Οι κυριότεροι παράγοντες για τη δημιουργία του
προβλήματος αυτού ήταν η αφύπνιση του Βουλγαρικού έθνους αλλά και η γενικότερη
πεποίθηση των κρατών της βαλκανικής χερσονήσου πως ο διαμελισμός της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας που ήταν επικείμενος, θα εξυπηρετούσε τις εθνικές διεκδικητικές
τάσεις τους[1].
Τομή στην ιστορία της γεωγραφικής Μακεδονίας αποτελεί η βουλγαρική απόσχιση της
εκκλησίας από το οικουμενικό πατριαρχείο και η ίδρυση της Εξαρχίας. Το γεγονός
αυτό είχε τις πιο σημαντικές συνέπειες στο σκοπό της πνευματικής και εθνικής
χειραφέτησης, καθώς η προσχώρηση στην Εξαρχία θεωρήθηκε ένδειξη βουλγαρικής
εθνικής συνείδησης και η εμμονή στο Πατριαρχείο ελληνικής[2].
Η
διάκριση αυτή όμως στην πραγματικότητα, χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει
τους εθνικιστικούς στόχους της Ελλάδας, αν και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονταν η εκκλησία με την εθνική
ταυτότητα των σλαβόφωνων κατοίκων της
Μακεδονίας . Από τη άλλη, η Βουλγαρική πλευρά, ως κριτήριο ταξινόμησης
χρησιμοποίησαν την μητρική γλώσσα του πληθυσμού. Έλληνες θεωρήθηκαν μόνο οι
Ελληνόφωνοι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, ενώ οι σλαβόφωνοι διεκδικούνταν
εκατέρωθεν από Βουλγαρία και Σερβία[3].
Οι Σέρβοι ανέφεραν ότι στη Μακεδονία υπήρχαν και Μακεδονοσλάβοι οι οποίοι ήταν
σταθερά προσανατολισμένοι προς τη Σερβία. Ούτε όμως και αυτές οι στατιστικές
δεν ήταν ιδιαίτερα αθώες. Στο σύνολο της νότιας Μακεδονίας, οι Ελληνόφωνοι
υπολογίζονταν στο 38,4% του πληθυσμού ενώ οι σλαβόφωνοι κατέχουν το 52,8%
μοιρασμένοι ανάμεσα σε εξαρχικούς (29,45%) και πατριαρχικούς (23,35%)[4] .
Οι παραπάνω παράγοντες αρχίζουν να εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση μετά το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την Μακεδονία να κατακλύζεται από επαναστατικά
κινήματα .Ο πολυφωνικός γεωγραφικός χαρακτήρας της Μακεδονίας και της δυτικής
Θράκης, εστία Ελλήνων, Βουλγάρων, Εβραίων, Αλβανών, Σέρβων, και Τούρκων,
μετατρέπεται σε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Το έπαθλο άλλωστε ήταν αρκετά ελκυστικό
καθώς όποιος κέρδιζε τη Μακεδονία θα έφτιαχνε το ισχυρότερο κράτος της
Βαλκανικής. Η προπαγανδιστική δράση των ομάδων αυτών καθώς και η πικρή αίσθηση
από τις βιαιοπραγίες τις οποίες βίωσαν στο έπακρο τα μέλη των Ελληνοβουλγαρικών
κοινοτήτων συνέβαλλαν στην διαμόρφωση εθνικής συνείδησης για πολλά μέλη από τις
κοινότητες αυτές[5].
Βασικό κριτήριο των ελληνικών στατιστικών για τη σύνταξη των περισσότερων
στατιστικών αναλύσεων αποτέλεσε η εθνική συνείδηση ή το φρόνιμα των κατοίκων
προκειμένου να γίνει η διάκριση των Σλαβόφωνων σε Έλληνες και Βούλγαρους αλλά
και η θρησκεία προκειμένου να διαχωριστούν οι Έλληνες από τους Εβραίους, αλλά
γενικότερα η χρήση των πρώτων στατιστικών είχαν ξεκάθαρη για προπαγανδιστικό
χαρακτήρα καθώς παρουσιάζουν πολύ μεγάλες αποκλείσεις μεταξύ τους. Οι Βούλγαροι
από την άλλη ασχολήθηκαν και αυτοί με την εθνολογική σύσταση της Μακεδονίας.
Αυτοί σε αντίθεση με τους έλληνες χρησιμοποίησαν για τον προσδιορισμό της
εθνικής ταυτότητας την μητρική γλώσσα και όχι την εκκλησιαστική υπαγωγή η οποία
χρησιμοποιήθηκε πολύ συχνά από τους Έλληνες αναλυτές[6].
Το κριτήριο της γλώσσας ευνοούσε σαφώς τη Βουλγαρία αφενός γιατί το κριτήριο
της γλώσσας ήταν ευρέως αποδεκτό στη δύση και αφετέρου γιατί οι σλαβόφωνοι
Μακεδόνες μιλούσαν μια γλώσσα πολύ κοντά σε αυτή της Βουλγαρίας[7]. Ο
αριθμός των σλαβόφωνων κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας σύμφωνα με τις
βουλγαρικές στατιστικές υπολογίζονταν περίπου σε 380.000 δηλαδή πολύ πάνω από
τις πρώτες ελληνικές καταγραφές που μιλούσαν για 119.000 πριν την μετακίνηση των
ομάδων αυτών. Οι αριθμοί της Ελληνικής πλευράς ήταν τελικά αυτοί που
επικυρώθηκαν το 1926 από την έκθεση της Κοινωνίας των εθνών για τη προσφυγική
κατάσταση στη χώρα[8].
Γενικότερα το σύνολο των Σλαβόφωνων της Μακεδονίας το 1920 τις παραμονές της
μετανάστευσης, ανέρχονταν σε 215.567 εκ των οποίων οι 57.000 ήταν πρώην
Πατριαρχικοί πολύ λιγότεροι από ότι ισχυρίζονταν οι Βούλγαροι. Ακόμη,
αποτελούσαν το 17% της Ελληνικής Μακεδονίας και στο 5% του συνολικού πληθυσμού
της Ελλάδας. Μπίνος Α. Γεώργιος
[1] Λένα Διβάνη, «Η εδαφική
ολοκλήρωση της Ελλάδας 1830-1947», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ 272-273
[2] Αρετή Τούντα- Φεργάδη,
«Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες, Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ 1924-1925» Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1986, σελ 25-27
[3] Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,
«Μετακινήσεις Σλαβόφωνων Πληθυσμών, ο πόλεμος των στατιστικών», Εκδόσεις
Κριτική, Αθήνα 1997, σελ 29-33
[4] Τάσος Κωστόπουλος, «Η
απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην Ελληνική
Μακεδονία», Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ 23-27
[5] Σπυρίδων
Σφέτας « Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο, διεπιστημονικές προσεγγίσεις»,
Εκδόσεις Πατάκη 2008, σελ 300-305
[6] Θα
πρέπει να θεωρηθεί πως η κατάταξη των Σλαβόφωνων σε πατριαρχικούς και
εξαρχικούς είναι αυθαίρετη και συνεπώς αστήρικτη καθώς τα κριτήρια που
χρησιμοποιήθηκαν ήταν υποκειμενικά.
[7] Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,
«Μετακινήσεις Σλαβόφωνων Πληθυσμών, ο πόλεμος των στατιστικών», Εκδόσεις
Κριτική, Αθήνα 1997, σελ 65-66
[8] Τάσος Κωστόπουλος, «Η
απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην Ελληνική
Μακεδονία», Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ 27
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου