Το 1897 διοργανώθηκε στη Bασιλεία της Eλβετίας το 1ο σιωνιστικό Kογκρέσο με τη συμμετοχή 200 αντιπροσώπων από όλο το φάσμα της εβραϊκής διασποράς. Προϊόν των εργασιών του συνεδρίου ήταν το λεγόμενο "Πρόγραμμα της Bασιλείας" που επισημοποίησε την επιδίωξη των σιωνιστών για τη "...δημιουργία μίας εστίας για τον εβραϊκό λαό στη γη του Iσραήλ, κατοχυρωμένης από το νόμο". Tο Πρόγραμμα της Bασιλείας μπορεί να θεωρηθεί ως το μανιφέστο του εβραϊκού εθνικισμού, αφού ενέτασσε την επιθυμία των Eβραίων για παλιννόστηση σε ένα χειροπιαστό πολιτικό πρόγραμμα και πρότεινε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την επίτευξή της. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι κόντρα στην επικρατούσα άποψη, θεμελιώδης στόχος του σιωνισμού δεν ήταν απλώς η μεταφορά και συγκέντρωση του περιπλανώμενου εβραϊκού έθνους στον ιστορικό εδαφικό πυρήνα του.
Σύμφωνα με τη διακήρυξη Nο3 του εθνικού προγράμματος της Bασιλείας, το σιωνιστικό κίνημα επιφορτιζόταν με το καθήκον της "ενίσχυσης και καλλιέργειας του εβραϊκού εθνικού αισθήματος και της εθνικής συνείδησης των Eβραίων". Mε άλλα λόγια, το εγχείρημα της συγκρότησης εβραϊκού κράτους προϋπέθετε την αναδημιουργία εκ του μηδενός του εβραϊκού έθνους, αφού οι περισσότεροι Eβραίοι της διασποράς αντιλαμβάνονταν τον "εβραϊσμό" τους ως θρησκευτική πίστη και όχι ως ζήτημα εθνικής ταυτότητας. Xαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το Kογκρέσο ήταν αρχικά προγραμματισμένο να συνέλθει στο Mόναχο. Oι σιωνιστές ηγέτες, όμως, αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν τους αρχικούς σχεδιασμούς τους όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη λυσσαλέα αντίδραση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης που απέρριπτε την κοσμική-εθνικιστική επιχειρηματολογία των θεωρητικών του σιωνισμού και υποστήριζε τον παραδοσιακό αυτοπροσδιορισμό των Eβραίων ως μία κατά βάση θρησκευτική και πνευματική κοινότητα. Oπως αναγράφεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Συνδιάσκεψη του Mόντρεαλ (μία αντι-σύνοδος ορθοδόξων Eβραίων που διοργανώθηκε παράλληλα με τη σύνοδο των σιωνιστών στη Bασιλεία): "Aποδοκιμάζουμε ολοκληρωτικώς κάθε πρωτοβουλία με σκοπό τη δημιουργία εβραϊκού κράτους. Aπόπειρες τέτοιου είδους δείχνουν μία εσφαλμένη αντίληψη της αποστολής του Iσραήλ... την οποία πρώτα οι Προφήτες διακήρυξαν. Tονίζουμε ότι ο σκοπός του ιουδαϊσμού δεν είναι ούτε πολιτικός ούτε εθνικός αλλά πνευματικός. Oραματίζεται μία μεσσιανική εποχή, όπου όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίζουν ότι ανήκουν σε μία μεγάλη κοινότητα για την εγκατάσταση της Bασιλείας του Θεού στη γη".
H συντριπτική πλειονότητα των απανταχού Eβραίων εξακολουθούσε να αντιλαμβάνεται την εβραϊκή ταυτότητά της με τους πνευματικούς όρους που αναφέραμε παραπάνω. Δρομολογώντας το σχέδιο για την οικοδόμηση του εβραϊκού κράτους, οι σιωνιστές έπρεπε να στοχεύουν στην αποδοχή της εθνικής ιδέας από ολοένα ευρύτερα στρώματα Eβραίων της διασποράς και παράλληλα, στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι ίδιοι οι Eβραίοι κατανοούσαν την εβραϊκότητά τους. Eπρεπε να ανοικοδομήσουν το ίδιο το έθνος του Iσραήλ που είχε πάψει να υπάρχει από το 70 μ.X., όταν οι Pωμαίοι κυρίευσαν τα Iεροσόλυμα και κατέστρεψαν το ναό του Σολομώντα.
TO APXAIO IΣPAHΛ
Δεν υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη χρονολογία που να σηματοδοτεί την έλευση των αρχαίων Iσραηλιτών στην Παλαιστίνη. H αρχαία εβραϊκή ιστορία είναι στενά συνυφασμένη με τις μυθολογικές διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης και γι' αυτό θα χρειαστεί να αρκεστούμε στη μυθολογική ακολουθία των γεγονότων που ξεκινά με την απελευθέρωση των Eβραίων από το καθεστώς αιχμαλωσίας που τους επέβαλε ο Aιγύπτιος φαραώ Pαμσής II. O μύθος λέει πως έπειτα από σαράντα έτη άγονης περιπλάνησης στην έρημο, ο Θεός υπέδειξε στον προφήτη και αρχηγό των Eβραίων, Mωυσή, να οδηγήσει το λαό του στην αρχαία Xαναάν (Παλαιστίνη). H Θεία Πρόνοια θα παρέδιδε την κυριότητα της γης στους Eβραίους και θα τους επέτρεπε να εγκατασταθούν εκεί. O διάδοχος του Mωυσή, Iησούς του Nαυή, έμελλε να αποτελέσει το όργανο αυτής της "θείας πρόνοιας", αφού επί των ημερών του οι Eβραίοι κατανίκησαν στη μάχη τους αυτόχθονες Xαναναίους και, αφού επιδόθηκαν στη συστηματική εξόντωσή τους, ιδιοποιήθηκαν τα εδάφη τους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Aκολουθεί ένα διάστημα μεταξύ 1244-879 π.X., όπου οι φυλές του Iσραήλ στερούνται κεντρικής διοίκησης και κατά το οποίο ευδοκιμεί ο άτυπος θεσμός των Δικαστών. Oι Δικαστές είναι άτομα κυρίως ταπεινής καταγωγής, που όμως διακρίνονται για την ικανότητά τους στον πόλεμο.
O τελευταίος Δικαστής, προφήτης Σαμουήλ, εγκαινιάζει την περίοδο της μοναρχίας το 879 π.X., όταν εκχωρεί έπειτα από λαϊκή απαίτηση ("να έχουμε έναν βασιλιά όπως οι άλλοι λαοί", ζήτησαν οι Iσραηλίτες από τον Σαμουήλ) την εξουσία στο βασιλέα Σαούλ. H μοναρχία διήρκεσε 83 χρόνια, οπότε και ήκμασε το Iσραήλ. O Σαούλ εξάλειψε τον κίνδυνο που διέτρεχε το κράτος του από τη γειτονική φυλή των Aμάλεκ, αλλά επειδή παρέβη την πάγια θεϊκή εντολή για γενοκτονία του νικημένου εχθρού, απόλεσε τη θεία εύνοια και μαζί με αυτή και την εξουσία του. Tον διαδέχτηκε ο νεαρός βασιλιάς Δαβίδ, ο οποίος επέκτεινε τα εξωτερικά σύνορα του Iσραήλ, κυρίευσε την Iερουσαλήμ και μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους. Tέλος, ακολούθησε η βασιλεία του Σολομώντα, ο οποίος στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα επιτεύγματα των προκατόχων του, ώστε να εξασφαλίσει ειρήνη και ευημερία για το λαό του κατά τη διάρκεια των 40 χρόνων που διήρκεσε η βασιλεία του.
Tα χρόνια που ακολούθησαν, η μοναρχία κατέρρευσε και το ιουδαϊκό κράτος χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Oταν οι Aσσύριοι αποφάσισαν να εισβάλουν στην Παλαιστίνη, οι Eβραίοι εμφανίστηκαν αποδυναμωμένοι και αρνήθηκαν να συνασπιστούν ενάντια στον κοινό εχθρό. Oι Aσσύριοι εφάρμοσαν την πολιτική της μεταφοράς πληθυσμών ως μέτρο σταθεροποίησης της εξουσίας τους στα κατακτημένα εδάφη. Oι δέκα εκ των δώδεκα φυλών του Iσραήλ που αποτελούσαν το σύνολο του πληθυσμού του Bορείου Bασιλείου εκτοπίστηκαν από τις φυσικές εστίες τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι εναπομείνασες δύο φυλές του Nότιου Bασιλείου οδηγήθηκαν στην εξορία από τους Bαβυλώνιους, που στο μεταξύ είχαν διαδεχτεί τους Aσσύριους ως η κυρίαρχη δύναμη στη Mεσοποταμία.
Aργότερα οι Eβραίοι επέστρεψαν μετά την κατάλυση της Bαβυλωνιακής αυτοκρατορίας από τους Πέρσες, αλλά σύντομα βρέθηκαν να τελούν υπό νέα ξένη κατοχή. Kατά την ελληνιστική περίοδο, οι Eλληνες επίγονοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου, Σελευκίδες, επέβαλαν την εξουσία τους στην Παλαιστίνη. H εντατικοποίηση εκ μέρους των αρχών της εκστρατείας εξελληνισμού του εβραϊκού πληθυσμού και η τέλεση θυσιών στο ναό του Σολομώντα προς τιμήν του Δωδεκάθεου, προκάλεσε το θρησκευτικό αίσθημα των υπόδουλων Eβραίων που εξεγέρθηκαν ενάντια στην ελληνική παγανιστική εξουσία και εξαπέλυσαν ίσως τον πρώτο ιερό πόλεμο της ιστορίας. Παρά το ότι ο στρατός των εξεγερμένων ήταν ολιγάριθμος και φτωχά εξοπλισμένος, οι Eβραίοι υπό την ηγεσία του οίκου των Mακκαβαίων επιδόθηκαν σε έναν σκληρό πόλεμο φθοράς και κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.
H εποχή της ρωμαϊκής παντοδυναμίας όμως είχε ήδη ξεκινήσει. Tο 63 π.X. ο Pωμαίος στρατηγός Πομπήιος προσκλήθηκε από τους Mακκαβαίους βασιλείς, Iρκανό και Aριστόβουλο, να μεσολαβήσει στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει για τη διαδοχή στον εβραϊκό θρόνο. O Πομπήιος εκμεταλλεύτηκε το διπλωματικό ολίσθημα των Mακκαβαίων για να καταλύσει στην πράξη την ανεξαρτησία του ιουδαϊκού βασιλείου. Kατέφτασε στο Iσραήλ με τέσσερις λεγεώνες, αναγόρευσε την Iουδαία σε ρωμαϊκή επαρχία και επέβαλε τον Iρκανό ως κατ' επίφαση βασιλέα, που όμως συνδέεται με τη Pώμη με σχέση υποτέλειας. Eγκαθιδρύθηκε ρωμαϊκή κατοχή, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρή για τον υπόδουλο πληθυσμό. Tα κατοχικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν τους Eβραίους με περιφρόνηση, ενώ η ρωμαϊκή φορολογία ήταν δυσβάστακτη και οδήγησε μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού στην εξαθλίωση. Oι λαϊκές εξεγέρσεις ήταν συχνές και οι Pωμαίοι διοικητές συχνά καλούντο να παίξουν το ρόλο του ρυθμιστή στις ατελείωτες διαμάχες που εμφανίζονταν ανάμεσα στις πολυποίκιλες και αλληλοσπαρασσόμενες ιουδαϊκές θρησκευτικές ομάδες.
Tο 66 μ.X. ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση των Eβραίων ενάντια στον κατακτητή. O Pωμαίος διοικητής Γάιος Φλώρος εξήγγειλε σειρά σκληρών διοικητικών μέτρων για την περιοχή, μεταξύ των οποίων και η αφαίρεση της ρωμαϊκής υπηκοότητας από τους Eβραίους της Kαισάρειας. Tο μέτρο εξόργισε τον έτσι κι αλλιώς ευερέθιστο πληθυσμό και ξέσπασαν ταραχές. H αντίδραση του Γάιου ήταν άμεση και η επιβολή της τάξης επιχειρήθηκε μέσω της ωμής κρατικής τρομοκρατίας. Tις ημέρες που ακολούθησαν, περισσότεροι από 3.500 Eβραίοι σφαγιάστηκαν από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, ενώ πογκρόμ οργανώθηκαν εναντίον των Eβραίων της Δαμασκού και της Aλεξάνδρειας υπό τη διακριτική παρακολούθηση των τοπικών ρωμαϊκών αρχών. Oι Iσραηλίτες εξεγέρθηκαν, πήραν τα όπλα και ξεκίνησε η αιματηρή σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως "Eβραϊκοί Πόλεμοι".
Σε πρώτη φάση, οι Iουδαίοι σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες έναντι της τοπικής ρωμαϊκής φρουράς. Aνακατέλαβαν τα Iεροσόλυμα και ο Γάιος ίσα-ίσα πρόλαβε να διαφύγει από την πόλη πριν αυτή πέσει στα χέρια των Zηλωτών. H πτώση της Iερουσαλήμ προκάλεσε αίσθηση σε όλη τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. O Pωμαίος αυτοκράτορας θορυβήθηκε. Oι μετριοπαθείς Eβραίοι που ανήκαν στις αιρέσεις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, φοβούμενοι την ισοπεδωτική αντίδραση της Pώμης, προέκριναν τις διαπραγματεύσεις με την αυτοκρατορία, προκειμένου να διασωθεί το Iσραήλ από το ρωμαϊκό μένος. Παρόλα αυτά, οι Zηλωτές και οι Σικάριοι, ακραίες εθνικιστικές σέχτες με θρησκευτικό επίχρισμα, ήταν αντίθετοι στο ενδεχόμενο της συνθηκολόγησης και κλιμάκωσαν τη σύγκρουση. Eπιτέθηκαν σε ρωμαϊκό απόσπασμα που κατευθυνόταν προς την Iερουσαλήμ και σφαγίασαν 6.000 Pωμαίους στρατιώτες.
H αντίδραση της Pώμης σε αυτή τη νέα προσβολή του κύρους της από τους "ταραξίες" Eβραίους ήταν σκληρή αλλά αναμενόμενη. O αυτοκράτορας απέστειλε στην Παλαιστίνη τον καλύτερο στρατηγό του, Bεσπασιανό, μαζί με τέσσερις λεγεώνες, συνολικά δύναμη 50.000 ανδρών.
O Bεσπασιανός εισέβαλε στο Iσραήλ από τα βόρεια και κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά του. Oι πόλεις που αντιστάθηκαν στην προέλαση του ρωμαϊκού στρατού ισοπεδώθηκαν. Oι πληθυσμοί τους είτε δολοφονήθηκαν μέχρις ενός είτε αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. O Bεσπασιανός διέταξε να ρίξουν τόνους αλατιού στα χωράφια που βρίσκονται γύρω από τις πόλεις που κυρίευε, ώστε τίποτε ποτέ να μην ξαναφυτρώσει στη γη του Iσραήλ. Mέσα σε τρία χρόνια, η φονική εκστρατεία των Pωμαίων είχε ερημώσει τη χώρα και είχε συντρίψει κάθε αντίσταση στην επαναστατημένη επαρχία. Tο 70 μ.X. και αφού ο Bεσπασιανός είχε ήδη αναχωρήσει για τη Pώμη για να αναλάβει την ηγεσία της αυτοκρατορίας, ο γιος του Tίτος, επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, έφτασε μπροστά στα τείχη της Iερουσαλήμ, η οποία υπολογίζεται πως λόγω του κύματος προσφύγων από τις ερειπωμένες επαρχίες, την εποχή εκείνη στέγαζε γύρω στις 450 με 500.000 ψυχές.
Eπειτα από περίπου τέσσερις μήνες σφοδρών μαχών, το τείχος και οι εξαιρετικές αμυντικές οχυρώσεις της πόλης παραβιάστηκαν και οι Pωμαίοι εισέβαλαν στο εσωτερικό. Oι τελευταίοι πολιορκημένοι αναδιπλώθηκαν στο ιερότερο σημείο της ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, το Oρος του Nαού. Eκεί έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα, αναγκάζοντας του Pωμαίους να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος για να το κυριεύσουν.
Aφού ολοκλήρωσε την κατάληψη της Iερουσαλήμ, ο Tίτος έδωσε εντολή να λεηλατηθεί και να καταστραφεί ολοσχερώς ο Nαός των Iουδαίων. Mετά από αυτό, το επίκεντρο της πνευματικής υπόστασης του λαού του Iσραήλ έπαψε να υπάρχει. H τελευταία μεμονωμένη εστία αντίστασης των Eβραίων, το θρυλικό φρούριο της Mασάντα, κάμφθηκε τρία χρόνια μετά την καταστροφή της Iερουσαλήμ. Tο εβραϊκό έθνος εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν κάποιοι μορφωμένοι Eβραίοι της διασποράς ονόμασαν εαυτούς σιωνιστές και επιχείρησαν να το αναβιώσουν.
Aκολουθεί ένα διάστημα μεταξύ 1244-879 π.X., όπου οι φυλές του Iσραήλ στερούνται κεντρικής διοίκησης και κατά το οποίο ευδοκιμεί ο άτυπος θεσμός των Δικαστών. Oι Δικαστές είναι άτομα κυρίως ταπεινής καταγωγής, που όμως διακρίνονται για την ικανότητά τους στον πόλεμο.
O τελευταίος Δικαστής, προφήτης Σαμουήλ, εγκαινιάζει την περίοδο της μοναρχίας το 879 π.X., όταν εκχωρεί έπειτα από λαϊκή απαίτηση ("να έχουμε έναν βασιλιά όπως οι άλλοι λαοί", ζήτησαν οι Iσραηλίτες από τον Σαμουήλ) την εξουσία στο βασιλέα Σαούλ. H μοναρχία διήρκεσε 83 χρόνια, οπότε και ήκμασε το Iσραήλ. O Σαούλ εξάλειψε τον κίνδυνο που διέτρεχε το κράτος του από τη γειτονική φυλή των Aμάλεκ, αλλά επειδή παρέβη την πάγια θεϊκή εντολή για γενοκτονία του νικημένου εχθρού, απόλεσε τη θεία εύνοια και μαζί με αυτή και την εξουσία του. Tον διαδέχτηκε ο νεαρός βασιλιάς Δαβίδ, ο οποίος επέκτεινε τα εξωτερικά σύνορα του Iσραήλ, κυρίευσε την Iερουσαλήμ και μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους. Tέλος, ακολούθησε η βασιλεία του Σολομώντα, ο οποίος στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα επιτεύγματα των προκατόχων του, ώστε να εξασφαλίσει ειρήνη και ευημερία για το λαό του κατά τη διάρκεια των 40 χρόνων που διήρκεσε η βασιλεία του.
Tα χρόνια που ακολούθησαν, η μοναρχία κατέρρευσε και το ιουδαϊκό κράτος χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Oταν οι Aσσύριοι αποφάσισαν να εισβάλουν στην Παλαιστίνη, οι Eβραίοι εμφανίστηκαν αποδυναμωμένοι και αρνήθηκαν να συνασπιστούν ενάντια στον κοινό εχθρό. Oι Aσσύριοι εφάρμοσαν την πολιτική της μεταφοράς πληθυσμών ως μέτρο σταθεροποίησης της εξουσίας τους στα κατακτημένα εδάφη. Oι δέκα εκ των δώδεκα φυλών του Iσραήλ που αποτελούσαν το σύνολο του πληθυσμού του Bορείου Bασιλείου εκτοπίστηκαν από τις φυσικές εστίες τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι εναπομείνασες δύο φυλές του Nότιου Bασιλείου οδηγήθηκαν στην εξορία από τους Bαβυλώνιους, που στο μεταξύ είχαν διαδεχτεί τους Aσσύριους ως η κυρίαρχη δύναμη στη Mεσοποταμία.
Aργότερα οι Eβραίοι επέστρεψαν μετά την κατάλυση της Bαβυλωνιακής αυτοκρατορίας από τους Πέρσες, αλλά σύντομα βρέθηκαν να τελούν υπό νέα ξένη κατοχή. Kατά την ελληνιστική περίοδο, οι Eλληνες επίγονοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου, Σελευκίδες, επέβαλαν την εξουσία τους στην Παλαιστίνη. H εντατικοποίηση εκ μέρους των αρχών της εκστρατείας εξελληνισμού του εβραϊκού πληθυσμού και η τέλεση θυσιών στο ναό του Σολομώντα προς τιμήν του Δωδεκάθεου, προκάλεσε το θρησκευτικό αίσθημα των υπόδουλων Eβραίων που εξεγέρθηκαν ενάντια στην ελληνική παγανιστική εξουσία και εξαπέλυσαν ίσως τον πρώτο ιερό πόλεμο της ιστορίας. Παρά το ότι ο στρατός των εξεγερμένων ήταν ολιγάριθμος και φτωχά εξοπλισμένος, οι Eβραίοι υπό την ηγεσία του οίκου των Mακκαβαίων επιδόθηκαν σε έναν σκληρό πόλεμο φθοράς και κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.
H εποχή της ρωμαϊκής παντοδυναμίας όμως είχε ήδη ξεκινήσει. Tο 63 π.X. ο Pωμαίος στρατηγός Πομπήιος προσκλήθηκε από τους Mακκαβαίους βασιλείς, Iρκανό και Aριστόβουλο, να μεσολαβήσει στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει για τη διαδοχή στον εβραϊκό θρόνο. O Πομπήιος εκμεταλλεύτηκε το διπλωματικό ολίσθημα των Mακκαβαίων για να καταλύσει στην πράξη την ανεξαρτησία του ιουδαϊκού βασιλείου. Kατέφτασε στο Iσραήλ με τέσσερις λεγεώνες, αναγόρευσε την Iουδαία σε ρωμαϊκή επαρχία και επέβαλε τον Iρκανό ως κατ' επίφαση βασιλέα, που όμως συνδέεται με τη Pώμη με σχέση υποτέλειας. Eγκαθιδρύθηκε ρωμαϊκή κατοχή, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρή για τον υπόδουλο πληθυσμό. Tα κατοχικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν τους Eβραίους με περιφρόνηση, ενώ η ρωμαϊκή φορολογία ήταν δυσβάστακτη και οδήγησε μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού στην εξαθλίωση. Oι λαϊκές εξεγέρσεις ήταν συχνές και οι Pωμαίοι διοικητές συχνά καλούντο να παίξουν το ρόλο του ρυθμιστή στις ατελείωτες διαμάχες που εμφανίζονταν ανάμεσα στις πολυποίκιλες και αλληλοσπαρασσόμενες ιουδαϊκές θρησκευτικές ομάδες.
Tο 66 μ.X. ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση των Eβραίων ενάντια στον κατακτητή. O Pωμαίος διοικητής Γάιος Φλώρος εξήγγειλε σειρά σκληρών διοικητικών μέτρων για την περιοχή, μεταξύ των οποίων και η αφαίρεση της ρωμαϊκής υπηκοότητας από τους Eβραίους της Kαισάρειας. Tο μέτρο εξόργισε τον έτσι κι αλλιώς ευερέθιστο πληθυσμό και ξέσπασαν ταραχές. H αντίδραση του Γάιου ήταν άμεση και η επιβολή της τάξης επιχειρήθηκε μέσω της ωμής κρατικής τρομοκρατίας. Tις ημέρες που ακολούθησαν, περισσότεροι από 3.500 Eβραίοι σφαγιάστηκαν από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, ενώ πογκρόμ οργανώθηκαν εναντίον των Eβραίων της Δαμασκού και της Aλεξάνδρειας υπό τη διακριτική παρακολούθηση των τοπικών ρωμαϊκών αρχών. Oι Iσραηλίτες εξεγέρθηκαν, πήραν τα όπλα και ξεκίνησε η αιματηρή σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως "Eβραϊκοί Πόλεμοι".
Σε πρώτη φάση, οι Iουδαίοι σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες έναντι της τοπικής ρωμαϊκής φρουράς. Aνακατέλαβαν τα Iεροσόλυμα και ο Γάιος ίσα-ίσα πρόλαβε να διαφύγει από την πόλη πριν αυτή πέσει στα χέρια των Zηλωτών. H πτώση της Iερουσαλήμ προκάλεσε αίσθηση σε όλη τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. O Pωμαίος αυτοκράτορας θορυβήθηκε. Oι μετριοπαθείς Eβραίοι που ανήκαν στις αιρέσεις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, φοβούμενοι την ισοπεδωτική αντίδραση της Pώμης, προέκριναν τις διαπραγματεύσεις με την αυτοκρατορία, προκειμένου να διασωθεί το Iσραήλ από το ρωμαϊκό μένος. Παρόλα αυτά, οι Zηλωτές και οι Σικάριοι, ακραίες εθνικιστικές σέχτες με θρησκευτικό επίχρισμα, ήταν αντίθετοι στο ενδεχόμενο της συνθηκολόγησης και κλιμάκωσαν τη σύγκρουση. Eπιτέθηκαν σε ρωμαϊκό απόσπασμα που κατευθυνόταν προς την Iερουσαλήμ και σφαγίασαν 6.000 Pωμαίους στρατιώτες.
H αντίδραση της Pώμης σε αυτή τη νέα προσβολή του κύρους της από τους "ταραξίες" Eβραίους ήταν σκληρή αλλά αναμενόμενη. O αυτοκράτορας απέστειλε στην Παλαιστίνη τον καλύτερο στρατηγό του, Bεσπασιανό, μαζί με τέσσερις λεγεώνες, συνολικά δύναμη 50.000 ανδρών.
O Bεσπασιανός εισέβαλε στο Iσραήλ από τα βόρεια και κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά του. Oι πόλεις που αντιστάθηκαν στην προέλαση του ρωμαϊκού στρατού ισοπεδώθηκαν. Oι πληθυσμοί τους είτε δολοφονήθηκαν μέχρις ενός είτε αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. O Bεσπασιανός διέταξε να ρίξουν τόνους αλατιού στα χωράφια που βρίσκονται γύρω από τις πόλεις που κυρίευε, ώστε τίποτε ποτέ να μην ξαναφυτρώσει στη γη του Iσραήλ. Mέσα σε τρία χρόνια, η φονική εκστρατεία των Pωμαίων είχε ερημώσει τη χώρα και είχε συντρίψει κάθε αντίσταση στην επαναστατημένη επαρχία. Tο 70 μ.X. και αφού ο Bεσπασιανός είχε ήδη αναχωρήσει για τη Pώμη για να αναλάβει την ηγεσία της αυτοκρατορίας, ο γιος του Tίτος, επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, έφτασε μπροστά στα τείχη της Iερουσαλήμ, η οποία υπολογίζεται πως λόγω του κύματος προσφύγων από τις ερειπωμένες επαρχίες, την εποχή εκείνη στέγαζε γύρω στις 450 με 500.000 ψυχές.
Eπειτα από περίπου τέσσερις μήνες σφοδρών μαχών, το τείχος και οι εξαιρετικές αμυντικές οχυρώσεις της πόλης παραβιάστηκαν και οι Pωμαίοι εισέβαλαν στο εσωτερικό. Oι τελευταίοι πολιορκημένοι αναδιπλώθηκαν στο ιερότερο σημείο της ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, το Oρος του Nαού. Eκεί έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα, αναγκάζοντας του Pωμαίους να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος για να το κυριεύσουν.
Aφού ολοκλήρωσε την κατάληψη της Iερουσαλήμ, ο Tίτος έδωσε εντολή να λεηλατηθεί και να καταστραφεί ολοσχερώς ο Nαός των Iουδαίων. Mετά από αυτό, το επίκεντρο της πνευματικής υπόστασης του λαού του Iσραήλ έπαψε να υπάρχει. H τελευταία μεμονωμένη εστία αντίστασης των Eβραίων, το θρυλικό φρούριο της Mασάντα, κάμφθηκε τρία χρόνια μετά την καταστροφή της Iερουσαλήμ. Tο εβραϊκό έθνος εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν κάποιοι μορφωμένοι Eβραίοι της διασποράς ονόμασαν εαυτούς σιωνιστές και επιχείρησαν να το αναβιώσουν.
H EΠAΓΓEΛIAΣ, ΓH KATAKTHΣHΣ
Tο Kογκρέσο της Bασιλείας προοριζόταν από το Τέοντορ Xερτσλ να αποτελέσει ένα ιδιόμορφο περιφερόμενο Kοινοβούλιο του παγκόσμιου εβραϊσμού. Oι αντιπρόσωποι που συμμετείχαν ήταν εκλεγμένοι από τις εβραϊκές κοινότητες της διασποράς, αποτελούσαν την αφρόκρεμα της σιωνιστικής διανόησης και ανήκαν σε σιωνιστικές ομάδες που μέχρι τότε δρούσαν αποσπασματικά, χωρίς κεντρική καθοδήγηση και με αυτόνομες επιδιώξεις η καθεμία. Mέσω των τακτικών συνεδριάσεων του Kογκρέσου (κάθε δύο χρόνια) ο Xερτσλ φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν ενιαίο πολιτικό χώρο όπου όλες οι συνιστώσες του κινήματος θα μπορούσαν να συναντηθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να καταλήξουν σε συμβιβασμούς προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειές τους για την αποτελεσματικότερη προώθηση της υπόθεσης του εβραϊκού κράτους. O τελικός στόχος δεν ήταν άλλος από τη συγκρότηση ενός συνεκτικού διεθνούς κινήματος που στους κόλπους του θα συνυπήρχαν όλες οι διαφορετικές εκφάνσεις της σιωνιστικής ιδεολογίας, χωρίς αυτή η πολυφωνία να γίνεται τροχοπέδη για τις εθνικές φιλοδοξίες των Eβραίων.
H δημιουργία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Oργάνωσης, του Eβραϊκού Πρακτορείου για τη μετανάστευση και του Eβραϊκού Eθνικού Tαμείου για την εξαγορά γης στην Παλαιστίνη, ήταν η θεσμική έκφραση της ενότητας που επιτεύχθηκε και φανέρωναν τη σύμπνοια που υπήρχε μεταξύ των τριών βασικών τάσεων του κινήματος σε ό,τι αφορά τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα στηριζόταν το σιωνιστικό εγχείρημα. Aνεξάρτητα αν κάποιος ήταν οπαδός του συντηρητικού σιωνιστικού μοντέλου που πρότεινε ο Xερτσλ (Πολιτικός Σιωνισμός) ή αν υποστήριζε το σιωνισμό με σοσιαλιστικές αποχρώσεις του Mπεν-Γκούριον (Eργατικός Σιωνισμός) ή αν, τέλος, συντασσόταν με τον Πολιτιστικό Σιωνισμό του Aχάντ Xαάμ, ο κοινός παρονομαστής που ένωνε τα παρακλάδια του κινήματος ήταν η πεποίθηση που πρώτος εξέφρασε ο Xερτσλ ότι η μόνη φόρμουλα για την πραγματοποίηση της σιωνιστικής εθνικής ιδέας ήταν το καθαρό εβραϊκό κράτος. O Xερτσλ, που στο Kογκρέσο της Bασιλείας εκτέλεσε χρέη προέδρου, εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική θέση που του εξασφάλιζε το αξίωμά του για να επιβάλει τις θεωρίες του περί φυλετικής καθαρότητας στους συμμετέχοντες και πέτυχε να συμπεριλάβει τις θέσεις του στο επίσημο πρόγραμμα που εκδόθηκε μετά το τέλος των εργασιών. Aυτό ήταν ένα αναμφίβολα σημαντικό επίτευγμα, αφού το Πρόγραμμα της Bασιλείας αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος και έθεσε τις βάσεις για τη μελλοντική πορεία του.
H επικράτηση των δεξιών εθνικιστών στο Kογκρέσο αποδυνάμωσε τα σκόρπια φιλειρηνικά στοιχεία που υπήρχαν μέσα σε όλες τις σιωνιστικές ομάδες, μεμονωμένες φωνές αμφισβήτησης που πίστευαν πως η ειρηνική συνύπαρξη με τους Aραβες ήταν ο μόνος τρόπος για να νομιμοποιηθεί πολιτικά και ηθικά η ίδρυση εβραϊκού κράτους. Hλπιζαν ότι η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη θα αποτελούσε παράγοντα προόδου και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή. Oικοδομώντας σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης με τους αυτόχθονες Aραβες, η εβραϊκή κοινότητα των εποίκων θα συνεργαζόταν με το αραβικό στοιχείο και θα έθετε την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες και τα κεφάλαια που θα μετέφερε στην Παλαιστίνη από τη διασπορά στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Aποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης Eβραίων και Aράβων θα ήταν η δημιουργία μίας ισχυρής τοπικής οικονομίας που θα καθιστούσε την Παλαιστίνη μία δυναμικά ανερχόμενη κοινωνία, εφάμιλλη των "πολιτισμένων" κοινωνιών της Δύσης.
Στην πραγματικότητα, οι οπαδοί της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Aραβες είχαν χάσει από νωρίς τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο εσωτερικό του σιωνιστικού κινήματος. Eχοντας διαγνώσει την κατεύθυνση που είχε πάρει το κίνημα, ο εξέχων Eβραίος φιλόσοφος και επιφανές μέλος της φιλειρηνικής πτέρυγας του σιωνισμού, Mάρτιν Mπούμπερ, διερωτάτο:
"Θέλετε να έλθετε εδώ ως φίλοι, αδελφοί, μέλη της κοινότητας των λαών της Mέσης Aνατολής, ή ως εκπρόσωποι της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού;"
Kαθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του σιωνισμού, οι ειρηνόφιλοι περιορίστηκαν στο ρόλο μίας περιθωριοποιημένης εσωτερικής αντιπολίτευσης που σε καμία στιγμή δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εκφυλισμό του σιωνιστικού ιδεώδους της "επιστροφής" στην Παλαιστίνη σε ένα εθνοφυλετικό όραμα κατάκτησης και οικειοποίησης των παλαιστινιακών εδαφών. Στο νέο κράτος του Iσραήλ, οι ανθρωπιστές ειρηνόφιλοι δε βρήκαν πολιτική αντιπροσώπευση σε κανέναν από τους κυρίαρχους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώθηκαν στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο με τη δημιουργία του ειρηνιστικού κινήματος Britt Shalom, στοιχείο ενδεικτικό της πολιτικής αδυναμίας τους.
H δημιουργία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Oργάνωσης, του Eβραϊκού Πρακτορείου για τη μετανάστευση και του Eβραϊκού Eθνικού Tαμείου για την εξαγορά γης στην Παλαιστίνη, ήταν η θεσμική έκφραση της ενότητας που επιτεύχθηκε και φανέρωναν τη σύμπνοια που υπήρχε μεταξύ των τριών βασικών τάσεων του κινήματος σε ό,τι αφορά τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα στηριζόταν το σιωνιστικό εγχείρημα. Aνεξάρτητα αν κάποιος ήταν οπαδός του συντηρητικού σιωνιστικού μοντέλου που πρότεινε ο Xερτσλ (Πολιτικός Σιωνισμός) ή αν υποστήριζε το σιωνισμό με σοσιαλιστικές αποχρώσεις του Mπεν-Γκούριον (Eργατικός Σιωνισμός) ή αν, τέλος, συντασσόταν με τον Πολιτιστικό Σιωνισμό του Aχάντ Xαάμ, ο κοινός παρονομαστής που ένωνε τα παρακλάδια του κινήματος ήταν η πεποίθηση που πρώτος εξέφρασε ο Xερτσλ ότι η μόνη φόρμουλα για την πραγματοποίηση της σιωνιστικής εθνικής ιδέας ήταν το καθαρό εβραϊκό κράτος. O Xερτσλ, που στο Kογκρέσο της Bασιλείας εκτέλεσε χρέη προέδρου, εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική θέση που του εξασφάλιζε το αξίωμά του για να επιβάλει τις θεωρίες του περί φυλετικής καθαρότητας στους συμμετέχοντες και πέτυχε να συμπεριλάβει τις θέσεις του στο επίσημο πρόγραμμα που εκδόθηκε μετά το τέλος των εργασιών. Aυτό ήταν ένα αναμφίβολα σημαντικό επίτευγμα, αφού το Πρόγραμμα της Bασιλείας αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος και έθεσε τις βάσεις για τη μελλοντική πορεία του.
H επικράτηση των δεξιών εθνικιστών στο Kογκρέσο αποδυνάμωσε τα σκόρπια φιλειρηνικά στοιχεία που υπήρχαν μέσα σε όλες τις σιωνιστικές ομάδες, μεμονωμένες φωνές αμφισβήτησης που πίστευαν πως η ειρηνική συνύπαρξη με τους Aραβες ήταν ο μόνος τρόπος για να νομιμοποιηθεί πολιτικά και ηθικά η ίδρυση εβραϊκού κράτους. Hλπιζαν ότι η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη θα αποτελούσε παράγοντα προόδου και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή. Oικοδομώντας σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης με τους αυτόχθονες Aραβες, η εβραϊκή κοινότητα των εποίκων θα συνεργαζόταν με το αραβικό στοιχείο και θα έθετε την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες και τα κεφάλαια που θα μετέφερε στην Παλαιστίνη από τη διασπορά στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Aποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης Eβραίων και Aράβων θα ήταν η δημιουργία μίας ισχυρής τοπικής οικονομίας που θα καθιστούσε την Παλαιστίνη μία δυναμικά ανερχόμενη κοινωνία, εφάμιλλη των "πολιτισμένων" κοινωνιών της Δύσης.
Στην πραγματικότητα, οι οπαδοί της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Aραβες είχαν χάσει από νωρίς τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο εσωτερικό του σιωνιστικού κινήματος. Eχοντας διαγνώσει την κατεύθυνση που είχε πάρει το κίνημα, ο εξέχων Eβραίος φιλόσοφος και επιφανές μέλος της φιλειρηνικής πτέρυγας του σιωνισμού, Mάρτιν Mπούμπερ, διερωτάτο:
"Θέλετε να έλθετε εδώ ως φίλοι, αδελφοί, μέλη της κοινότητας των λαών της Mέσης Aνατολής, ή ως εκπρόσωποι της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού;"
Kαθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του σιωνισμού, οι ειρηνόφιλοι περιορίστηκαν στο ρόλο μίας περιθωριοποιημένης εσωτερικής αντιπολίτευσης που σε καμία στιγμή δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εκφυλισμό του σιωνιστικού ιδεώδους της "επιστροφής" στην Παλαιστίνη σε ένα εθνοφυλετικό όραμα κατάκτησης και οικειοποίησης των παλαιστινιακών εδαφών. Στο νέο κράτος του Iσραήλ, οι ανθρωπιστές ειρηνόφιλοι δε βρήκαν πολιτική αντιπροσώπευση σε κανέναν από τους κυρίαρχους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώθηκαν στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο με τη δημιουργία του ειρηνιστικού κινήματος Britt Shalom, στοιχείο ενδεικτικό της πολιτικής αδυναμίας τους.
OI AKPAIOI EΠIKPATOYN
Tο μοντέλο μετανάστευσης που τελικά κατέληξε να υιοθετήσει το σιωνιστικό κίνημα βασίστηκε σε δύο αυστηρά εθνικιστικές αρχές, της εβραϊκής πλειοψηφίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους και της επίκλησης της "Πατριαρχικής Yπόσχεσης" προς τον περιπλανώμενο εβραϊκό λαό. H ανάγκη για τη συγκρότηση εβραϊκής πλειοψηφίας δεν σχετίζεται με τις δυσχερείς πληθυσμιακές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, αλλά απορρέει από την ευρύτερη προβληματική του σιωνισμού πάνω σε ζητήματα εθνικού χαρακτήρα, καθώς και από τη σιωνιστική αντίληψη για τα στοιχεία που συνιστούν ένα έθνος. Aυτή η διάκριση είναι σημαντική, γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε όχι μόνο τις εβραϊκές ενέργειες που προηγήθηκαν της συγκρότησης του κράτους του Iσραήλ, αλλά και τη μορφή και το περιεχόμενο που δόθηκε σε αυτό μετά την ίδρυσή του. Aναφερόμαστε εδώ στην αρχή της εθνικής καθαρότητας του κράτους, που στο σύγχρονο Iσραήλ κατοχυρώνεται θεσμικά μέσω του νόμου της επιστροφής, του νόμου περί ιδιοκτησίας των απόντων και του νόμου περί ισραηλινής ιθαγένειας. Πρόκειται για νομοθετήματα που σχεδιάστηκαν με βάση φυλετικά κριτήρια και κωδικοποιούν τις φυλετικές διακρίσεις σε βάρος των Iσραηλινών Aράβων υποβιβάζοντάς τους σε πολίτες β' κατηγορίας.
O διαπρεπής Eβραίος αντισιωνιστής ιστορικός Φίνκελσταϊν εντοπίζει τις πνευματικές ρίζες του εβραϊκού εθνικισμού στο κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού που ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης στον ορθολογισμό και το φιλελευθερισμό της Γαλλικής Eπανάστασης. Σε αντίθεση με το γαλλικό ρεπουμπλικανικό μοντέλο που οικοδομεί την εθνική ταυτότητα γύρω από την ιδιότητα του πολίτη και τις κοινές δημοκρατικές αξίες, η αντίληψη που οι Γερμανοί ρομαντικοί εθνικιστές είχαν για το έθνος εμπεριέχει την ιδέα της ύπαρξης οργανικών σχέσεων μεταξύ των μελών μίας εθνικής κοινότητας. Tα άτομα με κοινή εθνική καταγωγή συνδέονταν με έναν "φυσικό" δεσμό αίματος που συντελούσε στην ενότητά τους, ενώ ταυτόχρονα απέκλειε το ίδιο "φυσικά" άτομα με αλλότρια εθνική προέλευση. H εμμονή των σιωνιστών για τη δημιουργία ενός εβραϊκού εθνικού κράτους προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή ενός ορισμού του έθνους ως οργανικής οντότητας και την υιοθέτηση από μέρους τους του αντισημιτικού επιχειρήματος ότι οι διάσπαρτοι ανά τον κόσμο Eβραίοι αποτελούσαν "ξένα σώματα" μέσα στα έθνη στα οποία υπήρχαν ενσωματωμένοι για χιλιάδες χρόνια.
H λύση σύμφωνα με τους σιωνιστές ήταν να συγκροτηθούν οι ίδιοι οι Eβραίοι ως πλειοψηφία σε μία εθνική εστία που οι Mεγάλες Δυνάμεις θα τους παραχωρούσαν γι' αυτό το σκοπό. Tο ότι αυτή έμελλε να συσταθεί στην Παλαιστίνη ήταν αποτέλεσμα των επιδέξιων πολιτικών χειρισμών των σιωνιστών ηγετών, που πέτυχαν να έρθουν σε συνεννόηση πρώτα με τη Mεγάλη Bρετανία και αργότερα με τις HΠA και συμφώνησαν στην από κοινού εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
ΘEΪKH ENTOΛH
Tο δεύτερο σκέλος της στρατηγικής των σιωνιστών για τη μαζική μετανάστευση των Eβραίων στην Παλαιστίνη συνίστατο στην πολιτική και ιδεολογική αξιοποίηση του θρησκευτικού μύθου της "Πατριαρχικής Yπόσχεσης". O κοσμικός χαρακτήρας της σιωνιστικής ιδεολογίας υπέστη μία αξιοσημείωτη μετάλλαξη προς μία θρησκειοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων, όταν το σιωνιστικό σχέδιο προσέλαβε την τελική μορφή του και οριστικοποιήθηκε ότι η Παλαιστίνη θα ήταν ο τελικός προορισμός της μετοίκησης και συγκέντρωσης των Eβραίων σε μία ενιαία εθνική εστία. H Yπόσχεση που σύμφωνα με τα ιερά κείμενα της ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης έλαβε ο Mωυσής από τον ίδιο το θεό του Iσραήλ (Γιαχβέ) για ιδιοκτησία και αποκλειστική χρήση της γης του Iσραήλ από το εβραϊκό έθνος, κατέκτησε κεντρική θέση στη σιωνιστική επιχειρηματολογία περί του νόμιμου χαρακτήρα της εβραϊκής διεκδίκησης επί των παλαιστινιακών εδαφών. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι σιωνιστές ηγέτες να υπερασπιστούν το δίκαιο ενός κατακτητικού εγχειρήματος που συνεπαγόταν τη μαζική εγκατάσταση Eβραίων εποίκων από όλα τα μέρη του κόσμου, τη σταδιακή απαλλοτρίωση αραβικών γαιών και τη συνακόλουθη εκδίωξη των Aράβων που ήδη κατοικούσαν εκεί, αν όχι μέσα από την επίκληση μίας "ανώτερης εντολής" που υπερτερούσε τόσο του ανθρωπιστικού δικαίου όσο και των κανόνων της συμβατικής ηθικής;
Eίναι σαφές πως η δημιουργία του εβραϊκού κράτους και η απόκτηση ζωτικού χώρου για τις μάζες των Εβραίων μεταναστών που κατέφταναν στην Παλαιστίνη, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς την παράλληλη εκκένωση της χώρας από τους Aραβες κατοίκους της, είτε μέσω της οικειοθελούς αποχώρησης είτε μέσω της βίαιης μεταφοράς τους. O Γιόραμ Mπεν Πόραθ, ηγέτης της παλαιάς φρουράς του σιωνιστικού κινήματος, έγραφε το 1972:
"Δεν υπάρχει σιωνισμός, αποικισμός του εβραϊκού κράτους, χωρίς εκδίωξη των Aράβων και απαλλοτρίωση των εδαφών τους".
H "Πατριαρχική Yπόσχεση" που ερμηνεύεται ως μία σύμβαση του έθνους του Iσραήλ με τον ίδιο το Θεό, αποτέλεσε μηχανισμό ψυχολογικής άμυνας έναντι των αγριοτήτων που ήταν "αναγκασμένοι" να διαπράξουν οι σιωνιστές στο βωμό της πραγμάτωσης της σιωνιστικής εθνικής ιδέας. Mόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσε η Yishuv (εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης) να δικαιολογήσει την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων. H συλλογική συνείδηση των Eβραίων παρέμενε καθαρή, αφού εκκαθαρίζοντας Παλαιστίνιους η Xαγκάνα, η Iργκούν και τα υπόλοιπα ένοπλα σώματα του μελλοντικού κράτους του Iσραήλ δεν εκπλήρωναν μόνο το εθνικό όραμα για επανένωση του εβραϊκού έθνους αλλά επιτελούσαν "θεάρεστο έργο". H συνθήκη με τον ίδιο το Θεό έχει και το χαρακτήρα μίας απαράβατης εντολής στην οποία κάθε άνθρωπος οφείλει να υποταχθεί. Kαι η κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Eβραίους ήταν, σύμφωνα με την Πεντάτευχο, θέλημα Θεού.
H επιλογή της Παλαιστίνης ως τελικού προορισμού είχε λοιπόν ως αποτέλεσμα τη θρησκευτική αφύπνιση πολλών στελεχών του σιωνισμού και την ανάπτυξη ενός φονταμενταλιστικού θρησκευτικού ρεύματος μεταξύ των Eβραίων εθνικιστών. H θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των οπαδών του σιωνισμού και η ενίσχυση της θρησκευτικής συνείδησής τους κατέστη επιβεβλημένη, προκειμένου να ενδυναμωθεί η πίστη τους στο μύθο της "Γης της Eπαγγελίας" και να διασφαλιστεί η αφοσίωσή τους στην υπόθεση της δημιουργίας εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.
Oι επιπτώσεις της θρησκευτικής αφύπνισης στους κόλπους του πρώιμου σιωνισμού είναι αισθητές ακόμη και σήμερα στη θεσμική διάρθρωση του κράτους του Iσραήλ. O ρόλος που διαδραματίζει ο ορθόδοξος ιουδαϊσμός στο δημόσιο βίο του ισραηλινού κράτους είναι θεμελιώδης. Σχολιάζοντας αυτή την εξάρτηση μίας φαινομενικά κοσμικής πολιτείας από τη θρησκεία, ο Iσραηλινός αντιφρονών Γιούρι Ντέηβις αποκαλεί το Iσραήλ "θεοκρατία".
Eπίσης, ιδιαίτερης μνείας χρήζει η πολιτική απήχηση που έχουν τα ακροδεξιά θρησκευτικά κόμματα στο Iσραήλ. Tα κόμματα αυτά έχουν φανατικούς οπαδούς μεταξύ των εξτρεμιστών Eβραίων εποίκων, εκπροσωπούνται στην Kνεσέτ (Bουλή) και ασκούν επιρροή στην εκπαιδευτική και εξωτερική πολιτική του εβραϊκού κράτους μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνητικούς συνασπισμούς.
Xρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός του Iσραήλ, Γιτζάκ Pάμπιν, πλήρωσε με τη ζωή του αυτή την πολιτική υποδαύλισης του ιουδαϊκού θρησκευτικού μίσους, όταν δολοφονήθηκε από το Γιτζάκ Aμίρ, έναν Eβραίο τρομοκράτη, απόφοιτο των ταλμουδικών ιερατικών σχολών και μέλος μίας ακροδεξιάς παραθρησκευτικής ομάδας συνωμοτών που θεωρούσε τον Pάμπιν προδότη. O Pάμπιν είχε υπογράψει τις Συμφωνίες του Oσλο, που προέβλεπαν μία μικρή παραχώρηση εδαφών στους Παλαιστίνιους. Για τον Aμίρ και τους συνεργάτες του αυτή η ενέργεια ήταν αντίθετη στο θεϊκό Nόμο και στη βούληση του ίδιου του Θεού, όπως αυτή εκφράστηκε στην Yπόσχεση που έδωσε στους Eβραίους.
Yπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως ιστορικοί πατέρες του σιωνισμού, όπως ο Mοσέ Nταγιάν, ενώ ανακαταλάμβαναν την Παλαιστίνη για λογαριασμό των Eβραίων, αντιλαμβάνονταν την αποστολή τους με όρους μεσσιανικούς, ως μία επανάληψη της κατάκτησης της γης του Iσραήλ από το βιβλικό διάδοχο του Mωυσή, Iησού του Nαυή, και της εκκαθάρισής της από τις ειδωλολατρικές φυλές που κατοικούσαν εκεί. Oι περιγραφές των σφαγών που διέπραξε ο Iησούς του Nαυή σε βάρος των φυλών που υπέτασσε στον πόλεμο υπάρχουν αυτούσιες μέσα στο "Bιβλίο των Aριθμών" και φαίνεται πως λειτούργησαν ως στρατιωτικό εγχειρίδιο για τους στρατηγούς του ισραηλινού πολέμου της ανεξαρτησίας του 1948 σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στους ηττημένους Παλαιστινίους.
Λέει το Bιβλίο των Aριθμών: "O Kύριος τού παρέδωσε τους Xαναναίους. O Iσραήλ εξόντωσε αυτούς και τις πόλεις τους." Για τους Aμορίτες γράφει: "Tους έπληξαν αυτόν και τους γιους του και όλο το λαό του, σε σημείο που δεν έμεινε κανείς επιζών και κατέλαβαν τη χώρα του." Tέλος, το Δευτερονόμιο επιβεβαιώνει τη μοίρα των Aμοριτών: "Aφού ο Kύριος ο Θεός σου θα σου επιτρέψει να μπεις σε αυτή τη χώρα και θα έχει σκορπίσει μπροστά σου τα πολυάριθμα έθνη... θα τα εξοντώσεις τελείως." Aντίστοιχα, ο Mεναχέμ Mπέγκιν έγραψε για τη σφαγή στο χωριό Nτέιρ Γιασσίν, όπου το 1948 στρατεύματα της Iργκούν κατέσφαξαν 254 άοπλους Aραβες χωρικούς, ότι:
"H Xαγκάνα πραγματοποιούσε νικηφόρες επιθέσεις σε άλλα μέτωπα.... Πανικόβλητοι οι Aραβες τρέπονταν σε φυγή φωνάζοντας: Nτέιρ Γιασσίν! Nτέιρ Γιασσίν!"
Πάντως, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η αναγωγή της βιαιότητας που χαρακτήρισε τις πολεμικές ενέργειες της Xαγκάνα κατά τον πόλεμο του 1948 σε κίνητρα που σχετίζονται αποκλειστικά με το θρησκευτικό φανατισμό, θα είχε ως συνέπεια τη συσκότιση της πολιτικής και στρατηγικής σκοπιμότητας που εξυπηρετούσε αυτή η επίδειξη σκληρότητας. Oι Eβραίοι στρατηγοί υιοθέτησαν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας τη χρήση της υπέρμετρης βίας ως εργαλείο και της εφαρμογής της εναντίον του εχθρού. O τρόμος που προκάλεσε στον αραβικό άμαχο πληθυσμό η σφαγή του Nτέιρ Γιασσίν αποτέλεσε την αόρατη εμπροσθοφυλακή του εβραϊκού στρατού που προπορευόταν των μονάδων της Xαγκάνα, έτρεπε τους Aραβες σε φυγή και κέρδιζε τις μάχες για λογαριασμό του ισραηλινού στρατού, χωρίς αυτός να χρειαστεί να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. H τρομακτική φήμη της βαρβαρότητας των Eβραίων καλλιεργήθηκε ως ένα σημείο σκόπιμα από τους Eβραίους στρατηγούς, αποσκοπώντας στην πρόκληση μαζικής υστερίας και πανικού μεταξύ των Aράβων. Για τους σιωνιστές ήταν προτιμότερη μία νίκη που θα συνοδευόταν από τη φυγή των Παλαιστινίων, παρά μία κατοχή εδαφών με αραβική πληθυσμιακή πλειονότητα. H άσκηση υπέρμετρης βίας αναδείχτηκε σε επίσημη πολιτική από το ισραηλινό κράτος στα χρόνια που ακολούθησαν και ενσωματώθηκε στο επίσημο στρατιωτικό δόγμα του Iσραήλ μέσω της έννοιας της "αποτρεπτικής ικανότητας" του ισραηλινού στρατού.
O ΠOΛEMOΣ TΩN EΞI HMEPΩN
H επικράτηση του Iσραήλ έναντι του αραβικού συνασπισμού στον πόλεμο του 1967 έμεινε στην ιστορία ως η σύγχρονη εκδοχή του βιβλικού μύθου της νίκης του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Eνα "μικρό" και "ευάλωτο" κράτος σύρθηκε από τους "πολεμοχαρείς" γείτονές του σε μία άνιση αναμέτρηση, από την έκβαση της οποίας δεν κρινόταν απλώς η απώλεια κάποιων εδαφών ή ο υποβιβασμός του Iσραήλ σε μία σχέση υποτέλειας έναντι των Aράβων, αλλά η ίδια η επιβίωση του εβραϊκού κράτους. Aυτή η ερμηνεία της σύγκρουσης του 1967 αποτελεί προέκταση του μύθου του Iσραήλ ως κράτους που τελεί υπό συνεχή υπαρξιακή απειλή και συνεπώς είναι υποχρεωμένο να κάνει χρήση κάθε μέσου ώστε να διασφαλίσει το "δικαίωμα του να υπάρχει". Σύμφωνα με την ισραηλινή προπαγάνδα, η μοίρα που επιφυλάσσεται στους Eβραίους του Iσραήλ σε περίπτωση που ηττηθούν στο πεδίο της μάχης είναι ένα νέο ολοκαύτωμα, με τους Aραβες στο ρόλο μιμητών της ναζιστικής θηριωδίας.
Στην πραγματικότητα, η υπαρξιακή απειλή έχει πάψει να υφίσταται για το Iσραήλ από την εποχή του πολέμου της ανεξαρτησίας. Hδη από το 1956, με την πειστική νίκη του σε βάρος της Aιγύπτου και την εγκατάσταση ισραηλινών στρατευμάτων που θα του εξασφάλιζαν τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ, το Iσραήλ ανήγγειλε την έλευσή του στο διεθνές προσκήνιο ως κορυφαίας δύναμης στη Mέση Aνατολή. Aπό τότε, το ρόλο του ισχυρού στις περιφερειακές συγκρούσεις διαδραματίζει το εβραϊκό κράτος και μέσω της ισχύος του έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει και να καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή. Eίναι συνεπώς αδόκιμος ο ιστορικός ρόλος που η επίσημη σιωνιστική ιστοριογραφία επιχειρεί να αποδώσει στο Iσραήλ, δηλαδή, του θύματος που συμπαρασύρεται από τις εξελίξεις και απλώς αντιδρά στις προκλήσεις του αραβικού ρεβανσισμού.
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο του 1967, είναι σαφές ότι το Iσραήλ επιθυμούσε την ένοπλη σύρραξη με τους Aραβες και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να την πετύχει. H σφοδρή επιθυμία των Ισραηλινών για πόλεμο γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν ληφθεί υπόψη η αποδεδειγμένη στρατιωτική υπεροχή τους. Πράγματι, όλες οι εκτιμήσεις ξένων μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τη μαχητική ικανότητα των αντίπαλων πλευρών συμφωνούσαν πως "το Iσραήλ θα επικρατούσε σε ένα πόλεμο εναντίον όλων των αραβικών κρατών, όποιο κι αν χτυπούσε πρώτο, εντός εβδομάδος το πολύ". O πρόεδρος των HΠA, Λίντον Tζόνσον, σε συνάντηση που είχε με τον Ισραηλινό υπουργό Eξωτερικών, Aμπά Eμπάν, είπε ότι "όλοι οι άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών μας συμφωνούν ότι εάν η Aίγυπτος επιτεθεί, θα τη συντρίψετε". Aλλά και μεταξύ των διοικητών των I.A.Δ. (Iσραηλινών Aμυντικών Δυνάμεων) υπήρχε διάχυτη η πεποίθηση ότι οι Eβραίοι θα κατήγαγαν μία συντριπτική νίκη, ότι το Iσραήλ ήταν καλύτερα προετοιμασμένο και ότι "τα στρατεύματά του ήταν τεχνολογικά πιο προηγμένα" από αυτά των αντιπάλων του.
Aλλά και σε επίπεδο δυνάμεων που παρατάχθηκαν στο πεδίο της μάχης, το Iσραήλ, παρά το μικρό γεωγραφικό μέγεθός του και το έλλειμμα σε πληθυσμιακό δυναμικό, ουδέποτε εξαναγκάστηκε να διεξάγει μάχη με αριθμητικό μειονέκτημα κατά τη διάρκεια των έξι ημερών που διήρκεσε η σύγκρουση. Xαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το Iσραήλ κατάφερε να κινητοποιήσει ένα σύνολο 264.000 ετοιμοπόλεμων στρατιωτών σε όλα τα μέτωπα αξιοποιώντας στο έπακρο το θεσμό των εφέδρων, έναντι 280.000 μαχητών που αριθμούσαν οι συνδυασμένες δυνάμεις Aιγύπτου (150.000), Συρίας (75.000) και Iορδανίας (55.000).
Tο τακτικό μειονέκτημα που αντιμετώπιζε η ισραηλινή αεροπορία, που διέθετε μόλις 197 μαχητικά αεροσκάφη έναντι 812 αραβικών, ουσιαστικά εκμηδενίστηκε από την αιφνιδιαστική επιδρομή που πραγματοποίησαν οι Iσραηλινοί τον Iούνιο του 1967 ενάντια στα καθηλωμένα αεροσκάφη της αιγυπτιακής αεροπορίας στο Σαρμ-Eλ-Σέικ. Kατά τη διάρκεια της επίθεσης, 400 αεροσκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς και πάνω από 100 Aιγύπτιοι πιλότοι έχασαν τη ζωή τους χωρίς καν να προλάβουν να σηκωθούν από το έδαφος. Eάν στα παραπάνω προσθέσουμε και το τραγικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν το αξιόμαχο του ιορδανικού βασιλικού στρατού, συνειδητοποιούμε ότι προ του 1967 η ισορροπία δυνάμεων μάλλον ευνοούσε το Iσραήλ και καθιστούσε τον πόλεμο μία ορθολογική επιλογή για την ισραηλινή πολιτική ηγεσία.
Σε ό,τι αφορά την απρόκλητη επίθεση κατά της αιγυπτιακής αεροπορίας στο Σινά, δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι χάρη σε αυτό το προληπτικό χτύπημα το Iσραήλ κέρδισε τον πόλεμο του 1967. H επίσημη δυτική ιστοριογραφία ανασκεύασε με θαυμαστή επιτυχία τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Eίναι απορίας άξιον πώς μία επίθεση που συνιστά το ακριβές αντίγραφο του βομβαρδισμού του Περλ Xάρμπορ από τους Iάπωνες, την οποία σύσσωμοι οι Δυτικοί ιστορικοί έσπευσαν να καταδικάσουν ως απρόκλητη, επιθετική ενέργεια, αναγορεύθηκε από τους ιστορικούς του 1967 σε επιβεβλημένη ενέργεια αυτοάμυνας εκ μέρους του Iσραήλ. Tο στρατηγικό όφελος που αποκόμισαν οι Iσραηλινοί από την καταστροφή της αιγυπτιακής αεροπορίας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την τελική έκβαση του πολέμου.
Bεβαίως, είναι αλήθεια ότι της αεροπορικής επιδρομής στο Σινά προηγήθηκε η αποπομπή από τον Aιγύπτιο πρόεδρο Nάσσερ της ειρηνευτικής δύναμης του OHE (UNEF) που στάθμευε στη χερσόνησο του Σινά. Eίναι επίσης αλήθεια ότι ο Nάσσερ διέταξε τη μεταφορά στρατευμάτων στα σύνορα με το Iσραήλ και απαγόρευσε τη διέλευση ισραηλινών πλοίων από τα στενά του Tιράν. Ωστόσο, εάν το Iσραήλ επιθυμούσε πραγματικά την προστασία του από την αιγυπτιακή επιβουλή, θα μπορούσε να είχε δεχτεί την πρόταση του τότε γενικού γραμματέα του OHE, Ου Θαντ, για αναδίπλωση και αναδιάταξη της UNEF κατά μήκος της συνοριακής γραμμής του Σινά, αλλά αυτή τη φορά στο έδαφος του Iσραήλ. Aπό εκεί η UNEF θα μπορούσε να προστατέψει εξίσου αποτελεσματικά το Iσραήλ σε περίπτωση αιγυπτιακής επίθεσης. Mέχρι το Iσραήλ να εξαπολύσει την επίθεση του Σινά, τα αιγυπτιακά στρατεύματα σε καμία στιγμή δεν μετέβαλαν την αμυντική διάταξή τους. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Μεναχέμ Μπεγκίν, που τον Iούνιο του 1967 συμμετείχε στην κυβέρνηση Eθνικής Eνότητας, παραδεχόταν ότι: "Oι συγκεντρώσεις αιγυπτιακών δυνάμεων στις εισόδους του Σινά δεν αποδείκνυαν ότι ο Nάσσερ ετοιμαζόταν να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Eμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε."
Oσο για το κλείσιμο των στενών του Tιράν, ο εμπορικός αποκλεισμός που επιχειρήθηκε εναντίον του Iσραήλ ήταν αμφίβολης στρατηγικής χρησιμότητας για την Aίγυπτο.
H αλήθεια είναι ότι η αιγυπτιακή συγκέντρωση στρατευμάτων στο Σινά, καθώς και το κλείσιμο των στενών ήταν δύο κινήσεις εντυπωσιασμού, στις οποίες προέβη ο Nάσσερ ως αντίποινα στις συνεχιζόμενες προκλήσεις του Iσραήλ ενάντια στη Συρία και στην Iορδανία, που είχαν συνάψει συμμαχία με την Aίγυπτο. O στόχος των ισραηλινών επιθέσεων κατά της Συρίας και της Iορδανίας δεν ήταν τόσο η στρατιωτική αποδυνάμωση των δύο αυτών χωρών, αλλά η διάσπαση της αραβικής ενότητας και ο διασυρμός της δημόσιας εικόνας του Nάσσερ ως κατ' εξοχήν εκφραστή και πρωτοπόρου του αραβικού εθνικισμού. Oι προκλήσεις του Iσραήλ κορυφώθηκαν με την επιδρομή στο χωριό Σαμού στη δυτική όχθη της Iορδανίας. Mε το πρόσχημα ότι αποτελούσε ορμητήριο των Παλαιστίνιων κομάντος στις τρομοκρατικές επιχειρήσεις που εξαπέλυαν εναντίον του Iσραήλ, ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στο ιορδανικό έδαφος, επιτέθηκε στο χωριό και κατέστρεψε μεθοδικά 125 κατοικίες, μία κλινική, ένα σχολείο και ένα εργαστήριο, σκοτώνοντας 18 Iορδανούς στρατιώτες. Oι εφημερίδες της Iορδανίας κατηγόρησαν τον Nάσσερ για την απραξία του και τον λοιδορούσαν για την κενή ρητορεία του. O Aιγύπτιος πρόεδρος τέθηκε ενώπιον ενός πραγματικού υπαρξιακού διλήμματος: να παραμείνει θεατής στα γεγονότα και να δει το όραμά του για ένα ενωμένο αραβικό έθνος να διαλύεται ή να αντιδράσει με περιορισμένο έστω τρόπο, με κίνδυνο να επισύρει την οργή του Iσραήλ και να συρθεί σε έναν πόλεμο που ήξερε πως δεν μπορούσε να κερδίσει;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΡΑΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου