθνους θύματος, έχει τη θεμελιώδη πολιτική επίπτωση, ότι αποτελεί εμπόδιο στην πλήρη ιδιότητα του πολίτη, καθώς καλλιεργεί την αναπαράσταση ενός λαού ανεύθυνου για τη «μοίρα» του. Η αναγνώριση της ανυπαρξίας ευθύνης ναρκοθετεί τις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτών, με τη σημασία της συμμετοχής και ευθύνης που αποδίδεται στην έννοια του πολίτη από τη φιλελεύθερη θεωρία του κοινοβουλευτισμού. Αλλοιώνει πριν απ΄ όλα την αυτογνωσία της εθνικής ομάδας, γιατί παρακωλύει την κριτική ικανότητα απέναντι σε επιλογές των πολιτικών της εκπροσώπων και την ανάληψη ευθύνης για τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Η έκβαση των ιστορικών γεγονότων δεν εξαρτάται, στα περιεχόμενα των σχολικών βιβλίων, παρά μόνο από τις εγγενείς ιδιότητες των εθνών, από την τύχη ή από τη δράση των εθνικών άλλων. Η ευθύνη των ηγεσιών της εθνικής ομάδας για πολιτικές ή άλλες επιλογές ή η συλλογική ευθύνη δεν εμφανίζονται σχεδόν ποτέ να παίζουν κάποιο ρόλο στην έκβαση των ιστορικών γεγονότων, ιδίως των αρνητικών. Η τάση απόκρυψης της οποιασδήποτε ευθύνης των εκπροσώπων της εκάστοτε εξουσίας για τα αρνητικά συμβάντα και τις πολεμικές ήττες ενισχύει την παρουσίαση της εθνικής ομάδας σαν να ήταν ανεύθυνη για τα κοινωνικά γενόμενα που την αφορούν.
Η άρνηση και μετάθεση της ευθύνης οδηγεί στη μεταμφίεση όλων των ιστορικών διαφορών, που έχουν βαθιά διαιρέσει την εθνική ομάδα σε λυπηρά αποτελέσματα του εγγενούς στο έθνος ελαττώματος της «διχόνοιας». Η τάση αποσιώπησης των αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων, η τάση ν΄ αποκρύπτεται η ύπαρξη κοινωνικών ομάδων με διαφορετικές πολιτικές επιλογές και άρα η πληροφορία, ότι η επικράτηση μιας από αυτές γίνεται μετά από διαδικασίες σύγκρουσης οδηγεί έμμεσα στην ηθική καταδίκη της πολιτικής πάλης. Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της εθνικής ομάδας αξιολογούνται με έντονη φόρτιση σαν ηθικά ανεπίτρεπτες αδελφοκτονίες.
Το αναιτιολόγητο των συγκρούσεων π.χ. στα βιβλία ιστορίας είναι ισχυρό μήνυμα, παρά τις δειλές επεξηγηματικές απόπειρες, που αναφέρονται ακροθιγώς και με ασάφειες σε αίτια του εκάστοτε «διχασμού», γιατί η ηθική καταδίκη του «διχασμού», της «διχόνοιας» αλλά μερικές φορές και της τάσης για «πολυαρχία» καθώς και των «διαιρέσεων» ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα είναι πολύ έντονη και η έξαρση της ομόνοιας και της «ομοψυχίας» συχνή.
Η αποσιώπηση των αιτίων, που οδήγησαν σε κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις μαζί με την ηθική τους καταδίκη δεν οδηγεί στην υποβολή της ιδέας, ότι τα αντίθετα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα είναι καλύτερο να παίρνουν μορφές αντιπαράθεσης ειρηνικές και όχι βίαιες. Τα βιβλία είναι καταδικαστικά των διενέξεων μεταξύ ομοεθνών και όχι των ένοπλων συγκρούσεων και της επιβολής πολιτικών επιλογών με τη βία, αλλιώς θα έπρεπε να περιέχουν απόπειρες ερμηνείας των αποφευκτέων συγκρούσεων και προβολή εναλλακτικών μορφών πολιτικής πάλης, που ιστορικά δεν επιλέγησαν. Αντίθετα με την ερμηνεία των συγκρούσεων του παρελθόντος, που θα ήταν έμμεση υπεράσπιση των κοινοβουλευτικών μορφών πολιτικής πάλης, οι αντιπαραθέσεις ανάγονται στο εθνικό ψεγάδι της «διχόνοιας», μαύρη κηλίδα στη λευκή εικόνα των εθνικών αρετών.
Οι απώλειες και οι ήττες σπάνια αποδίδονται στην απουσία της αρετής της «ομοψυχίας» και πολύ συχνότερα στην υπεροχή των εκάστοτε εχθρών ή/και την αγριότητα τους, σε τυχαίες συγκυρίες και στην αδιαφορία των συμμάχων. Δεν εμφανίζεται ποτέ η ευθύνη των εξουσιών, που εκπροσωπούν την εθνική ομάδα για τη μή πρόβλεψη της πολεμικής υπεροχής των «άλλων», είτε για την ανεπαρκή προετοιμασία του ελληνικού στρατού προτού εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες, είτε για την επιδίωξη στόχων, που δεν ήταν εφικτοί ή την ελλιπή προσπάθεια δημιουργίας συμμαχιών. Στα βιβλία ιστορίας, στη θέση της ανεπαρκούς προετοιμασίας π.χ. για τον πόλεμο του 1897 η αιτιολόγηση μονομερώς προβάλλει την υπεροχή και επιθετικότητα των οθωμανικών στρατευμάτων και για την ήττα στη Μικρασία μονομερώς αποδίδει την καταστροφή στην αγριότητα των Τούρκων και την αδιαφορία των συμμάχων, που φρόντιζαν μόνον τα δικά τους συμφέροντα. Σαν να μην είναι δεδομένα τα συμφέροντα των «άλλων» και κυρίως σαν να μην έχει η ηγεσία της εθνικής ομάδας καμιά απολύτως ευθύνη, που δεν έλαβε υπ΄ όψη της αυτά τα συμφέροντα, που δεν περιόρισε την παρουσία του ελληνικού στρατού στις περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς, που δεν επεδίωξε συμμαχίες κ.τ.λ.. Το έθνος-κράτος εμφανίζεται τραγικό θύμα, απολύτως ανεύθυνο για τη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας του.
Η μοιρολατρία, στην οποία οδηγεί αυτή η ιδεολογική κατασκευή πιθανότατα νομιμοποιείται στα μάτια των υπευθύνων για τα σχολικά βιβλία σαν αναγκαίο αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί ο αυτονόητα νόμιμος στόχος του εκπαιδευτικού θεσμού να καλλιεργεί τη φιλοπατρία των νέων γενεών. Ωστόσο, η φιλοπατρία που στηρίζεται στην ταύτιση της εθνικής ομάδας με το θύμα της μοίρας ή των άλλων ελάχιστα μπορεί να συμβάλει στην υπεράσπιση των συμφερόντων της κοινωνίας-πατρίδας τους. Η ταύτιση αυτή εμποδίζει την κατανόηση των κοινωνικών αιτίων, που βρίσκονται πίσω από τις κρατικές πολιτικές καθώς και των συχνά εσωτερικών αιτίων, που προκαλούν την τάση εκπροσώπων της πολιτικής ηγεσίας να καταφεύγουν στην εθνικιστική μεγαληγορία. Έτσι καλλιεργείται συναίνεση απέναντι σε τάσεις προς εθνική δημαγωγία, που παρεμποδίζει την κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών αιτίων, στα οποία οφείλεται η δημιουργία εθνικιστικών κομμάτων.
Η μοιρολατρία μαζί με την κοινωνική ανισότητα είναι στις σύγχρονες βιομηχανικές μεγαλουπόλεις ανάμεσα στα σημαντικότερα αίτια της βίας, τόσο με την έννοια της εγκληματικότητας όσο και με την έννοια της τρομοκρατίας. Η φιλοπατρία, που καλλιεργούν τα σχολικά βιβλία με την απουσία ευθύνης του έθνους θύματος εντείνει την τάση να νιώθουν οι πολίτες έρμαια της μοίρας, πράγμα που ενισχύει σε όλα τα πεδία κοινωνικής δράσης την έννοια του ατομικού ενάντια στο κοινό συμφέρον. Αναστέλλει τις τάσεις παρέμβασης στα κοινά και συμμετοχής των κοινωνικών ομάδων στη διαμόρφωση των συνθηκών συλλογικής ζωής. Μειώνει την κατανόηση των κοινωνικών αιτίων, που παράγουν φαινόμενα βίας, άρα εμποδίζει την ανάληψη ευθύνης και λιγοστεύει τις πιθανότητες να τείνουν οι νέες γενιές προς την κοινωνική δράση με στόχο την αλλαγή της κοινωνίας. Ακόμα, είναι ένα από τα αίτια της καλλιέργειας συναίνεσης προς τις αυταρχικές πολιτικές εκδοχές και τη βία. Ανάλογα με τις συγκυρίες μπορεί να συγκαλύπτει νομιμοποιώντας τες αδικίες του έθνους θύματος απέναντι σε «άλλους». Τέλος, ευνοεί τη συναίνεση απέναντι στις τάσεις επιβολής των «σωστών» πολιτικών αντιλήψεων με τη βία και καλλιεργεί στις κοινωνικές ομάδες είτε την αποδοχή ενδεχόμενων τάσεων προς την παραβίαση των κανόνων του κοινοβουλευτισμού από αυτόκλητους σωτήρες του έθνους, είτε την αναγνώριση του δικαιώματος που αποδίδουν στον εαυτό τους ολιγομελείς ομάδες αυτόκλητων υπερασπιστών του λαού να επιβάλουν με τη βία στο λαό το συμφέρον «του» εκείνο, που ο ίδιος ο λαός, δεν καταλαβαίνει.
Ίσως το σημαντικότερο είναι, ότι η συλλογική ταυτότητα του θύματος στο όνομα της φιλοπατρίας και η ανευθυνότητα του «ανάδελφου» έθνους καλλιεργούν μια εθνική ταυτότητα ανασφαλή, εύθραυστη, αντιφατική και αμφίθυμη.
H εύθραυστη ταυτότητα
Ο μύθος της διατήρησης των «εθνικών» χαρακτηριστικών από την αρχαιότητα, στόχος όλων των σχολικών βιβλίων που περιέχεται και στα αναλυτικά προγράμματα, νομιμοποιείται στα μάτια των εκπαιδευτικών υπευθύνων, γιατί εμφανίζεται να ευνοεί τη διάρκεια και εξέλιξη του έθνους. Υποτίθεται, ότι καλλιεργεί στις νέες γενιές την αγάπη στην πατρίδα. Οι μεγάλες αντιφάσεις ωστόσο που παράγει η ανιστορική «διατήρηση» των ίδιων αναλλοίωτων στους αιώνες ιδιοτήτων οδηγούν σε υποτίμηση της εθνικής κουλτούρας και ταυτότητας και μετατρέπουν την απλή αναγνώριση της πραγματικότητας σε απειλή εξαφάνισης του έθνους.
Εάν το ελληνικό έθνος έχει ιδιότητες ίδιες και αναλλοίωτες από την αρχαιότητα έως σήμερα και εάν αυτή η αρετή της «διατήρησης» τους και της «αντοχής» απέναντι στις επιδράσεις είναι συστατική της ύπαρξής του, τότε αναπόφευκτα προκύπτει το συμπέρασμα ότι κινδυνεύει το έθνος να πάψει να υπάρχει, εφ΄ όσον είναι παντού αισθητές στη γύρω πραγματικότητα οι επιδράσεις και άμεσα αναγνωρίσιμη η νεωτερικότητα πολλών από τα εθνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ο μύθος της διατήρησης για να στοιχειοθετηθεί χρειάζεται «αποδείξεις», που οδηγούν σε μεγάλες παραφθορές. Απαιτεί να αποσιωπηθούν επιδράσεις χιλιετιών ολόκληρων στο μάθημα της ιστορίας, αλλά και να εμφανίζονται μή αφομοιώσιμοι οι έλληνες, που μεταναστεύουν -παρά τις προσπάθειες των άλλων κρατών να τους αφομοιώσουν- με αποτέλεσμα να προβάλλεται σε σχέση με τους ομογενείς η Ορθοδοξία σαν πολύ ισχυρότερο αποδεικτικό της ελληνικότητας από τη γλώσσα, συναντώντας θέσεις της Εκκλησίας εναντίον του Διαφωτισμού.
Για να στηριχτεί η αιώνια «διατήρηση» των πολιτισμικών ιδιοτήτων των ελλήνων, απουσιάζουν από την επιλογή γνώσεων που μεταδίδει το σχολείο όλες οι επιδράσεις που συνδιαμόρφωσαν τόσο τον αρχαίο όσο και τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Η έμμεση αλλά θεμελιώδης πληροφορία που μεταδίδουν τα σχολικά βιβλία όλων των μαθημάτων είναι η παρθενογένεση της εθνικής κουλτούρας, που αρχίζει με το αυτοφυές «θαύμα» της αρχαίας παιδείας. Ο μύθος κατασκευάζεται όχι μόνο με την αποσιώπηση των επιδράσεων, αλλά και με παραφθαρτικές πληροφορίες για διάφορους λαούς, που εμφανίζονται στα βιβλία της ιστορίας χωρίς πολιτισμό.
Η έμφαση και επανάληψη του μηνύματος για τη «διατήρηση» των ιδιοτήτων των ελλήνων οδηγεί σε αποσιωπήσεις, που έχουν σημασία για την αντιμετώπιση του παρόντος της ευρωπαϊκής εποχής μας. Στο μύθο της διατήρησης θυσιάζεται η ιστορική πληροφορία για το αναπόφευκτο των αλληλεπιδράσεων, που προκαλεί η ίδια η επαφή και επικοινωνία με άλλους λαούς και πολιτισμούς, θυσιάζεται η πολύ σημαντική πληροφορία, ότι οι επιδράσεις δεν αναιρούν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, που για όλους τους λαούς είναι σύνθεση επιρροών από πολλές πλευρές, θυσιάζεται η πληροφόρηση για τον αλληλεμπλουτισμό και τις εξελίξεις που φέρνουν οι αλληλεπιδράσεις και αποσιωπάται το γεγονός, ότι οι πιο δυναμικοί πολιτισμοί στην ιστορία ήταν εκείνοι που έρχονταν σ΄ επαφή με άλλους και αντλούσαν τεχνογνωσία, εμπειρίες, τρόπους κοινωνικής οργάνωσης ή οικονομικών σχέσεων, μορφές τέχνης, ήθη και ιδέες. Τέλος απουσιάζει πλήρως από τα σχολικά βιβλία η πληροφορία, ότι η εσωστρέφεια και η πολιτισμική απομόνωση δεν ευνοούν τις εξελίξεις. (Άννα Φραγκουδάκη, κοινωνιολόγος της εκπαίδευσης, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Αθηνών).
Σημείωση:
|
Post Top Ad
Responsive Ads Here
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014
Home
Εθνικισμός
Ειδικά Θέματα
Κοινωνία
Οι πολιτικές συνέπειες τής ανιστορικής παρουσίασης τού ελληνικού έθνους στην εθνοκεντρική εκπαίδευση,Έγραψε η Φραγκουδάκη Άννα
Οι πολιτικές συνέπειες τής ανιστορικής παρουσίασης τού ελληνικού έθνους στην εθνοκεντρική εκπαίδευση,Έγραψε η Φραγκουδάκη Άννα
Tags
# Εθνικισμός
# Ειδικά Θέματα
# Κοινωνία
Share This
About Unknown
Κοινωνία
Ετικέτες
Εθνικισμός,
Ειδικά Θέματα,
Κοινωνία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Post Bottom Ad
Responsive Ads Here
Author Details
Templatesyard is a blogger resources site is a provider of high quality blogger template with premium looking layout and robust design. The main mission of templatesyard is to provide the best quality blogger templates which are professionally designed and perfectlly seo optimized to deliver best result for your blog.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου