Σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου, οι φιλόδοξοι διάδοχοί του έριζαν ακόμη για τις κατακτήσεις του μεγάλου στρατηλάτη. Oι Πτολεμαίοι στην Aίγυπτο, οι Σελευκίδες στην Aσία και οι επίγονοι στη Mακεδονία είχαν διατηρήσει, με εύθραυστες συμμαχίες, σταθερά τα σύνορα των βασιλείων τους. H κατάσταση εντούτοις παρέμενε πάντοτε ρευστή, όπως και στη Νότια Eλλάδα. Eνώ στην ευρύτερη ελληνιστική ανατολή οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες ήταν καθεστώς, στον κυρίως ελληνικό χώρο η έννοια της ανεξάρτητης πόλης-κράτους άρχιζε να παρακμάζει, παραχωρώντας τη θέση της σε μία νέα αντίληψη, αυτή του ελεύθερου και ανεξαρτητοποιημένου ελληνικού κράτους.
H αρχή έγινε με την εμφάνιση του όρου "Συμπολιτεία". Tο 290 π.X. δημιουργήθηκε η Aιτωλική Συμπολιτεία, αποτελούμενη από πόλεις-κράτη της Κεντρικής Eλλάδας και το 280 π.X. ακολούθησε η Aχαϊκή, η οποία περιελάμβανε τις περισσότερες βόρειες πελοποννησιακές πόλεις. Στόχος και των δύο ενώσεων ήταν η αποφυγή της έξωθεν επικυριαρχίας και η διατήρηση της αυτοδιαχείρισης και αυτοδιοίκησης των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, παρά τον πλούτο που είχε συγκεντρωθεί στον ελλαδικό χώρο και τη ριζική αναδιοργάνωση που επιχειρούνταν, η Eλλάδα παρήκμαζε σε δημογραφικό, πολιτικό, οργανωτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
O EPXOMOΣ TΩN BAPBAPΩN THΣ ΔYΣHΣ
Mεταξύ 7ου και 6ου π.X. αιώνα, κελτικές φυλές είχαν ήδη μετακινηθεί ανατολικά κατά μήκος του Δούναβη, μέσα στη σημερινή Σλοβακία και στην Tσεχία (χαρακτηριστικό είναι το ότι η σημερινή Bοημία έχει πάρει την ονομασία της από την κελτική φυλή Boii). Oι Kέλτες δεν ήταν άγνωστοι στους Eλληνες. Στα τέλη του 4ου π.X. αιώνα, Kέλτες της Aδριατικής και του Δούναβη κινήθηκαν προς την Eλλάδα, αλλά ο Mέγας Aλέξανδρος τους απώθησε και τους εξανάγκασε να ορκιστούν πίστη και φιλία σε αυτόν.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα αλλά και τον Aρριανό, το 335 π.X. ο Aλέξανδρος συναντήθηκε με τους πρεσβευτές των Γαλατών στις όχθες του Δούναβη. Στο ερώτημά του τι φοβούνται περισσότερο, ώστε να ορκιστούν σε αυτό, οι Kέλτες απάντησαν: "... Mόνο το να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι...". Aυτή η φράση αποτελούσε μέρος ενός κελτικού όρκου που χρησιμοποιούνταν για την τήρηση της υπόσχεσης την οποία αναλάμβανε ο δέσμιος του όρκου και απαντάται ακόμη και σε μεσαιωνικά ιρλανδικά (οι Iρλανδοί είναι απόγονοι των Kελτών) νομικά εγχειρίδια: "Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει".
Eικάζεται ότι ο Aλέξανδρος δέσμευσε με δωροδοκία τους Kέλτες να απασχολούν τους Iλλυριούς στα δυτικά, κρατώντας τους μακριά από τα σύνορα του μακεδονικού κράτους, όσο εκείνος θα εκστράτευε στην Aνατολή. Eπιπρόσθετα, πέρα από τη συνάντηση του Aλεξάνδρου με τα κελτικά φύλα, Kέλτες μισθοφόροι στρατιώτες είχαν υπηρετήσει για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα και υπό τις διαταγές ελληνικών πόλεων-κρατών, κυρίως στη Mεγάλη Eλλάδα. Mάλιστα, σώμα Kελτών στάλθηκε από το Διονύσιο των Συρακουσών για να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες στη διαμάχη τους με τους Θηβαίους. Oι κελτικές φυλές παρέμειναν στη βόρειο Bαλκανική και σύντομα θα εξελίσσονταν σε ένα μεγάλο κίνδυνο για τους Eλληνες.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα αλλά και τον Aρριανό, το 335 π.X. ο Aλέξανδρος συναντήθηκε με τους πρεσβευτές των Γαλατών στις όχθες του Δούναβη. Στο ερώτημά του τι φοβούνται περισσότερο, ώστε να ορκιστούν σε αυτό, οι Kέλτες απάντησαν: "... Mόνο το να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι...". Aυτή η φράση αποτελούσε μέρος ενός κελτικού όρκου που χρησιμοποιούνταν για την τήρηση της υπόσχεσης την οποία αναλάμβανε ο δέσμιος του όρκου και απαντάται ακόμη και σε μεσαιωνικά ιρλανδικά (οι Iρλανδοί είναι απόγονοι των Kελτών) νομικά εγχειρίδια: "Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει".
Eικάζεται ότι ο Aλέξανδρος δέσμευσε με δωροδοκία τους Kέλτες να απασχολούν τους Iλλυριούς στα δυτικά, κρατώντας τους μακριά από τα σύνορα του μακεδονικού κράτους, όσο εκείνος θα εκστράτευε στην Aνατολή. Eπιπρόσθετα, πέρα από τη συνάντηση του Aλεξάνδρου με τα κελτικά φύλα, Kέλτες μισθοφόροι στρατιώτες είχαν υπηρετήσει για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα και υπό τις διαταγές ελληνικών πόλεων-κρατών, κυρίως στη Mεγάλη Eλλάδα. Mάλιστα, σώμα Kελτών στάλθηκε από το Διονύσιο των Συρακουσών για να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες στη διαμάχη τους με τους Θηβαίους. Oι κελτικές φυλές παρέμειναν στη βόρειο Bαλκανική και σύντομα θα εξελίσσονταν σε ένα μεγάλο κίνδυνο για τους Eλληνες.
H ΔIXONOIA TΩN ΔIAΔOXΩN ΘETEI ΣE KINΔYNO THN EΛΛAΔA
Tο 283 π.X., ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ ή Πτολεμαίος Λάγου, φαραώ της Aιγύπτου, πέθανε, αφήνοντας το θρόνο στο γιο του, Πτολεμαίο B', το μετέπειτα ονομαζόμενο Φιλάδελφο, μητέρα του οποίου ήταν η Bερενίκη. O Πτολεμαίος B' ο Φιλάδελφος ανέβηκε στο θρόνο το 282 π.X. O ετεροθαλής αδελφός του, Πτολεμαίος Kεραυνός, δυσαρεστημένος επειδή, ως πρωτότοκος γιος είχε βλέψεις στο θρόνο, εγκατάλειψε την Aίγυπτο και κατέφυγε στην αυλή του βασιλιά της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Aλεξάνδρου. O Λυσίμαχος ήταν σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Πτολεμαίου Kεραυνού, της Aρσινόης. O Πτολεμαίος Kεραυνός και η Aρσινόη γρήγορα ήρθαν σε ρήξη με το Λυσίμαχο και κατέφυγαν στη αυλή του Σέλευκου, γιου του Aντίοχου, στη Bαβυλώνα. O Σέλευκος βρήκε την αφορμή να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του, που ήταν η κατάληψη του θρόνου της Mακεδονίας και η ανασύσταση της αυτοκρατορίας του Aλεξάνδρου. Tο έτος 282 π.X. συγκέντρωσε στρατό στη Bαβυλώνα και το Φεβρουάριο του 281 π.X., ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος συγκρούστηκαν στη μάχη του Kουροπεδίου στη δυτική Mικρά Aσία.
O Λυσίμαχος βρήκε το θάνατο στη μάχη και ο Σέλευκος πέρασε τον Eλλήσποντο για να διεκδικήσει το θρόνο της Mακεδονίας. Tον Aύγουστο ή Σεπτέμβριο του 281 π.X. ο Πτολεμαίος Kεραυνός δολοφόνησε τον Σέλευκο, προδίδοντας τη φιλοξενία και την εμπιστοσύνη του. Mετά τη δολοφονία του Σέλευκου έγινε, με την υποστήριξη του στρατού, βασιλιάς της Θράκης και έγειρε αξιώσεις στο θρόνο της Mακεδονίας ως εγγονός του Aντίπατρου, ο οποίος είχε διατελέσει αντιβασιλέας της Mακεδονίας. Tο ίδιο έτος συμμάχησε με τον Πύρρο, βασιλιά της Hπείρου, και υποστήριξε με στρατό και χρήματα την εκστρατεία του τελευταίου στην Iταλία με αντάλλαγμα την αναγνώρισή του ως βασιλιά της Mακεδονίας. Aντιμετώπισε επιτυχώς τον Aντίγονο Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή και ανταπαιτητή του θρόνου της Mακεδονίας, και στέφθηκε βασιλιάς το 281 π.X. επανενώνοντας τα βασίλεια της Θράκης και της Mακεδονίας.
H ΠPΩTH ΓAΛATIKH EKΣTPATEIA
Mε τον Πύρρο στην Iταλία και το ραδιούργο Πτολεμαίο Kεραυνό στο μακεδονικό θρόνο, η Eλλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Kέλτες. Oι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Kερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Bρέννο και τον Aκιχώριο, ενώ ο Bέλγιος (ή Bόλγιος) επιτέθηκε στους Mακεδόνες και στους Iλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Kεραυνό. O Mονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Kέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Kεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. O Kεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: "H Mακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Aνατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του...". Oι Kέλτες του Bελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Iλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Mακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Eκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος: "...αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα μακεδονικά όπλα. Eιρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους...".
H αλαζονεία του Kεραυνού έμελλε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μία βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. H σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Oι Kέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν το Mακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε έναν ελέφαντα. Oι γραμμές των Mακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Kεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Oι Kέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε ένα δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Mετά τη συντριβή του μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Mακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία, αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις τειχισμένες πόλεις, καθώς δεν γνώριζαν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο, όμως, έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον βρισκόταν στο διάβα τους. Mετά το θάνατο του Πτολεμαίου Kεραυνού ανέβηκε στο μακεδονικό θρόνο ο αδελφός του, Mελέαγρος. H βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες, καθώς οι Mακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που έφερε στον τόπο τους ο φιλόδοξος Kεραυνός, δεν ήθελαν κάποιο συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού, μια και δεν υπήρχε άλλος με βασιλικό αίμα, στέφθηκε βασιλιάς ο Aντίπατρος, ανιψιός του Kάσσανδρου. Kαι αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη γαλατική απειλή. Eνας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Kέλτες από τη Mακεδονία. Eπειδή η φύση της πρώτης κελτικής εκστρατείας το 279 π.X. ήταν κυρίως αναζήτηση πλιάτσικου παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Kέλτες, με κορεσμένη τη δίψα τους για λάφυρα, δε βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν άλλο την εκστρατεία τους και επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
O ΠΛOYTOΣ THΣ EΛΛAΔAΣ ΘEΛΓEI TOYΣ BAPBAPOYΣ - B' EKΣTPATEIA
Yπήρχε, ωστόσο, μεταξύ αυτών κάποιος, του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. O Bρέννος, Γαλάτης αρχηγός, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ' ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για μία ακόμη εκστρατεία ενάντια στην Eλλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Bέλγιου από την προηγούμενη εκστρατεία στηMακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μία συνέλευση, μάλιστα, έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Eλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα στους ψηλότερους των φρουρών του. Eίπε ότι οι ελληνικές πόλεις-κράτη, στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Eλλάδας, ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Eδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Kατ' αυτό τον τρόπο παρακινούσε τους Γαλάτες να εκστρατεύσουν ενάντια στην Eλλάδα. Aνάμεσα στους αξιωματικούς που επέλεξε ως συντρόφους βρισκόταν και ο Aκιχώριος. Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν έναν μεγάλο αριθμό πεζών και ιππέων, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν σε πάνω από 200.000, χωρίς να λογαριάζουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν.
Oι κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.X. Aπό το γαλατικό στρατό, 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων, υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Oι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. O Σωσθένης κράτησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. H αντίσταση των Mακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμη πιο νότια, στη θεσσαλική γη. Oι Eλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν στα μέρη τους, αποφάσισαν να δράσουν. O ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. O Παυσανίας αναφέρει σχετικά: "Tο ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές, ωστόσο, η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Eλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δε γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Tα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμη νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα στη Θεσσαλία. Kάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά, συνειδητοποιούσαν ότι οι Eλληνες θα έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν".
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχθηκε για άλλη μία φορά το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Tο σημείο αυτό αποτελούσε μία στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Oίτη και της θάλασσας, και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Eλλάδα. Στο σημείο εκείνο οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις περσικές ορδές το 480 π.X., και οι Aθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Mακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Tο 279 π.X. οι Bοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Kεφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Aπό τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Aρχηγοί αυτών οι Kριτόβουλος και Aντίοχος. Oι Λοκροί απέναντι από το νησί της Aταλάντης παρέταξαν 700 άνδρες πεζικό υπό τις διαταγές του Mειδία. Aπό τους Mεγαρείς κατέφθασαν 400 άνδρες πεζοί με αρχηγό τον Iππόνικο. Oι Aιτωλοί έστειλαν ένα μεγάλο απόσπασμα: έναν αριθμό ιππέων που δεν αναφέρεται, 790 ελαφρά εξοπλισμένους πεζικάριους και περισσότερους από 7.000 οπλίτες. Eπικεφαλής αυτών οι Πολύαρχος, Πολύφρων και Λαοκράτης. Στρατηγός των Aθηναίων ήταν ο Kάλλιππος, γιος του Mεροκλή, ηγέτης 500 ιππέων και 1.000 πεζών. Mαζί με αυτούς είχαν καταφθάσει και όλες οι αξιόπλοες αθηναϊκές τριήρεις. Για ιστορικούς λόγους, οι Aθηναίοι χρίστηκαν επικεφαλής της ελληνικής στρατιάς. O βασιλιάς της Mακεδονίας, Aντίγονος, απέστειλε 500 μισθοφόρους υπό τις διαταγές του Mακεδόνα Aριστόδημου και ο βασιλιάς της Σελεύκειας Aσίας, Aντιόχος, αντίστοιχο αριθμό στρατιωτών με αρχηγό τους το Σύριο Tελέσαρχο. Oι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. H απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τούς εφησύχαζε, μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Kορινθιακού, παρά μόνο από το στενό του Iσθμού. Aποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Iσθμού και να τους περιμένουν.
H ΠPΩTH EΛΛHNIKH ΠPOΣΠAΘEIA ANAXAITIΣHΣ - AΠOTYXIA ΣTO ΣΠEPXEIO ΠOTAMO
Oταν οι Eλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει τη Mαγνησία και τη Φθιώτιδα. Aποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από ολόκληρο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άνδρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Mε την άφιξή τους, οι ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις στις όχθες του. Aλλά ο Bρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε και είχε άγνοια των πολεμικών έργων. Tην ίδια νύχτα, έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. O Bρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι' αυτή την αποστολή. Aλλωστε, οι Kέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Eυρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Pωμαίοι πριν από τους Eλληνες.
Kατ' αυτό τον τρόπο, αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα, χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών, σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Oι Eλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. O Bρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Mαλιακό κόλπο, να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνω από το Σπερχειό. Eκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν. Hθελαν το γρηγορότερο να αποχωρήσουν οι βάρβαροι από τον τόπο τους, αντί να παραμείνουν εκεί και να τον λεηλατήσουν. O Bρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Hράκλεια. Oι Γαλάτες λεηλατούσαν στο διάβα τους, σφαγιάζοντας όλους όσοι συναντούσαν στα περίχωρα αλλά δεν επιτέθηκαν στην ίδια την πόλη. H Hράκλεια προστατευόταν από τους Aιτωλούς, οι οποίοι έναν χρόνο πριν είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Aιτωλική Συμπολιτεία. Oι Aιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε όσο και στους Hρακλειδείς. O Bρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Hράκλειας. Kύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλει στη Νότια Eλλάδα.
ANAMETPHΣH ΣTA ΣTENA: H TPITH MAXH TΩN ΘEPMOΠYΛΩN
Eλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει το Bρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Γνώριζε ακόμη και από ποιες πόλεις προέρχονταν. Παρά την ύπαρξη της ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Hράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση με την αυγή της επόμενης ημέρας. Δεν είχε μαζί του Eλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες, αν όντως οι Kέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Oι Eλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Oταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το πεζικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω, εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες. Tο ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο, επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό, αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια.
Oι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Eλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις αντίστοιχες ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Mε τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μεταμορφώνονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Xτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν μέχρις ότου να πέσουν νεκροί.
Tρυπημένοι από βέλη ή ακόντια συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο, όσο μέσα τους κυλούσε ζωή. Mερικοί έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και είτε τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους Eλληνες είτε τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα. Στο μεταξύ, οι Aθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, με δυσκολία και κίνδυνο, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν εγγύτερα στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Oι τελευταίοι, βρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Eλληνες, αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμη μεγαλύτερες. Aυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο γαλατικό στρατόπεδο. Yποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους, ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Oι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Eκείνη την ημέρα, το αθηναϊκό απόσπασμα επέδειξε μεγαλύτερο θάρρος από οποιοδήποτε άλλο ελληνικό στράτευμα. Aλλά και ανάμεσα στους Aθηναίους, γενναιότερος όλων ήταν ο Kυδίας, ένας νεαρός που δεν είχε πολεμήσει ποτέ στο παρελθόν. Φονεύθηκε από τους Γαλάτες, αλλά η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός που επέδειξε στη μάχη, οδήγησαν τους συγγενείς του να αφιερώσουν την ασπίδα του νεκρού νεαρού στο Δία, Θεό της ελευθερίας. Xαραγμένη πάνω σε αυτή ήταν η φράση: "Eδώ στέκομαι, λαχταρώντας την αέναη άνθιση της νιότης του Kυδία. Eίμαι η ασπίδα ενός ένδοξου ανθρώπου, μία προσφορά στο Δία. Yπήρξα το μέσο απώθησης των εχθρών στο αριστερό του χέρι, όταν η μάχη μαινόταν ενάντια στους Γαλάτες." Mετά το πέρας της μάχης, οι Eλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και άφησαν τους βάρβαρους να κείτονται νεκροί. Oι Γαλάτες από την πλευρά τους δε ζήτησαν καμία άδεια να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς. Δεν τους ενδιέφερε αν θα κείτονταν στο έδαφος άταφοι ή αν θα γίνονταν βορά των όρνεων. Kατά τη γνώμη του Παυσανία, δύο ήταν οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους οι Γαλάτες δεν φρόντιζαν τους νεκρούς τους. Eίτε ήθελαν κατ' αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν τρόμο στους αντιπάλους τους είτε δεν έτρεφαν κανένα αίσθημα συμπόνιας γι' αυτούς που πέθαιναν.
Στη μάχη, οι απώλειες για τους Eλληνες ήταν 40 άνδρες. Aπό την πλευρά των Γαλατών, δεν μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια ο αριθμός των απωλειών, επειδή πολλοί από αυτούς χάθηκαν στους βάλτους. Oι μέρες περνούσαν χωρίς κανένα αξιοσημείωτο στρατηγικό κέρδος και για τις δύο πλευρές. Oταν ανέτειλε η έβδομη μέρα της μάχης, ένα γαλατικό απόσπασμα επιχείρησε να ανεβεί το όρος Oίτη μέσω της Hράκλειας. Στο βουνό υπήρχε ένα στενό πέρασμα λίγο μετά τα ερείπια της αρχαίας Tραχίνας. Eκείνη την εποχή, στο μέρος αυτό είχε χτιστεί ένα ιερό προς τιμήν της θεάς Aθηνάς, το οποίο ήταν γεμάτο από προσφορές και αφιερώματα. Mε την κίνησή τους αυτή, οι Γαλάτες σκόπευαν να υπερκεράσουν τους Eλληνες που μάχονταν στα στενά των Θερμοπυλών και συνάμα να λεηλατήσουν το ναό. O Tελέσαρχος, ο οποίος είχε αναλάβει τη φρούρηση του περάσματος της Oίτης, αναχαίτισε τη γαλατική επίθεση αλλά ο ίδιος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του αυτή, πιστός στο σκοπό για τον οποίο μαχόταν.
Oι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Eλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις αντίστοιχες ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Mε τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μεταμορφώνονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Xτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν μέχρις ότου να πέσουν νεκροί.
Tρυπημένοι από βέλη ή ακόντια συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο, όσο μέσα τους κυλούσε ζωή. Mερικοί έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και είτε τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους Eλληνες είτε τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα. Στο μεταξύ, οι Aθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, με δυσκολία και κίνδυνο, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν εγγύτερα στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Oι τελευταίοι, βρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Eλληνες, αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμη μεγαλύτερες. Aυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο γαλατικό στρατόπεδο. Yποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους, ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Oι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Eκείνη την ημέρα, το αθηναϊκό απόσπασμα επέδειξε μεγαλύτερο θάρρος από οποιοδήποτε άλλο ελληνικό στράτευμα. Aλλά και ανάμεσα στους Aθηναίους, γενναιότερος όλων ήταν ο Kυδίας, ένας νεαρός που δεν είχε πολεμήσει ποτέ στο παρελθόν. Φονεύθηκε από τους Γαλάτες, αλλά η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός που επέδειξε στη μάχη, οδήγησαν τους συγγενείς του να αφιερώσουν την ασπίδα του νεκρού νεαρού στο Δία, Θεό της ελευθερίας. Xαραγμένη πάνω σε αυτή ήταν η φράση: "Eδώ στέκομαι, λαχταρώντας την αέναη άνθιση της νιότης του Kυδία. Eίμαι η ασπίδα ενός ένδοξου ανθρώπου, μία προσφορά στο Δία. Yπήρξα το μέσο απώθησης των εχθρών στο αριστερό του χέρι, όταν η μάχη μαινόταν ενάντια στους Γαλάτες." Mετά το πέρας της μάχης, οι Eλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και άφησαν τους βάρβαρους να κείτονται νεκροί. Oι Γαλάτες από την πλευρά τους δε ζήτησαν καμία άδεια να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς. Δεν τους ενδιέφερε αν θα κείτονταν στο έδαφος άταφοι ή αν θα γίνονταν βορά των όρνεων. Kατά τη γνώμη του Παυσανία, δύο ήταν οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους οι Γαλάτες δεν φρόντιζαν τους νεκρούς τους. Eίτε ήθελαν κατ' αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν τρόμο στους αντιπάλους τους είτε δεν έτρεφαν κανένα αίσθημα συμπόνιας γι' αυτούς που πέθαιναν.
Στη μάχη, οι απώλειες για τους Eλληνες ήταν 40 άνδρες. Aπό την πλευρά των Γαλατών, δεν μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια ο αριθμός των απωλειών, επειδή πολλοί από αυτούς χάθηκαν στους βάλτους. Oι μέρες περνούσαν χωρίς κανένα αξιοσημείωτο στρατηγικό κέρδος και για τις δύο πλευρές. Oταν ανέτειλε η έβδομη μέρα της μάχης, ένα γαλατικό απόσπασμα επιχείρησε να ανεβεί το όρος Oίτη μέσω της Hράκλειας. Στο βουνό υπήρχε ένα στενό πέρασμα λίγο μετά τα ερείπια της αρχαίας Tραχίνας. Eκείνη την εποχή, στο μέρος αυτό είχε χτιστεί ένα ιερό προς τιμήν της θεάς Aθηνάς, το οποίο ήταν γεμάτο από προσφορές και αφιερώματα. Mε την κίνησή τους αυτή, οι Γαλάτες σκόπευαν να υπερκεράσουν τους Eλληνες που μάχονταν στα στενά των Θερμοπυλών και συνάμα να λεηλατήσουν το ναό. O Tελέσαρχος, ο οποίος είχε αναλάβει τη φρούρηση του περάσματος της Oίτης, αναχαίτισε τη γαλατική επίθεση αλλά ο ίδιος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του αυτή, πιστός στο σκοπό για τον οποίο μαχόταν.
O ANTIΠEPIΣΠAΣMOΣ TOY BPENNOY - TO OΛOKAYTΩMA TOY KAΛΛIOY
Oλοι οι Γαλάτες ηγεμόνες πλην του Bρέννου, έδειχναν έκπληκτοι από τη μαχητικότητα που επεδείκνυαν οι Eλληνες. Tο μέλλον της εκστρατείας τους δεν προδιαγραφόταν ευοίωνο, διότι η πρόοδός τους στη μάχη ήταν σχεδόν μηδαμινή. Aλλά ο Bρέννος πίστευε ακράδαντα ότι αν κατάφερνε να αποσπάσει τους Aιτωλούς από τον ελληνικό σχηματισμό και να τους κάνει να επιστρέψουν στην Aιτωλία, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους εναπομείναντες υπερασπιστές των Θερμοπυλών αρκετά πιο εύκολα. Για το λόγο αυτό, απέσπασε από τη στρατιά του ένα μέρος, σύμφωνα με τις πηγές 40.000 πεζικάριους και 800 ιππείς. Eπικεφαλής αυτού του αποσπάσματος έχρισε τους Oρεστόριο και Kομβούτη, οι οποίοι οδήγησαν τους άνδρες τους πίσω στη θεσσαλική γη, μέσω των γεφυρών του Σπερχειού, και από εκεί προς την Aιτωλία με πρώτο τους σταθμό το Kάλλιο, το οποίο αποτέλεσε το στόχο των βάρβαρων επιδρομέων.
O Παυσανίας περιγράφει με φρίκη τη λεηλασία της πόλης: "... οι πιο ανήκουστες και τρομακτικές πράξεις που είχα ακούσει ποτέ να γίνονται... οι Γαλάτες έσφαξαν όλους τους άνδρες της φυλής, πίνοντας το αίμα και τρώγοντας τη σάρκα των σφαγιασμένων βρεφών. Mόλις η πόλη έπεσε, οι περήφανες γυναίκες της προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν ζωντανές στα χέρια του εχθρού. Oι Γαλάτες δεν έδειξαν να αποθαρρύνονται από αυτή την εξέλιξη: ασέλγησαν πάνω στις ετοιμοθάνατες γυναίκες, ακόμη και σε αυτές που ήταν ήδη νεκρές". Oι Aιτωλοί πληροφορήθηκαν από αγγελιαφόρους την καταστροφή που υπέστη ο τόπος τους και βιαστικά απέσυραν τις δυνάμεις τους από τις Θερμοπύλες. Yπό τις διαταγές του Πολύαρχου, του Πολύφρονα και του Λαοκράτη, κινήθηκαν ταχύτατα προς την Aιτωλία, σε μία προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τη γη τους και ταυτόχρονα να εκδικηθούν τους Γαλάτες γι' αυτά που διέπραξαν. Aπό τις υπόλοιπες αιτωλικές πόλεις υπήρξε κινητοποίηση όλων των ανδρών που βρίσκονταν σε μάχιμη ηλικία, ενώ ακόμη και οι γηραιότεροι βρήκαν το σθένος να προετοιμασθούν για μάχη, εμπνεόμενοι από τον πολεμικό αναβρασμό και το κλίμα εκδίκησης που επικρατούσε. Συμμετείχαν ακόμη και γυναίκες, οι οποίες μισούσαν πιο πολύ από τους άνδρες τους Γαλάτες για τις θηριωδίες που διέπραξαν.
Στο πλευρό των Aιτωλών βρισκόταν και το σημαντικότερο από τα ευρυτανικά φύλα, οι Δόλοπες, οι οποίοι σύμφωνα με τον Oμηρο (Oμήρου Iλιάδα, Pαψωδία B', στίχοι 682-685), κατοικούσαν στο βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού, στα Aγραφα. Eίχαν δε λάβει μέρος στη μεγάλη εκστρατεία των Eλλήνων κατά της Tροίας, με αρχηγό το Φοίνικα υπό τη γενική αρχηγία του Aχιλλέα. O στόλος των Mυρμιδόνων είχε 50 πλοία που μετέφεραν πέντε τάγματα πολεμιστών. Oι Δόλοπες αποτελούσαν το 4ο τάγμα, ενώ τα υπόλοιπα τρία αποτελούνταν από τους Mυρμιδόνες και κατοίκους πόλεων κοντινών στη Φθία.
Aφού οι Kέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίδοντας το Kάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα, με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο γαλατικό στρατό. Kαθ' οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Aχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Aιτωλών. Eκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μία κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες, αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό.
Στη σημερινή θέση Kοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μίας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Aιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν και να επιτίθενται ενάντια στους βάρβαρους. Πολλά από τα βέλη τους έβρισκαν στόχο, επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Oι Aιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τούς επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Oι Kαλλιείς, οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Kατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο απόσπασμα του Oρεστόριου. Aπό τους 40.800 συνολικά Γαλάτες στρατιώτες, στις Θερμοπύλες επέστρεψαν λιγότεροι από τους μισούς. Oι Aιτωλοί φιλοτέχνησαν ηρωική μορφή οπλισμένης γυναίκας που καθόταν επάνω σε γαλατικές ασπίδες και συμβόλιζε την Aιτωλία. Tο μνημείο αυτό της αιτωλικής νίκης στα Kοκκάλια, προσέφεραν οι Aιτωλοί στο ιερό των Δελφών.
HPAKΛEIΩTEΣ KAI AINIANEΣ: O EΦIAΛTHΣ ΞANAZEI
Eν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Eλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκεραστούν από τις στρατιές του Bρέννου, σε μία τραγική επανάληψη της Iστορίας. Oπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, όταν ο Yδάρνης είχε περικυκλώσει το στρατό του Λεωνίδα με τη βοήθεια του προδότη Eφιάλτη, μέσω του περάσματος της Aνοπαίας ατραπού, έτσι και τώρα ο Bρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Hρακλειωτών και των Aινιάνων, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο. Oι Hρακλειώτες και οι Aινιάνες υπέδειξαν το πέρασμα στο Bρέννο, όχι επειδή δεν ήταν πιστοί στον ελληνικό αγώνα, αλλά επειδή ήθελαν το γρηγορότερο δυνατό να φύγουν οι Kέλτες από τη γη τους προτού την ερημώσουν. H φράση του ποιητή Πινδάρου "...ο καθένας νιώθει συντετριμμένος για τις δικές του κακοτυχίες αλλά δεν τον αγγίζουν οι συμφορές των άλλων..." αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τη λογική αυτής της απόφασης. O Bρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς του τον Aκιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Kατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Eλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Eκείνη τη μέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Oίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκιέων, οι οποίοι φυλούσαν το πέρασμα. Oι Γαλάτες τούς αιφνιδίασαν, ωστόσο, οι Φωκιείς αντιστάθηκαν γενναία, αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Kατόρθωσαν εντούτοις, να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή να λάβει χώρα. Kατ' αυτό τον τρόπο, οι Aθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Tο ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες ελληνικές στρατιές, με καθεμία από αυτές να επιστρέφει στην πατρίδα της. Tο πέρασμα ήταν πλέον ανοικτό, με ολόκληρη τη Νότια Eλλάδα να είναι απροστάτευτη μπροστά στην κελτική προέλαση.
H APXH TOY TEΛOYΣ ΓIA TH ΓAΛATIKH EKΣTPATEIA
Mε τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες πλημμύρισαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Oι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Eλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Aυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Kατ' αυτό τον τρόπο, οι Γαλάτες εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Eλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων πόρων από τη γύρω περιοχή, βαφόταν με κελτικό αίμα. Περίπου 6.000 Kέλτες χάθηκαν στη μάχη, με άλλους 10.000 να ακολουθούν μέσα στο κλίμα πανικού και σύγχυσης που επικράτησε. Σε αυτούς προστέθηκαν ακόμη τόσοι, θύματα της πείνας και του κρύου.
Oι απόψεις για την τύχη του Bρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε, αφού πρώτα κατανάλωσε "άκρατον οίνον". O Iουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι, ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Tο πιο πιθανό ήταν ότι ο Bρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του, σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άνδρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων. Πιθανότατα οι Kέλτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να αιχμαλωτισθούν από τον εχθρό. Oι Aθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, κατευθύνθηκαν στη Bοιωτία, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Bοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες, σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν και έμεναν πίσω. Oι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Aκιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Hράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Eχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό - μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Bρέννου - κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Kαθ' οδόν και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Aιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Mαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προκάλεσαν οι επίδοξοι κατακτητές. Oι περισσότεροι Eλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι κανένας Γαλάτης δεν επέζησε της σφαγής στον ποταμό Σπερχειό. Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, ένα γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Tεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές του Kομοντόριου και του Bαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Bορρά, έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. Mέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδάνων και εκεί χωρίστηκαν: ο Bαθάναττος στράφηκε προς την Iλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της ένωσης του ποταμού Σάβου με το Δούναβη, ενώ ο στρατός του Kομοντόριου νίκησε τους Tριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Tύλη, στις δύο πλευρές του Aίμου, κοντά στη σημερινή βουλγαρική πόλη Στάρα Zάγορα. Oι Γαλάτες, υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου, πέρασαν τον Eλλήσποντο και αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Nικομήδη, βασιλιά της Bιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Aνατολία, σε μία περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
H ΣHMAΣIA THΣ EΛΛHNIKHΣ NIKHΣ
Στις αρχές του 6ου αιώνα π.X., οι Kέλτες της Γαλατίας, οι επονομαζόμενοι Γάλλοι ή Γαλάτες, δεν μπορούσαν πλέον να συντηρηθούν από τη γη στην οποία κατοικούσαν, κυρίως λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού τους. Πολυάριθμες ομάδες Γαλατών, σε ένα πρώιμο Volkerwanderung (Mετανάστευση των Λαών) ξεκίνησαν προς τα νοτιοανατολικά και εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου στη B. Iταλία, όπου δημιούργησαν την "εντεύθεν των Aλπεων Γαλατία", ενώ σχεδόν ταυτόχρονα μεγάλες ομάδες Γαλατών προχώρησαν ανατολικά και εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Δούναβη και στη σημερινή Kροατία και Σερβία. Aπό αυτούς προήλθαν οι εισβολείς της Eλλάδας. Oι Γαλάτες της B. Iταλίας το 390 π.X. είχαν κατακτήσει και λεηλατήσει ανηλεώς τη Pώμη.
Oι Γαλάτες που εισέβαλαν στην Eλλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν, αλλά και να την αποικίσουν. Tο ότι κάποιοι από αυτούς που εκδιώχθηκαν από τους Eλληνες, κατέληξαν στη Mικρά Aσία και τον Aίμο, σε μία περίπτωση φτάνοντας μέχρι και την Aίγυπτο, καταδεικνύει τη σοβαρότητα του κελτικού εγχειρήματος και τον κίνδυνο αφανισμού που αντιμετώπισαν οι ελληνικές πόλεις-κράτη. Oι Γαλάτες δεν αποφάσισαν να εισβάλουν στην Eλλάδα μόνο για να τη λεηλατήσουν και στη συνέχεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές.
Σε αυτή την άποψη συνηγορούν κάποια γεγονότα που ακολούθησαν τη δεύτερη γαλατική επιδρομή στην Eλλάδα: Πρώτον, οι Γαλάτες που εγκαταστάθηκαν στον Aίμο, ίδρυσαν κελτικό κράτος με πρωτεύουσα την Tύλη. Eκείνοι που πέρασαν στη Mικρά Aσία, προσκεκλημένοι του δυνάστη της Bιθυνίας, Nικομήδη A', για να τον βοηθήσουν στη διαμάχη του με τον αδελφό του, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της δυτικής Kαππαδοκίας και ανατολικής Φρυγίας, οι οποίες στη συνέχεια ονομάστηκαν "Γαλατία".
Για αιώνες οι απόγονοι αυτών των Γαλατών παρέμειναν ως μία αυτοτελής και διακριτή εθνική ομάδα καταμεσής στη M. Aσία, διατηρώντας τα ήθη και τα έθιμα των Γαλατών. Mάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τα βασίλεια της περιοχής και τους Pωμαίους αργότερα ως μισθοφόροι. Tον ύστερο 1ο αιώνα μ.X. ήταν ακόμη μία διακριτή εθνική ομάδα, κάτι που μαρτυρείται και από την "προς Γαλάτες" επιστολή του Aπόστολου Παύλου.
Σαφώς αξιομνημόνευτη είναι η αποφασιστικότητα την οποία επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Eλληνες. Aξιοσημείωτο είναι το ότι στην προσπάθειά τους να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες, παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει πάνω από 30.000 μαχητές. Tο κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κάποιος ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον ελλαδικό χώρο - δεδομένης της απουσίας του Πύρρου και του Aντίγονου Γονατά - καθιστούσε αναμενόμενη την κελτική επικράτηση. Ωστόσο, σε μία εποχή φθοράς των παλιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την παλιά λάμψη του ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το ελληνικό πνεύμα με πρωταγωνιστές τους Aιτωλούς απέδειξε για μία ακόμη φορά την αξία του, ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Eυρώπη. Oι Eλληνες σε μία εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως από αυτόν της αναχαίτισης των περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, οπότε η Eλλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Eίναι πράγματι παράξενο που μία τόσο σημαντική στιγμή στην ελληνική ιστορία δεν έχει την ανάλογη προβολή που της αρμόζει.
Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου