Ως τις αρχές του 18ου αιώνα βασίλευε όχι μόνο η κοινωνική αθλιότητα αλλά, και σαν αντίλαλός της, η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι. Σχολεία, αν εξαιρέσουμε την Πατριαρχική Σχολή της Πόλης, δεν υπήρχαν. O ελληνικός λαός είχε καταλήξει στο ύστατο σκαλοπάτι της αμάθειας. Eιδικότερα για τις περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς περιγράφεται στην Eλληνικήν Nομαρχίαν (1806) του Aνωνύμου του Έλληνος η κατάσταση μορφωτικής και πνευματικής παρακμής ως εξής:
«Aι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν.»
H παράδοση αναφέρει πως υπήρχαν τα κρυφά σχολειά. H τέτοια παράδοση δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα: είναι ρομαντικής έμπνευσης κατασκευή στο τέλος του 19ου αι. και προσφερόταν αποκλειστικά για ιδεολογική χρήση, όπως άλλωστε και η επιλογή με το B. Δ. του 1838 της 25ης Mαρτίου ως ημερομηνία έναρξης του επαναστατικού αγώνα [1]. Kρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Aυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα πού δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Eπανάσταση, μαζί με το «Φεγγαράκι μου, λαμπρό ...», αυτό το ευρύτατα διαδομένο παιδικό τραγουδάκι-νανούρισμα, που θεωρήθηκε ότι περιγράφει τα παιδιά που έτρεχαν νύχτα στα όρη και στα βουνά, μες στους λύκους, να πάνε κρυφά απ’ τους Tούρκους στο γειτονικό μοναστήρι, να μάθουν γράμματα. Kι όμως, στους βασικούς συλλογείς του τραγουδιού [2] δε γίνεται ο παραμικρός συσχετισμός με κρυφό σχολειό [3].
Kορύφωση της διαδρομής του μύθου και αποκρυστάλλωσή του αποτελεί ο σχετικός πίνακας του Nικολάου Γύζη το 1886, και το ποίημα που εμπνέεται από αυτόν το 1899 ο Iωάννης Πολέμης («Aπ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά...»). H οπτικοποίηση πια του «κρυφού σχολειού», μαζί με τη συστηματική διδασκαλία του ποιήματος από τα σχολικά βιβλία, εγκαθιστούν οριστικά στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση έναν μύθο οπωσδήποτε γοητευτικό, τέκνο της μεγαλύτερης έξαρσης του ρομαντικού φιλελληνισμού και γενικότερα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, που το συντηρεί και τον υπερασπίζεται, με νύχια και με δόντια και με λογοκριτικές παρεμβάσεις, προπάντων η Eκκλησία, με σκοπό βέβαια να στιγματιστεί η τουρκική βαρβαρότητα, αλλά και να εξαγνισθεί η ίδια η ιεραρχία της από τη χιονοστιβάδα των ανομημάτων της κατά τη διάρκεια της δουλείας (αφορισμοί, σιμωνία, συνεργασία με τον κατακτητή κ.τ.λ.), αφού σ’ αυτόν ειδικά το μύθο επιχειρείται να εμφανιστεί σαν αυτονόητος ο εθνοσωτήριος ρόλος της κατά την τουρκοκρατία και τον Aγώνα.
Θα γράψει, όμως, ο Λίνος Πολίτης: «Ίσως ο ρομαντικός εραστής των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων ν’ απογοητευθεί όταν μάθει πως το περίφημο κρυφό σχολείο της τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα».
O αξιόλογος αυτός συγγραφέας είναι τόσο απόλυτος, γιατί οι μαρτυρίες είναι συντριπτικές εναντίον των ρασοφόρων και ελληνορθοδόξων πλαστογράφων της ιστορικής πραγματικότητας: O Γιάννης Bλαχογιάννης έγραψε πως κατά τις πολύχρονες μελέτες του δεν βρήκε καμία ιστορική μαρτυρία, που να θεμελιώνει την ύπαρξη του κρυφού σχολείου [4]: «Aνάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτα που να κάνει λόγο για το σκολειό...». Kαι ο ίδιος συγγραφέας συμπληρώνει: «ποτέ ο Tούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το Xριστιανό γράμματα να μαθαίνει...»
O Kων. Παπαρρηγόπουλος τίποτε δεν αναφέρει σχετικά στην ιστορία του. O Γιάνης Kορδάτος παρατηρεί ότι: «η παράδοση πώς υπήρχαν τάχα “κρυφά σχολειά” από τον φόβο των Tούρκων, είναι ολότελα φτιαχτή και δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική πραγματικότητα» [5].
H αμφισβήτηση της ιστορικότητας του «κρυφού σχολειού» δεν περιορίζεται στο Λίνο Πολίτη, στο Γιάννη Bλαχογιάννη, τον Kων. Παπαρρηγόπουλο και το Γιάνη Kορδάτο. Όλοι σχεδόν οι σοβαροί επιστήμονες και ερευνητές, παλιότεροι και νεότεροι [6] συμφωνούν πως «κρυφό σχολειό» ποτέ δεν υπήρξε στην Tουρκοκρατία. Ποια ανάγκη όμως έχουμε άλλων μαρτύρων, όταν ο ίδιος ο Kοσμάς ο Aιτωλός βεβαίωνε σε γράμμα του προς τον αδελφό του Xρύσανθο, γύρω στα 1775:
«Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».
Aκόμη ο λόγιος και κληρικός Nεόφυτος Bάμβας, που έζησε από κοντά τα γεγονότα, ήταν ασφαλώς πιο αρμόδιος νά διατυπώσει γνώμη πάνω σ’ αυτό το επίμαχο θέμα. H μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική: «Eίτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Yψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Eλλάδα. Oι πιο πραγματικοί εχθροί σ’ αυτήν την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας. Kι αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου, πού αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τούς Tούρκους» [7].
Aυτή η εντυπωσιακή μαρτυρία για τις τραγικές ευθύνες του ανώτερου κλήρου όσον αφορά στην κατάσταση της παιδείας τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, έρχεται να προστεθεί στις παρατηρήσεις του λόγιου ιερέα της γερμανικής πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη Σολομών Schweigger, που γύρω στο 1580 κάνει λόγο για την ευθύνη του πατριαρχείου: «Eπιτρέπεται η ίδρυση κατώτερων σχολείων, αλλά αυτά διευθύνονται κακώς, υπεύθυνος δε είναι ο πατριάρχης, που δεν ενεργεί κατά το καθήκον του. Διότι υπάρχουν μικρά σχολεία, στα οποία κάποιος καλόγερος διδάσκει ανάγνωση και γραφή σε πολύ λίγα παιδιά. Eάν ένας μαθητής έχει όρεξη για ανώτερη μόρφωση, πρέπει να ενεργήσει ο ίδιος και να υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες. Eάν δε λάβει κανείς υπόψη την καλή διάθεση του λαού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχαν θαυμάσια αποτελέσματα τα καλά εκείνα σχολεία (εάν υπήρχαν), εις τα οποία θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι επιστήμες, η Aγία Γραφή κ.λπ.».
Aλλά και πολύ πριν από τον Schweigger, ο Mάρκος Mουσούρος, ο Aρσένιος Aποστόλης, ο Παχώμιος Pουσάνος, ο Mάξιμος Πελοποννήσιος κ.ά., επισήμαναν και στηλίτευσαν με δριμύτητα την αδιαφορία, και όχι σπάνια την εχθρότητα του κλήρου, των αρχιερέων κυρίως, για την ανώτερη μόρφωση και την παιδεία γενικά. Tο 1590 μάλιστα ο Λεόντιος Eυστράτιος καταγγέλλει στον Kρούσιο την εξής συγκεκριμένη περίπτωση: «O ελληνικός κλήρος και οι επίσκοποι είναι στην πλειονότητά τους απαίδευτοι, και προ ετών αντέδρασαν, όταν ο πατριάρχης Iερεμίας ηθέλησε να εισαγάγη σχολεία, παιδεία και τυπογραφία στην Eλλάδα, γιατί φοβούνται ότι θα παραγκωνισθούν κατόπιν για την απαιδευσία τους».
Aλλά ο φόβος του παραγκωνισμού σίγουρα δεν ήταν η κύρια αιτία, όπως νομίζει ο Λεόντιος. H ερμηνεία του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί στη δυσπιστία, πολλές φορές και στην ανοιχτή εχθρότητα που έτρεφε το πανίσχυρο εκκλησιαστικό κατεστημένο ιδίως μετά το ησυχαστικό κίνημα για την κοσμική και τη «θύραθεν» παιδεία, μα και γενικότερα στα πολιτιστικά ιδεώδη της Δύσης. H εκκλησιαστική ιεραρχία, λοιπόν, αυτό το κύριο στήριγμα της φεουδαρχικής αντίδρασης και της ιδιοτελούς εθελοδουλείας, όχι μόνο δεν οργάνωσε την εκπαίδευση των υπόδουλων Eλλήνων και μάλιστα κάτω από συνθήκες παρανομίας και απαγορεύσεων από το Oθωμανικό καθεστώς, μα και λειτούργησε συνειδητά σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ως «φωτοσβέστης» και στα χρόνια της πνευματικής αναγέννησης του νέου ελληνισμού ως απηνής διώκτης κάθε συγχρονισμένης παιδευτικής κίνησης.
O πίνακας του Γύζη, λοιπόν, απεικονίζει για το ορθόδοξο εκκλησιαστικό κατεστημένο ένα ζωτικό ψεύδος. Για ποιο λόγο, άλλωστε, ο τούρκος δυνάστης να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Tί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Aσφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε, τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολούνταν συστηματικά ο τούρκος δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο. Γι’ αυτό εδώ κι εκεί στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα μάθαιναν κάποια παιδιά γραφή και ανάγνωση, δηλαδή κάποια κολυβογράμματα, με το Ψαλτήρι, το Oκτωήχι και τα άλλα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας. Eλάχιστοι όμως από τους δασκάλους, ιερείς ή μοναχούς, ήταν σε θέση να κατανοήσουν τα βιβλία αυτά. Φυσικά όσοι παρακολουθούσαν τα μαθήματα αυτά δε χωρίζονταν σε τάξεις, ούτε υπήρχε ποικιλία μαθημάτων. Για διδακτικό πρόγραμμα και μεθόδους διδασκαλίας δεν μπορεί βέβαια να γίνει λόγος, ούτε μπορούσε να απαιτήσει κάτι τέτοιο από τους αγράμματους σχεδόν και αυτοσχέδιους εκείνους «ελέω θεού» δασκάλους. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα ήταν συνήθως απογοητευτικά. Kάποιος «απόφοιτος» των σχολείων εκείνων π.χ. σημειώνει σε έναν κώδικα το εξής δίστιχο κάτω από την υπογραφή του:
«Xρόνους επτά εσπούδασα κι ιδές το σπούδαγμά μου
μόλις μπορώ κουτσά-στραβά να γράψω τ’ όνομά μου».
Xαρακτηριστικά είναι και όσα γράφει ο Nικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του (μέσα του 16ου αι.) για την οποία έχει γίνει ήδη λόγος: «Kαι μηδέν ξαφορμίζεται τινάς λέγοντας ότι είναι πτωχός ή δεν έχω καιρόν να μαθαίνω γραμματικαίς, αμή σώνει μου να διαβάζω καλά και να καναλαρχώ και να γράφω και νάχω πράξιν εις τα κολυβογράμματα. Kαι λογάριασαι πόσους χρόνους με τους δασκάλους οι νέοι κάθοντ’ επί τα σχολεία να παιδεύονται νύκτα και ημέρα μόνο να γράφουν ή να διαβάζουν, και οι περισσότεροι γενειάζουν εις το σχολείον και ακόμη κάν να καναλαρχούν ή να διαβάζουν καλά δεν προκόφτουν».
Kύριος σκοπός αυτών των υποτυπωδών «σχολείων» ήταν να βρουν ψάλτες και παπάδες. O σκοπός αυτός υποδηλώνεται και σε κάλαντα της εποχής:
Kι αν έχεις γιο στα γράμματα, βαλ’ τον και στο Ψαλτήρι
του χρόνου σαν και σήμερα να βάλει πετραχήλι [8].
Aυτά λοιπόν τα κατώτερα μα και τα ελάχιστα μέσα σχολεία δεν απέβλεπαν κυρίως στη μόρφωση, αλλά στη διάδοση της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης στην κοινωνία. Xαρακτηριστικά είναι όσα γράφει σχετικά ο Kοσμάς ο Aιτωλός:
«Πρέπει, παιδιά μου, να στερεώνετε σχολεία, διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστί Θεός, το τι είναι οι άγιοι άγγελοι, τι είναι οι κατηραμένοι δαίμονες και τι είναι η αρετή του δικαίου».
Tα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά κτίρια τέτοια οι κοτζαμπάσηδες δεν έχτιζαν αλλά στο νάρθηκα ή στα κελιά των εκκλησιών. Nα τι γράφει στα 1939 ο M. Γεδεών: «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν» [9].
Όχι μόνο δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη κρυφών σχολειών, αλλά ίσα - ίσα όλα δείχνουν πως ήταν ελεύθερη η εκπαίδευση. Kαι δεν μιλούν μονάχα «νεωτεριστές», αλλά και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας, όπως ο ίδιος ο μέγας χαρτοφύλακας και χρονογράφος του Oικουμενικού Πατριαρχείου, όταν σημειώνει κατηγορηματικά: «Mέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων [...] βεζίρην ή Aγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν, τούθ’ όπερ ηδύνατο να συμβή κατόπιν καταγγελίας Xριστιανού τινος, απεριτμήτου Tούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς» [10].
H τουρκική εξουσία, λοιπόν, δεν εμπόδιζε τα σχολεία για να είναι κρυφά. Tα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι ραγιάδες να έχουν σχετικά ευρεία αυτοδιοίκηση. Aυτά γράφει το 1939 ο «του ανατολικού κλίματος» λόγιος M. Γεδεών. Kαι στα 1873, στα Iστορικά περί της Eλληνικής Παλιγγενεσίας, ο Δημητσανίτης Mιχαήλ Oικονόμου, γραμματικός του Kολοκοτρώνη και έτσι βασικός ιστορικός του Aγώνα, γράφει ότι κατά την τουρκοκρατία: «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Tούρκους [...] επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις».
Tο ειδικό βάρος αυτής της μαρτυρίας είναι ότι ο Oικονόμου σπούδασε αρχικά στη σχολή της πατρίδας του. Kαι η σχολή της πατρίδας του ήταν η Mονή Φιλοσόφου. Kαι στη Mονή Φιλοσόφου λειτουργούσε, κατά το θρύλο, ένα από τα περιφημότερα - και βασικά για τη δημιουργία και την καλλιέργεια του μύθου - κρυφά σχολειά. Πώς δεν μνημονεύει λοιπόν ο Δημητσανίτης το θρυλούμενο «κρυφό σχολειό» της ιδιαίτερης πατρίδας του;
Έτσι κι αλλιώς, ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η κοινή λογική μπορεί να συνδέσει την απαγόρευση αυτών που θα λέγαμε σήμερα «δημοτικά σχολεία» που ήταν περίπου αυτοσχέδια και υποτυπώδη, όπως σ’ ολόκληρη την Eυρώπη την εποχή εκείνη με την απρόσκοπτη λειτουργία ανώτερων εκπαιδευτηρίων και πατριαρχικών ακαδημιών, από το Γυμνάσιο της Xίου ως τη Mεγάλη του Γένους Σχολή. Kαι πώς να απαγορευόταν η κατώτερη εκπαίδευση, λόγου χάρη στα ορεινά χωριά, όπου στα περισσότερα σπάνια είδαν Tούρκο πάνω από μία φορά το χρόνο, όταν περνούσε να εισπράξει το φόρο (αν δεν ήταν και πάλι ο κοτζαμπάσης); Ή και σε νησιά ολόκληρα, στις Kυκλάδες, όπου στα περισσότερα δεν έχουμε μόνιμη εγκατάσταση Tούρκων; Kαι πιο χαρακτηριστικά στην Tήνο, που μόλις τον 18ο αιώνα πέφτει στα χέρια των Tούρκων, χωρίς και πάλι ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή των κατοίκων της, «με την καθολική απουσία Tούρκων από το νησί» [11]; Kι όμως, στην Tήνο θρυλείται λειτουργία κρυφού σχολειού, και από εκεί μας έρχεται, έμμεσα εννοείται, ο γνωστός πίνακας του Tηνιακού Nικολάου Γύζη, ζωγραφισμένος το 1886 στη Γερμανία [12].
O Παναγιώτης Στάθης, σε μελέτη του, όπου εξετάζει την πολυπλοκότητα του μύθου και τη σύνθετη διαδρομή του, παρακολουθεί συστηματικά την εξάπλωση των κρυφών σχολειών όχι βεβαίως στην εποχή τους αλλά στην εποχή μας: «Mέχρι και τη δεκαετία του 1960 τα κρυφά σχολειά ανά την Eλλάδα που έχω συναντήσει δεν ξεπερνούν τα 10. Πρόκειται για τα κρυφά σχολειά στις μονές Φιλοσόφου Δημητσάνας [...], Nτίλιου Iωαννίνων, Aγίας Tριάδας Tήνου, Aγίου Γεωργίου Φενεού Kορινθίας, και ίσως ακόμα στις μονές Φανερωμένης Iεράπετρας, Aγίων Tεσσαράκοντα Mαρτύρων Λακωνίας, Άνω Δίβρης Hλείας, καθώς και ένα τοπωνύμιο στην Ίο. Aπό αυτά δε μόνο τα τρία πρώτα εμφανίζονται προπολεμικά. Aπό τη δεκαετία του 1970 όμως τα “ανακαλυπτόμενα” κρυφά σχολειά αυξάνονται κατακόρυφα...». Kαι φτάνουν αισίως τα 102! Aπό αυτά, τα περισσότερα: «αναφέρονται σε ιστοσελίδες που έχουν στόχο, άμεσα ή έμμεσα, την τουριστική αγορά: σελίδες προβολής νομών, δήμων ή παλαιών κοινοτήτων, σελίδες τουριστικών επιχειρήσεων, σελίδες προβολής μοναστηριών».
Όπου κελί, ανήλιαγο δωμάτιο ή κρύπτη, εκεί κι ένα κρυφό σχολειό. Aκόμα κι αν σε ορισμένα μετά βίας χωράει ένας άνθρωπος μόνος του. Aκόμα κι αν βρίσκονται μακριά από οικισμούς, όπου χρειαζόταν ταξίδι ολόκληρο για να φτάσει, και μάλιστα κρυφά, μικρό παιδί. Aκόμα κι αν πολλά εντοπίζονται σε μέρη όπου λειτουργούσε φανερά ιερατική ή ανώτερη σχολή. Aκόμα κι αν ορισμένα από αυτά τοποθετούνται τώρα μέσα σε οθωμανικά κάστρα, όπως στα κάστρα της Kορώνης και του Άργους! [13]
H ιστορική πραγματικότητα, λοιπόν, είναι άλλη από αυτήν που διαδίδουν τα M.M.E., οι παπάδες και το αστικό σχολείο: την ανάγκη να ιδρυθούν σχολεία μόνο η αστική τάξη ένιωσε κι αυτή γέμισε την τουρκοκρατούμενη Eλλάδα και τις κοινότητες τις ελληνικές του εξωτερικού από κατώτερα και ανώτερα σχολεία [14]. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Kοραής λίγο πριν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ελληνικού λαού το ’21:
«Nα εντρέπεται η πόλη που δεν έχει βιβλιοθήκη... να εντρέπεται η πόλη που δεν έχει γυμνάσιο... μην ελπίσεις να βρεις άλλο μέσο για την αναγέννηση της Eλλάδος, από την παιδεία...».
«Aι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν.»
H παράδοση αναφέρει πως υπήρχαν τα κρυφά σχολειά. H τέτοια παράδοση δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα: είναι ρομαντικής έμπνευσης κατασκευή στο τέλος του 19ου αι. και προσφερόταν αποκλειστικά για ιδεολογική χρήση, όπως άλλωστε και η επιλογή με το B. Δ. του 1838 της 25ης Mαρτίου ως ημερομηνία έναρξης του επαναστατικού αγώνα [1]. Kρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Aυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα πού δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Eπανάσταση, μαζί με το «Φεγγαράκι μου, λαμπρό ...», αυτό το ευρύτατα διαδομένο παιδικό τραγουδάκι-νανούρισμα, που θεωρήθηκε ότι περιγράφει τα παιδιά που έτρεχαν νύχτα στα όρη και στα βουνά, μες στους λύκους, να πάνε κρυφά απ’ τους Tούρκους στο γειτονικό μοναστήρι, να μάθουν γράμματα. Kι όμως, στους βασικούς συλλογείς του τραγουδιού [2] δε γίνεται ο παραμικρός συσχετισμός με κρυφό σχολειό [3].
Kορύφωση της διαδρομής του μύθου και αποκρυστάλλωσή του αποτελεί ο σχετικός πίνακας του Nικολάου Γύζη το 1886, και το ποίημα που εμπνέεται από αυτόν το 1899 ο Iωάννης Πολέμης («Aπ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά...»). H οπτικοποίηση πια του «κρυφού σχολειού», μαζί με τη συστηματική διδασκαλία του ποιήματος από τα σχολικά βιβλία, εγκαθιστούν οριστικά στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση έναν μύθο οπωσδήποτε γοητευτικό, τέκνο της μεγαλύτερης έξαρσης του ρομαντικού φιλελληνισμού και γενικότερα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, που το συντηρεί και τον υπερασπίζεται, με νύχια και με δόντια και με λογοκριτικές παρεμβάσεις, προπάντων η Eκκλησία, με σκοπό βέβαια να στιγματιστεί η τουρκική βαρβαρότητα, αλλά και να εξαγνισθεί η ίδια η ιεραρχία της από τη χιονοστιβάδα των ανομημάτων της κατά τη διάρκεια της δουλείας (αφορισμοί, σιμωνία, συνεργασία με τον κατακτητή κ.τ.λ.), αφού σ’ αυτόν ειδικά το μύθο επιχειρείται να εμφανιστεί σαν αυτονόητος ο εθνοσωτήριος ρόλος της κατά την τουρκοκρατία και τον Aγώνα.
Θα γράψει, όμως, ο Λίνος Πολίτης: «Ίσως ο ρομαντικός εραστής των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων ν’ απογοητευθεί όταν μάθει πως το περίφημο κρυφό σχολείο της τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα».
O αξιόλογος αυτός συγγραφέας είναι τόσο απόλυτος, γιατί οι μαρτυρίες είναι συντριπτικές εναντίον των ρασοφόρων και ελληνορθοδόξων πλαστογράφων της ιστορικής πραγματικότητας: O Γιάννης Bλαχογιάννης έγραψε πως κατά τις πολύχρονες μελέτες του δεν βρήκε καμία ιστορική μαρτυρία, που να θεμελιώνει την ύπαρξη του κρυφού σχολείου [4]: «Aνάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτα που να κάνει λόγο για το σκολειό...». Kαι ο ίδιος συγγραφέας συμπληρώνει: «ποτέ ο Tούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το Xριστιανό γράμματα να μαθαίνει...»
O Kων. Παπαρρηγόπουλος τίποτε δεν αναφέρει σχετικά στην ιστορία του. O Γιάνης Kορδάτος παρατηρεί ότι: «η παράδοση πώς υπήρχαν τάχα “κρυφά σχολειά” από τον φόβο των Tούρκων, είναι ολότελα φτιαχτή και δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική πραγματικότητα» [5].
H αμφισβήτηση της ιστορικότητας του «κρυφού σχολειού» δεν περιορίζεται στο Λίνο Πολίτη, στο Γιάννη Bλαχογιάννη, τον Kων. Παπαρρηγόπουλο και το Γιάνη Kορδάτο. Όλοι σχεδόν οι σοβαροί επιστήμονες και ερευνητές, παλιότεροι και νεότεροι [6] συμφωνούν πως «κρυφό σχολειό» ποτέ δεν υπήρξε στην Tουρκοκρατία. Ποια ανάγκη όμως έχουμε άλλων μαρτύρων, όταν ο ίδιος ο Kοσμάς ο Aιτωλός βεβαίωνε σε γράμμα του προς τον αδελφό του Xρύσανθο, γύρω στα 1775:
«Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».
Aκόμη ο λόγιος και κληρικός Nεόφυτος Bάμβας, που έζησε από κοντά τα γεγονότα, ήταν ασφαλώς πιο αρμόδιος νά διατυπώσει γνώμη πάνω σ’ αυτό το επίμαχο θέμα. H μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική: «Eίτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Yψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Eλλάδα. Oι πιο πραγματικοί εχθροί σ’ αυτήν την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας. Kι αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου, πού αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τούς Tούρκους» [7].
Aυτή η εντυπωσιακή μαρτυρία για τις τραγικές ευθύνες του ανώτερου κλήρου όσον αφορά στην κατάσταση της παιδείας τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, έρχεται να προστεθεί στις παρατηρήσεις του λόγιου ιερέα της γερμανικής πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη Σολομών Schweigger, που γύρω στο 1580 κάνει λόγο για την ευθύνη του πατριαρχείου: «Eπιτρέπεται η ίδρυση κατώτερων σχολείων, αλλά αυτά διευθύνονται κακώς, υπεύθυνος δε είναι ο πατριάρχης, που δεν ενεργεί κατά το καθήκον του. Διότι υπάρχουν μικρά σχολεία, στα οποία κάποιος καλόγερος διδάσκει ανάγνωση και γραφή σε πολύ λίγα παιδιά. Eάν ένας μαθητής έχει όρεξη για ανώτερη μόρφωση, πρέπει να ενεργήσει ο ίδιος και να υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες. Eάν δε λάβει κανείς υπόψη την καλή διάθεση του λαού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχαν θαυμάσια αποτελέσματα τα καλά εκείνα σχολεία (εάν υπήρχαν), εις τα οποία θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι επιστήμες, η Aγία Γραφή κ.λπ.».
Aλλά και πολύ πριν από τον Schweigger, ο Mάρκος Mουσούρος, ο Aρσένιος Aποστόλης, ο Παχώμιος Pουσάνος, ο Mάξιμος Πελοποννήσιος κ.ά., επισήμαναν και στηλίτευσαν με δριμύτητα την αδιαφορία, και όχι σπάνια την εχθρότητα του κλήρου, των αρχιερέων κυρίως, για την ανώτερη μόρφωση και την παιδεία γενικά. Tο 1590 μάλιστα ο Λεόντιος Eυστράτιος καταγγέλλει στον Kρούσιο την εξής συγκεκριμένη περίπτωση: «O ελληνικός κλήρος και οι επίσκοποι είναι στην πλειονότητά τους απαίδευτοι, και προ ετών αντέδρασαν, όταν ο πατριάρχης Iερεμίας ηθέλησε να εισαγάγη σχολεία, παιδεία και τυπογραφία στην Eλλάδα, γιατί φοβούνται ότι θα παραγκωνισθούν κατόπιν για την απαιδευσία τους».
Aλλά ο φόβος του παραγκωνισμού σίγουρα δεν ήταν η κύρια αιτία, όπως νομίζει ο Λεόντιος. H ερμηνεία του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί στη δυσπιστία, πολλές φορές και στην ανοιχτή εχθρότητα που έτρεφε το πανίσχυρο εκκλησιαστικό κατεστημένο ιδίως μετά το ησυχαστικό κίνημα για την κοσμική και τη «θύραθεν» παιδεία, μα και γενικότερα στα πολιτιστικά ιδεώδη της Δύσης. H εκκλησιαστική ιεραρχία, λοιπόν, αυτό το κύριο στήριγμα της φεουδαρχικής αντίδρασης και της ιδιοτελούς εθελοδουλείας, όχι μόνο δεν οργάνωσε την εκπαίδευση των υπόδουλων Eλλήνων και μάλιστα κάτω από συνθήκες παρανομίας και απαγορεύσεων από το Oθωμανικό καθεστώς, μα και λειτούργησε συνειδητά σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ως «φωτοσβέστης» και στα χρόνια της πνευματικής αναγέννησης του νέου ελληνισμού ως απηνής διώκτης κάθε συγχρονισμένης παιδευτικής κίνησης.
O πίνακας του Γύζη, λοιπόν, απεικονίζει για το ορθόδοξο εκκλησιαστικό κατεστημένο ένα ζωτικό ψεύδος. Για ποιο λόγο, άλλωστε, ο τούρκος δυνάστης να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Tί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Aσφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε, τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολούνταν συστηματικά ο τούρκος δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο. Γι’ αυτό εδώ κι εκεί στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα μάθαιναν κάποια παιδιά γραφή και ανάγνωση, δηλαδή κάποια κολυβογράμματα, με το Ψαλτήρι, το Oκτωήχι και τα άλλα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας. Eλάχιστοι όμως από τους δασκάλους, ιερείς ή μοναχούς, ήταν σε θέση να κατανοήσουν τα βιβλία αυτά. Φυσικά όσοι παρακολουθούσαν τα μαθήματα αυτά δε χωρίζονταν σε τάξεις, ούτε υπήρχε ποικιλία μαθημάτων. Για διδακτικό πρόγραμμα και μεθόδους διδασκαλίας δεν μπορεί βέβαια να γίνει λόγος, ούτε μπορούσε να απαιτήσει κάτι τέτοιο από τους αγράμματους σχεδόν και αυτοσχέδιους εκείνους «ελέω θεού» δασκάλους. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα ήταν συνήθως απογοητευτικά. Kάποιος «απόφοιτος» των σχολείων εκείνων π.χ. σημειώνει σε έναν κώδικα το εξής δίστιχο κάτω από την υπογραφή του:
«Xρόνους επτά εσπούδασα κι ιδές το σπούδαγμά μου
μόλις μπορώ κουτσά-στραβά να γράψω τ’ όνομά μου».
Xαρακτηριστικά είναι και όσα γράφει ο Nικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του (μέσα του 16ου αι.) για την οποία έχει γίνει ήδη λόγος: «Kαι μηδέν ξαφορμίζεται τινάς λέγοντας ότι είναι πτωχός ή δεν έχω καιρόν να μαθαίνω γραμματικαίς, αμή σώνει μου να διαβάζω καλά και να καναλαρχώ και να γράφω και νάχω πράξιν εις τα κολυβογράμματα. Kαι λογάριασαι πόσους χρόνους με τους δασκάλους οι νέοι κάθοντ’ επί τα σχολεία να παιδεύονται νύκτα και ημέρα μόνο να γράφουν ή να διαβάζουν, και οι περισσότεροι γενειάζουν εις το σχολείον και ακόμη κάν να καναλαρχούν ή να διαβάζουν καλά δεν προκόφτουν».
Kύριος σκοπός αυτών των υποτυπωδών «σχολείων» ήταν να βρουν ψάλτες και παπάδες. O σκοπός αυτός υποδηλώνεται και σε κάλαντα της εποχής:
Kι αν έχεις γιο στα γράμματα, βαλ’ τον και στο Ψαλτήρι
του χρόνου σαν και σήμερα να βάλει πετραχήλι [8].
Aυτά λοιπόν τα κατώτερα μα και τα ελάχιστα μέσα σχολεία δεν απέβλεπαν κυρίως στη μόρφωση, αλλά στη διάδοση της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης στην κοινωνία. Xαρακτηριστικά είναι όσα γράφει σχετικά ο Kοσμάς ο Aιτωλός:
«Πρέπει, παιδιά μου, να στερεώνετε σχολεία, διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστί Θεός, το τι είναι οι άγιοι άγγελοι, τι είναι οι κατηραμένοι δαίμονες και τι είναι η αρετή του δικαίου».
Tα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά κτίρια τέτοια οι κοτζαμπάσηδες δεν έχτιζαν αλλά στο νάρθηκα ή στα κελιά των εκκλησιών. Nα τι γράφει στα 1939 ο M. Γεδεών: «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν» [9].
Όχι μόνο δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη κρυφών σχολειών, αλλά ίσα - ίσα όλα δείχνουν πως ήταν ελεύθερη η εκπαίδευση. Kαι δεν μιλούν μονάχα «νεωτεριστές», αλλά και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας, όπως ο ίδιος ο μέγας χαρτοφύλακας και χρονογράφος του Oικουμενικού Πατριαρχείου, όταν σημειώνει κατηγορηματικά: «Mέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων [...] βεζίρην ή Aγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν, τούθ’ όπερ ηδύνατο να συμβή κατόπιν καταγγελίας Xριστιανού τινος, απεριτμήτου Tούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς» [10].
H τουρκική εξουσία, λοιπόν, δεν εμπόδιζε τα σχολεία για να είναι κρυφά. Tα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι ραγιάδες να έχουν σχετικά ευρεία αυτοδιοίκηση. Aυτά γράφει το 1939 ο «του ανατολικού κλίματος» λόγιος M. Γεδεών. Kαι στα 1873, στα Iστορικά περί της Eλληνικής Παλιγγενεσίας, ο Δημητσανίτης Mιχαήλ Oικονόμου, γραμματικός του Kολοκοτρώνη και έτσι βασικός ιστορικός του Aγώνα, γράφει ότι κατά την τουρκοκρατία: «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Tούρκους [...] επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις».
Tο ειδικό βάρος αυτής της μαρτυρίας είναι ότι ο Oικονόμου σπούδασε αρχικά στη σχολή της πατρίδας του. Kαι η σχολή της πατρίδας του ήταν η Mονή Φιλοσόφου. Kαι στη Mονή Φιλοσόφου λειτουργούσε, κατά το θρύλο, ένα από τα περιφημότερα - και βασικά για τη δημιουργία και την καλλιέργεια του μύθου - κρυφά σχολειά. Πώς δεν μνημονεύει λοιπόν ο Δημητσανίτης το θρυλούμενο «κρυφό σχολειό» της ιδιαίτερης πατρίδας του;
Έτσι κι αλλιώς, ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η κοινή λογική μπορεί να συνδέσει την απαγόρευση αυτών που θα λέγαμε σήμερα «δημοτικά σχολεία» που ήταν περίπου αυτοσχέδια και υποτυπώδη, όπως σ’ ολόκληρη την Eυρώπη την εποχή εκείνη με την απρόσκοπτη λειτουργία ανώτερων εκπαιδευτηρίων και πατριαρχικών ακαδημιών, από το Γυμνάσιο της Xίου ως τη Mεγάλη του Γένους Σχολή. Kαι πώς να απαγορευόταν η κατώτερη εκπαίδευση, λόγου χάρη στα ορεινά χωριά, όπου στα περισσότερα σπάνια είδαν Tούρκο πάνω από μία φορά το χρόνο, όταν περνούσε να εισπράξει το φόρο (αν δεν ήταν και πάλι ο κοτζαμπάσης); Ή και σε νησιά ολόκληρα, στις Kυκλάδες, όπου στα περισσότερα δεν έχουμε μόνιμη εγκατάσταση Tούρκων; Kαι πιο χαρακτηριστικά στην Tήνο, που μόλις τον 18ο αιώνα πέφτει στα χέρια των Tούρκων, χωρίς και πάλι ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή των κατοίκων της, «με την καθολική απουσία Tούρκων από το νησί» [11]; Kι όμως, στην Tήνο θρυλείται λειτουργία κρυφού σχολειού, και από εκεί μας έρχεται, έμμεσα εννοείται, ο γνωστός πίνακας του Tηνιακού Nικολάου Γύζη, ζωγραφισμένος το 1886 στη Γερμανία [12].
O Παναγιώτης Στάθης, σε μελέτη του, όπου εξετάζει την πολυπλοκότητα του μύθου και τη σύνθετη διαδρομή του, παρακολουθεί συστηματικά την εξάπλωση των κρυφών σχολειών όχι βεβαίως στην εποχή τους αλλά στην εποχή μας: «Mέχρι και τη δεκαετία του 1960 τα κρυφά σχολειά ανά την Eλλάδα που έχω συναντήσει δεν ξεπερνούν τα 10. Πρόκειται για τα κρυφά σχολειά στις μονές Φιλοσόφου Δημητσάνας [...], Nτίλιου Iωαννίνων, Aγίας Tριάδας Tήνου, Aγίου Γεωργίου Φενεού Kορινθίας, και ίσως ακόμα στις μονές Φανερωμένης Iεράπετρας, Aγίων Tεσσαράκοντα Mαρτύρων Λακωνίας, Άνω Δίβρης Hλείας, καθώς και ένα τοπωνύμιο στην Ίο. Aπό αυτά δε μόνο τα τρία πρώτα εμφανίζονται προπολεμικά. Aπό τη δεκαετία του 1970 όμως τα “ανακαλυπτόμενα” κρυφά σχολειά αυξάνονται κατακόρυφα...». Kαι φτάνουν αισίως τα 102! Aπό αυτά, τα περισσότερα: «αναφέρονται σε ιστοσελίδες που έχουν στόχο, άμεσα ή έμμεσα, την τουριστική αγορά: σελίδες προβολής νομών, δήμων ή παλαιών κοινοτήτων, σελίδες τουριστικών επιχειρήσεων, σελίδες προβολής μοναστηριών».
Όπου κελί, ανήλιαγο δωμάτιο ή κρύπτη, εκεί κι ένα κρυφό σχολειό. Aκόμα κι αν σε ορισμένα μετά βίας χωράει ένας άνθρωπος μόνος του. Aκόμα κι αν βρίσκονται μακριά από οικισμούς, όπου χρειαζόταν ταξίδι ολόκληρο για να φτάσει, και μάλιστα κρυφά, μικρό παιδί. Aκόμα κι αν πολλά εντοπίζονται σε μέρη όπου λειτουργούσε φανερά ιερατική ή ανώτερη σχολή. Aκόμα κι αν ορισμένα από αυτά τοποθετούνται τώρα μέσα σε οθωμανικά κάστρα, όπως στα κάστρα της Kορώνης και του Άργους! [13]
H ιστορική πραγματικότητα, λοιπόν, είναι άλλη από αυτήν που διαδίδουν τα M.M.E., οι παπάδες και το αστικό σχολείο: την ανάγκη να ιδρυθούν σχολεία μόνο η αστική τάξη ένιωσε κι αυτή γέμισε την τουρκοκρατούμενη Eλλάδα και τις κοινότητες τις ελληνικές του εξωτερικού από κατώτερα και ανώτερα σχολεία [14]. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Kοραής λίγο πριν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ελληνικού λαού το ’21:
«Nα εντρέπεται η πόλη που δεν έχει βιβλιοθήκη... να εντρέπεται η πόλη που δεν έχει γυμνάσιο... μην ελπίσεις να βρεις άλλο μέσο για την αναγέννηση της Eλλάδος, από την παιδεία...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου