Η ιστορία του μακεδόνικου λαού αποτελεί την ιστορία ενός βαλκανικού λαού, ο οποίος την περίοδο του XIX αιώνα άρχισε τις διαδικασίες για
την εθνική του οικοδόμηση. Τα φαινόμενα αυτά οδηγούσαν προς τον αυτοπροσδιορισμό του, ως αποτέλεσμα του ξεχωρίσματος της διαφορετικότητάς του σε σχέση με τους υπολοίπους γειτονικούς λαούς: το βουλγάρικο και τον σέρβικο, ως και την αντίσταση προς το Πατριαρχείο, το οποίο αποτελούσε τη μοναδική αναγνωρισμένη χριστιανική εκκλησία στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως το έτος 1870), το οποίο από το XIX αιώνα έπαψε να λειτουργεί ως πανχριστιανικό και όλο και περισσότερο έμοιαζε με ελληνική εθνική υπηρεσία.
Όλες αυτές οι διαδικασίες λάμβαναν χώρα την περίοδο της μακεδόνικης αναγέννησης και στα πλαίσια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος υπό την ηγεσία της Εσωτερικής Μακεδόνικης Επαναστατικής Οργάνωσης (ΒМРО). Η εμφάνιση στην ιστορική σκηνή του ΒΜΡΟ σημάδεψε την αρχή της νέας φάσης της ανάπτυξης της εθνικής συγκρότησης του μακεδόνικου λαού. Ιδρύθηκε στο Σόλουν το 1893 από τους διανοούμενους Ντάμιαν Γκρούεβ (από το Σμίλεβο της Μπίτολα), δόκτωρ Χρίστο Τατάρτσσεβ (από το Ρέσεν), Πέταρ Ποπ Άρσοβ (από το Μπογκόμιλα του Βέλες), Ίβαν Χατζζι Νικόλοβ (από το Κούκουςς-Κιλκίς), Χρίστο Μπαταντζζίεβ (από το Γκούμεντζζε – Γουμένισσα) και Άντον Ντιμίτροβ (από το Αϊβάτοβο, Σόλουνσκο – Λητή Θεσσαλονίκης). Η πολιτική αυτονομία, την οποία ως στόχο είχε το ΒΜΡΟ, αδιαμφισβήτητα οδηγούσε προς την εθνική διαμόρφωση των Μακεδόνων, τους οποίους εκείνη την περίοδο θεωρούσαν „Έλληνες“, ή „Βούλγαρους“, με βάση σε ποιά από τις δύο Εκκλησίες ανήκαν εκκλησιαστικά (Πατριαρχείο ή Εξαρχία). Αυτή η εξέλιξη των γεγονότων προκάλεσαν θερμές αντιδράσεις από τις γειτονικές κρατικο-εκκλησιαστικο-σχολικές προπαγάνδες, οι οποίες εώς τότε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους μοναδικούς ,,κηδεμόνες,, του μακεδόνικου πληθυσμού.
Η συνεχής ανάπτυξη του μακεδόνικου επαναστατικού έργου, με όλα του τα θετικά και αρνητικά στοιχεία, μπορεί απλά να μελετηθεί και να ερμηνευτεί ως ζωντανός οργανισμός, υποκείμενος σε εξωτερικές και εσωτερικές επιδράσεις. Στην πολιτική πλατφόρμα του ΒΜΡΟ, οι βαλκανικοί διεκδικητές των εδαφών και του πληθυσμού της Μακεδονίας αναγνώρισαν κίνδυνο και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν, υποβαθμίσουν ή και καταστρέψουν την οργάνωση. Με την συμπεριφορά τους αυτή, το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν την αποφασιστικότητα μεγάλου αριθμού μελών της Οργάνωσης για να επιτύχουν το σκοπό που είχαν θέσει. Από την άλλη πλευρά, οι σκληρές
συνθήκες της περιόδου της ίδρυσής της, την ανάγκασαν σε διάφορες προσαρμογές, αλλά και εκπτώσεις, τις οποίες με δεξιότητα είχαν εκμεταλευτεί οι γειτονικές μεγαλοκρατικές προπαγάνδες, στην προσπάθεια διάλυσής της. Η μακεδόνικη απελευθερωτική οργάνωση, στο μονοπάτι της εξέλιξής της, πέρασε από περισσότερες φάσεις, με δρόμους ανηφορικούς και στασιμότητες, επιτυχίες και πτώσεις, αλλά με μεγάλη αντοχή και επιμονή στο ιστορικό γίγνεσθε. Την περίοδο πριν την Επανάσταση του Ίλιντεν (1893-1903), το ΒΜΡΟ πέρασε μέσα από τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση περιελάμβανε την περίοδο ίδρυσης της Οργάνωσης εώς και το 1896, η δεύτερη φάση από το 1896 ως το 1902 και η τρίτη φάση από το 1902 εώς και την έναρξη της Επανάστασης του Ίλιντεν, το 1903.
Στην πρώτη φάση, εκτός από την έγκριση των βασικών αρχών, με τις οποίες τέθηκαν οι βάσεις του επαναστατικού κινήματος, η οργάνωση αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες κατά την εξάπλωση του έργου ανάμεσα στο μακεδόνικο πληθυσμό. Ήταν πολύ δύσκολο σε κατοικημένες περιοχές να προβάλεται μαζικά η ιδέα απελευθέρωσης της Μακεδονίας μέσω επαναστατικού αγώνα. Η προσοχή και η αυστηρή εμπιστευτικότητα οφειλόταν στους κινδύνους από πλευράς οθωμανικών αρχών, αλλά και εκκλησιαστικο-σχολικών προπαγανδών, ιδιαίτερα του Πατριαρχείου και της Εξαρχίας, υπό τη δικαιοδοσία των οποίων βρισκόταν σχεδόν όλος ο μακεδόνικος πληθυσμός. Εκείνη την περίοδο, διείσδυση της Οργάνωσης σε πατριαρχικά περιβάλλοντα ήταν κάτι το πολύ δύσκολο, ενώ από την άλλη πλευρά, υπήρχε αντίσταση και στις περιοχές των Μακεδόνων εξαρχικών, αλλά όχι από τον μακεδόνικο πληθυσμό. Αντίσταση υπήρχε από την Εξαρχία, ως οργάνωση της βουλγάρικης προπαγάνδας στη Μακεδονία. Σχετικά μ΄αυτό, ο ιστορικός Κρστε Μπίτοβσκι έχει δηλώσει: „Η Εξαρχία, σχεδόν με όλες τις τις δυνάμεις, ήταν κατηγορηματικά ενάντια στην οργάνωση οποιασδήποτε δράσης ή οργάνωσης ή οποία θα ήταν εκτός ελέγχου της και ιδιαίτερα ήταν ενάντια οποιασδήποτε επαναστατικής πρωτοβουλίας“. Όπως και να χει, ορισμένο μέρος από τους ,,μικρότερους,, αξιωματούχους των εκκλησιαστικο-σχολικών ινστιτούτων της Εξαρχίας στη Μακεδονία, ιδιαίτερα μέρος των δασκάλων, ήταν φορείς της επαναστατικής ιδέας ή υποστηρικτές του ΒΜΡΟ. Αυτοί οι ακτιβιστές, όλοι τους Μακεδόνες, αποτέλεσαν τη βάση και τον κύριο μεταφορέα της ιδέας προς τους Μακεδόνες για απελευθέρωση της πατρίδας τους μέσω ένοπλου αγώνα.
Σε κάθε περίπτωση, στην αρχική φάση της ανάπτυξης του ΒΜΡΟ, εμφανίστηκε κίνδυνος εκτροχιασμού από τους βασικούς σκοπούς και δυνατότητα παθητικότητας του έργου. Οι διάφορες οπτικές γωνίες για τις μελλοντικές δραστηριότητες, αλλά και η έλλειψη ιδέας για οργάνωση σε ανοιχτό πεδίο του επαναστατικού κινήματος μεγάλου μέρους των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, αποτελούσαν σοβαρά
εμπόδια τα οποία έπρεπε να ξεπεραστούν. Ήταν αισθητή η ανάγκη νέων μελών, με νέες ιδέες και ενθουσιασμό, δυνάμεις που θα οδηγούσαν το κίνημα στις μελλοντικές προκλήσεις και θα του έδιναν την πραγματική του φυσιογνωμία. Η στροφή έγινε με την ένταξη στην Οργάνωση του Гоце Делчев – Γκότσε Ντέλτσσεβ, του Ѓорче Петров – Γκιόρτσσε Πέτροβ, του Пере Тошев – Πέρε Τόσσεβ και άλλων προσωπικοτήτων, που αν και δεν ήταν από τους ιδρυτές, χωρίς πρόβλημα μπορούν να παρουσιαστούν ως τέτοιοι. Η εμφάνισή τους στην ιστορική σκηνή του μακεδόνικου απελευθερωτικού κινήματος σήμανε και την προσέγγιση προς τις λαικές μάζες στα μακεδόνικα χωριά. Κύρια θέση σ΄αυτό κατείχε ο Γκότσε Ντέλτσσεβ, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχής κίνηση ανάμεσα στους Μακεδόνες χωρικούς. Η παραπέρα ιστορική ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος έδειξε ότι αυτή ακριβώς η κατηγορία του μακεδόνικου πληθυσμού έπαιξε τον κύριο ρόλο στις εθνικοαπελευθερωτικές διαδικασίες στη Μακεδονία.
Με την ίδρυση του Βαρχόβνιοτ Μακέντονσκι Κομιτέτ (ВМК) στη Βουλγαρία, εμφανίστηκε ένας ακόμη παράγοντας στο μακεδόνικο επαναστατικό κίνημα. Η ιστορία έδειξε ότι οι ενέργειες του ВМК προκάλεσε ζημιογόνες συνέπειες στη λειτουργία του ΒΜΡΟ. Η επιτροπή Βαρχοβιστών είχε ιδρυθεί στα τέλη του 1894 και αρχές του 1895, ενώνοντας σταδιακά την πλειοψηφία των συλλόγων Μακεδόνων μεταναστών στη Βουλγαρία. Το ΒΜΡΟ, στην πολυάριθμη μακεδόνικη διασπορά της Βουλγαρίας έβλεπε δυνατότητα για οικονομική και ηθική βοήθεια. Αυτή όμως η νόμιμη οργάνωση (ВМК) πολύ γρήγορα, μετά την ίδρυσή της, τέθηκε υπό τον έλεγχο του βουλγαρικού κράτους. Η νέα πολιτική της επίσημης Σόφιας προς το μακεδόνικο ζήτημα σύντομα έγινε ορατή μέσω του παραστρατιωτικού χτυπήματος στη Μακεδονία το 1895, γνωστό στην ιστορία ως „Επαναστατική προβοκάτσια του Μέλνικ“.
Η ανάγκη για εξέυρεση νέων μορφών δράσης, προσαρμογής στις καταστάσεις στις περιοχές δράσης, όπως και παραπέρα οικοδόμηση των οργανωτικών δομών, αποτελούσαν αφορμή για πραγματοποίηση του Συνεδρίου του ΒΜΡΟ στο Σόλουν το έτος 1896. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον χαρακτήρα των αποφάσεων και των εργασιών που έγιναν, δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδρυτικό συνέδριο της Οργάνωσης. Τη γνώμη αυτή, στα απομνημονεύματά του εξέθεσε και ο Γκιόρτσσε Πέτροβ, λέγοντας ότι: „εκείνο το συνέδριο ήταν και το ιδρυτικό“. Σύμφωνα με το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών, το συνέδριο θεωρείται ως στροφή στην ανάπτυξη του μακεδόνικου επαναστατικού κινήματος. Με το γεγονός αυτό ξεκίνησε και η δεύτερη φάση εξέλιξης του ΒΜΡΟ στην περίοδο πριν την Επανάσταση του Ίλιντεν. Στις συναντήσεις που ακολούθησαν συζητήθηκαν κύρια θέματα και πάρθηκαν συγκεκριμένες λύσεις. Έγινε ανάλυση των σχέσεων
μεταξύ ΒΜΡΟ και ΒΜΚ και αποφασίστηκε ότι: „η οργάνωση… θα είναι ανεξάρτητη, απελευθερωμένη από εξωτερικές επιδράσεις… [και] θα εμπνέεται αποκλειστικά από τα συμφέροντα της Μακεδονίας και του αδικημένου πληθυσμού της“. Αποφασίστηκε να ψηφιστεί νέο Σύνταγμα και Κανονισμός, ως βασικά ντοκουμέντα στα οποία θα βασίζεται η μελλοντική δράση του κινήματος. Γράφτηκαν το 1897 από τον Γκιόρτσσε Πέτροβ και τον Γκότσε Ντέλτσσεβ. Στο συνέδριο αυτό είχε αποφασιστεί το νέο όνομα της Οργάνωσης να είναι: Тајна македонско-одринска револуционерна организација (ТМОРО) (Τάινα μακεντόνσκο-όντρινσκα ρεβολουτσιονέρνα οργκανιζάτσια – μυστική μακεδονο-θρακική επαναστατική οργάνωση). Συχνότερα όμως ανεπίσημα αποκαλούταν Внатрешна – Βνάτρεσσνα (Εσωτερική), για να διαφοροποιείται από την Εξωτερική, δηλαδή από το ΒΜΚ της Σόφιας. Έτσι έμεινε το όνομα ΒΜΡΟ. Έγινε επίσης αναδιοργάνωση των εδαφών της Μακεδονίας σε περιοχές και κάθε περιοχή χωρίστηκε σε επαρχίες. Στα απομνημονεύματά του ο Γκιόρτσσε Πέτροβ είχε παρατηρήσει: „Εάν θυμάμαι καλά, οι περιοχές ήταν, πρώτη αυτή του Σόλουν (με Κούκουςς, Πάζαρ και Βόντεν), δεύτερη αυτή της Μπίτολα (μαζί με Λέριν και Κόστουρ), τρίτη αυτή του Πρίλεπ, άλλη ήταν αυτή του Σκόπιε, έπειτα είχε του Σστιπ, περιοχή Στρούμιτσα και Τζζουμάγια (σήμερα Ηράκλεια Σερρών), άλλη αυτή του Βέλες. Το Όντριν (Θράκη) το δεχτήκαμε όλο ως περιοχή“. Ως υψηλότερο όργανο παρέμεινε το Τσεντράλεν Κομιτέτ (Κεντρική Επιτροπή) με το οποίο άμεσα μπορούσαν να εποκοινωνούν οι επιτροπές των περιοχών, ενώ μέσω αυτών επικοινωνούσαν και οι τοπικές επιτροπές. Είχαν οριστεί μυστικοί κωδικοί για αλληλογραφία και ψευδώνυμα για προσωπικά και γεωγραφικά ονόματα.
Στη δεύτερη φάση της εξέλιξης του ΒΜΡΟ συνεχίστηκε η μαζικοποίηση και η ένταξη των μακεδόνικων χωριών στο κίνημα, „και μ΄αυτό η μετακίνηση της βάσης της Οργάνωσης από τις πολυπολιτισμικές πόλεις στα πλειοψηφικά μακεδόνικα χωριά“. Τις προσδοκίες του μακεδόνικου πληθυσμού από το επαναστατικό κίνημα, αρκετά ρεαλιστικά, μας τις μετέφερε ο εξελληνισμένος Βλάχος από τη Μπίτολα και αργότερα Έλληνας ιστορικός, Γεώργιος Μόδης. Στα έργα του, με θαυμασμό είχε γράψει: „Όταν ήμουν μικρός, πίστευα ότι λόγος γίνεται για κάτι μαγικό και ρωτούσα… τί αποτελεί αυτή (εννοώντας την Οργάνωση)… Τους θεωρούσα ημίθεους… Δινόταν η εντύπωση ότι πολλά έπρεπε να περιμένουμε απ΄αυτούς“. Αναλύοντας το πραγματικό πρόγραμμα της Οργάνωσης, ανέφερε ότι σ΄αυτό είχε χώρο για όλους τους σκλαβωμένους χριστιανούς και ότι ο αγώνας ήταν αφιερωμένος σε όλο το μακεδόνικο πληθυσμό, „το σύνθημα ήταν ’η Μακεδονία στους Μακεδόνες’ και ακούραστα κυμάτιζαν εκείνη την σημαία … Όλοι ήταν αδέρφια στα βάσανα και την αναμενόμενη σωτηρία… Μπορούσαν να συμμετάσχουν όλοι όσοι βασανίζονταν και υπέφεραν, όλοι με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις“. Χωρίς αμφιβολία, συνέχισε ο Μόδης, „το μοναδικό μίσος ήταν αυτό ενάντια στους Τούρκους και αυτούς επιθυμούσαν για αντιπάλους τους“, συμπεράνοντας ότι ο στόχος ήταν η απομάκρυνση του οθωμανικού καθεστώτος, το οποίο επί πέντε αιώνες εφάρμοζαν διάφορα „κακουργήματα εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού“. Αυτή η μαρτυρία του Μόδη συμφωνεί εξ ολοκλήρου με τα δύο πρώτα άρθρα του Συντάγματος του ΒΜΡΟ από το 1896, στα οποία αναφέρεται „ενωποίηση σε ένα όλων των δυστυχισμένων στοιχείων στη Μακεδονία και Θράκη, ανεξαρτήτως έθνους, με σκοπό την πολιτική αυτονομία μέσω επανάστασης…“, όπως και τον αγώνα της Οργάνωσης ενάντια στις διάφορες εθνικές διαμάχες „οι οποίες χωρίζουν και αδυνατίζουν το μακεδόνικο και θράκικο πληθυσμό στον αγώνα τους ενάντια στον κοινό εχθρό“.
Η Μακεδόνικη Επαναστατική Οργάνωση, παράλληλα με την εξάπλωση του οργανωτικού δικτύου, ξεκίνησε να προετοιμάζεται για ένοπλο τρόπο δράσης. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος του ΒΜΡΟ από το 1897, είχε προβλεπτεί δημιουργία Ένοπλης Υπηρεσίας και για την υλοποίηση αυτής της απόφασης περισσότερο απ΄όλους εργάστηκε ο Γκότσε Ντέλτσσεβ. Ο εξοπλισμός του πληθυσμού και η υλοποίηση της παραπάνω απόφασης αποτελούσε λογική εξέλιξη των γεγονότων σύμφωνα με το σχέδιο της Οργάνωσης για ξεσηκωμό και ένοπλη επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική εξουσία στη Μακεδονία.
Η Μακεδόνικη Επαναστατική Οργάνωση, ως αποτέλεσμα της μαζικοποίησής της, της σύστασης μεγάλου αριθμού παράνομων επιτροπών, την αυξημένη κινητικότητα, τη δημιουργία καναλιών μεταφοράς οπλισμού, αλλά και λόγω των δραστηριοτήτων των γειτονικών μεγαλοκρατικών προπαγανδών στη Μακεδονία, σταδιακά άρχισε να χάνει τη μυστικότητά της. Η Οθωμανική εξουσία κατάλαβε την ύπαρξή της μετά τις συγκρούσεις της Βίνιτσα το 1897. Μέχρι πριν την Επανάσταση του Ίλιντεν συνέβησαν μερικές ακόμη συγκρούσεις/ξεσηκωμοί, οι οποίες προκάλεσαν αρνητικές συνέπειες στο επαναστατικό κίνημα.
Σ΄αυτή τη φάση εξέλιξης ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η επιτροπή του ΒΜΡΟ στην Σόφια, υπό την ηγεσία του Γκότσε Ντέλτσσεβ και του Γκιόρτσσε Πέτροβ. Η ενέργειες και των δύο είχαν περισσότερες κατευθύνσεις. Η ανάγκη χρημάτων ήταν το κυριότερο πρόβλημα και η επιτροπή έλπιζε ότι θα λυθεί με τη χρηματική βοήθεια των Μακεδόνων μεταναστών στη Βουλγαρία. Άτομα εκπαιδεύονταν και στέλνονταν στα μακεδόνικα χωριά για να οργανώσουν τους Μακεδόνες, γινόταν προμήθεια οπλισμού και μεταφερόταν μέσω μυστικών καναλιών στην Οργάνωση κ.α. Γενικά, η επιτροπή που δρούσε στη Βουλγαρία, εκείνη την περίοδο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην όλη προετοιμασία της επανάστασης. Σημαντικότερο ρόλο ακόμη και από την Κεντρική Επιτροπή της Οργάνωσης.
Στην προσπάθεια εξέυρεσης τρόπων χρημοτοδότησης των αναγκών της Οργάνωσης, ιδιαίτερα για την αγορά οπλισμού και πυρομαχικών, το ΒΜΡΟ αποφάσισε την απαγωγή εξέχοντων εκπροσώπων της οθωμανικής εξουσίας, όπως και οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έλπιζαν ότι θα αποφέρει στο τέλος χρήματα. Μετά από μερικές ανεπιτυχείς προσπάθειες, από το δεύτερο μισό του 1901 εώς το Φεβρουάριο του 1902, έλαβε χώρα η γνωστή „αφέρα Μις Στόουν“. Με την απαγωγή της αυτής της Αμερικανίδας ιεραπόστολου Έλενα Στόουν, η Οργάνωση και το μακεδόνικο ζήτημα έλαβαν διεθνής δημοτικότητα. Τα χρήματα που κερδήθηκαν από τα λύτρα για την απελευθέρωσή της, στο μεγαλύτερο μέρος, ξοδεύτηκαν για την απόκρουση των επιθέσεων από πλευράς των γειοτονικών μεγαλοκρατικών προπαγανδών, κυρίως της βουλγαρικής.
Η τρίτη και τελευταία φάση της εξέλιξης του ΒΜΡΟ την περίοδο πριν την Επανάσταση του Ίλιντεν, αν και ήταν η συντομότερη χρονολογικά, με τη δυναμικότητά της και τα ιστορικά γεγονότα, αποδείχθηκε ως η κύρια για την παραπέρα ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Στις περιοχές κοντά στα σύνορα, αυτή η περίοδος του ενός έτους, ήταν γεμάτη από συγκρούσεις ανάμεσα στο ΒΜΡΟ και το ΒΜΚ των Βαρχοβιστών. Ο ανοιχτός πόλεμος ενάντια στο μακεδόνικο εθνικοαπελευθερωτικό και επαναστατικό κίνημα οφειλόταν στην προσπάθεια κυριαρχίας των περιοχών και του πληθυσμού, από πλευράς του ΒΜΚ, που ήδη ήταν οργανωμένες από το ΒΜΡΟ. Την περίοδο αυτή
εμφανίστηκε και η αποκαλούμενη ,,σέλσκα μιλίτσια (αστυνομία χωριού),, η οποία άυξησε το αγωνιστικό δυναμικό της Οργάνωσης. Η ακμή της επιθυμίας για καθ΄όλα εγκατάσταση της βουλγάρικης προπαγάνδας στη Μακεδονία συνέβη το έτος 1902. Η ένοπλη παραστρατιωτική προβοκάτσια, γνωστότερη ως „Επανάσταση της Γκόρνα Τζζουμάγια“, είχε και πάλι ως στόχο να επικαιροποιήσει τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία, φοβούμενη από τις όλο και περισσότερες προσπάθειες αρπαγής τμημάτων της Μακεδονίας από την ελληνική προπαγάνδα. Η κύρια προσπάθεια έγινε στις περιοχές που συνόρευε η Μακεδονία με το Βασίλειο της Βουλγαρίας, αλλά ταυτόχρονα, έγινε και προσπάθεια δράσης και στη νοτιοδυτική Μακεδονία. Εκεί μετέβηκαν παραστρατιωτικά σώματα υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη Άναστας Γιάνκοβ.
Όπως και να ΄χει, η Οργάνωση, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων, απέμεινε χωρίς αρκετά από τα εξέχοντα μέλη της. Από την άλλη πλευρά, αυτό προκάλεσε αρνητικές συνέπειες στην παραπέρα εξέλιξή της. Λόγω των συνεχών προβοκάτσιων από πλευράς Βουλγαρίας και φοβούμενος ότι θα γίνουν και άλλες, αλλά και λόγω των όλο και περισσοτέρων προσπαθειών της Ελλάδας να διαλύσει το μακεδόνικο κίνημα, ο τότε πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΒΜΡΟ, Иван Гарванов – Ίβαν Γκαρβάνοβ, τον Ιανουάριο του 1903, διοργάνωσε την σύγκλιση μη κανονικού συνεδρίου, στο οποίο αποφασίστηκε να γίνει ξεσηκωμός στη Μακεδονία την άνοιξη του ίδιου έτους.
Στο Συνέδριο του Σόλουν (Θεσσαλονίκης) συμμετείχαν εκπρόσωποι από το δεύτερο και τρίτο επίπεδο της Οργάνωσης. Μέλη που δε γνώριζαν πολλά για την πραγματική κατάσταση του κινήματος, αλλά και για τη διεθνή διάθεση σχετικά με το μακεδόνικο ζήτημα. Έτσι στην ουσία, η απόφαση για επανάσταση λήφθηκε από μέλη που δεν είχαν εργαστεί πάνω στην προετοιμασία και δε γνώριζαν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακόμη ώριμα. Ο Γκότσε Ντέλτσσεβ και ο Γκιόρτσσε Πέτροβ, μαζί με τους ομοϊδεάτες τους, αντιστάθηκαν αυστηρά στην απόφαση αυτή για πρόωρη επανάσταση. Για τον σκοπό αυτό, ο Ντέλτσσεβ μετέβηκε στη Μακεδονία με την τσσέτα του (ένοπλη ομάδα), αποφασισμένος να αγωνιστεί ως τέλους για τις θέσεις του. Ελπίδα έβλεπε στην συνάντηση με το Ντάμε Γκρούεβ στο Σόλουν. Ο Γκρούεβ όμως, μόλις είχε βγει από τις οθωμανικές φυλακές και δε γνώριζε πολλά για την κατάσταση και έτσι αρνήθηκε τα αιτήματα του Ντέλτσσεβ. Εγκαταλείποντας το Σόλουν, ο Ντέλτσσεβ κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Сер – Σερ (Σερρών) για να συμμετάσχει στο συνέδριο εκείνης της περιοχής. Στις 4 του Μάη 1903, στο χωριό Баница – Μπάνιτσα (σήμερα Καρυές), προδομένος και σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό, σκοτώθηκε ο πρώτος μεταξύ ίσων του μακεδόνικου απελευθερωτικού κινήματος, ο Κουκουσσάνετς Гоце Делчев – Γκότσε Ντέλτσσεβ. Μερικές ημέρες νωρίτερα είχαν συμβεί οι τρομοκρατικές ενέργειες στο Σόλουν, από ομάδα νεαρών Μακεδόνων αναρχικών, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία γνωστοί ως „гемиџии (γκεμίτζζιι – βαρκάρηδες)“.
Η τελική απόφαση, μετά την οποία γυρισμός δεν υπήρχε, λήφθηκε στο Συνέδριο της επαναστατικής περιοχής Μπίτολα. Έλαβε χώρα στο χωριό Смилево – Σμίλεβο από τις 2 εώς τις 7 του Μάη 1903 και εκεί είχε επιβεβαιωθεί η απόφαση του συνεδρίου του Σόλουν, του Ιανουαρίου 1903. Ο Έλληνας ιστορικός Βασίλειος Γούναρης, για τη δεκάχρονη περίοδο λειτουργίας, πριν την Επανάσταση του Ίλιντεν, του μακεδόνικου εθνικοαπελευθερωτικού και επαναστατικού κινήματος, έγραψε ότι το ΒΜΡΟ: „έχοντας την ολική πρωτοβουλία του κινήματος, προσπάθησε και κατάφερε κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων, να δημιουργήσει σοβαρό έργο επαναστατικής βάσης. Κατάφερε να οργανώσει ένα επιτυχές και αρκετά δυνατό δίκτυο συνεργατών και να φροντίσει για τη δημιουργία οικονομικών και άλλων υλικών αποθεμάτων, ιδιαίτερα σε οπλισμό και πυρομαχικά, τα οποία ήταν αναγκαία για το μελλοντικό ξεσηκωμό. Και στο τέλος, το σημαντικότερο, φρόντιζε για την εξάπλωση της κατάλληλης επαναστατικής ιδεολογίας…“.
Η Μακεδόνικη Επαναστατική Οργάνωση, την προαναφερόμενη περίοδο, εμφανίστηκε και έδρασε σύμφωνα με τους στόχους που είχαν τεθεί για απόκτηση εθνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, οικονομικής και θρησκευτικής αυτονομίας του μακεδόνικου πληθυσμού. Στις φάσεις εξέλιξής της, ξεκάθαρα φαίνονται οι θετικές και κάποιες αρνητικές πλευρές της οργανωτικής δράσης που εμφανίστηκε σε ιδιαίτερες συνθήκες στη Μακεδονία. Η Οργάνωση έπρεπε να βρίσκει δικό της και σε πολλές περιπτώσεις μοναδικό τρόπο δράσης, πολλές φορές προσαρμοζόμενη ή αντιστεκόμενη σε διάφορα φαινόμενα, διαδικασίες και γεγονότα που προκαλούνταν από διάφορους εσωτερικούς και κυρίως εξωτερικούς παράγοντες. Αποτέλεσμα όλης αυτής της τεράστιας προσπάθειας του μακεδόνικου λαού, ήταν η λαμπρότερη σελίδα της ιστορίας του, η θρυλική Επανάσταση του Ίλιντεν.
ИЛИНДЕНСКОТО ВОСТАНИЕ ВО ЛЕРИНСКАТА ОКОЛИЈА
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΛΕΡΙΝ
Στην ιστορία των λαών υπάρχουν γεγονότα και στιγμές που έχουν αφήσει βαθιά τα ίχνη τους στην συλλογική τους μνήμη, με βάση τα οποία έγινε η οικοδόμηση της πολιτειακής κατάστασης τους και αναπτύχθηκε η ταυτότητα, η ιστορία και το έθνος τους. Στην περίπτωση του μακεδόνικου λαού, έτσι όπως σήμερα γίνεται αντιληπτό, υπάρχουν τρεις κύριες φάσεις της κρατικής και εθνικής του εξέλιξης και αυτές είναι η εμφάνιση της Εσωτερικής Μακεδόνικης Επαναστατικής Οργάνωσης (ΒМРО), ο Αντιφασιστικός Αγώνας την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του οποίου η ακμή επήλθε με την Πρώτη Συνέλευση του ΑΣΝΟΜ (1944) και η απόκτηση της ανεξαρτησίας του πρώην γιουγκοσλαβικού τμήματος της Μακεδονίας, μέσω δημοψηφίσματος στις 8 Σεπτεμβρίου 1991.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, στη Μακεδονία εμφανίστηκε ένας νέος παράγοντας, ο οποίος διάλυσε τα προπαγανδιστικά σχέδια των βαλκανικών κρατών. Πλέον για το μέλλον του μακεδόνικου λαού δεν θα αποφάσιζαν η Ελλάδα και η Βουλγαρία, αλλά ο ίδιος ο μακεδόνικος λαός. Ως τότε ίσχυε η λαική παροιμία ,,δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα,,. Η εμφάνιση του ΒΜΡΟ και το πρόγραμμά του και σκοπός για δημιουργία ξεχωριστού μακεδόνικου κράτους μπορούσε να σημαίνει και το τέλος των βλέψεων και των μεγαλοκρατικών ιδεών προς τη Μακεδονία. Με τη δημιουργία του ΒΜΡΟ, οι διαμάχες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία για τα εδάφη και τον πληθυσμό της Μακεδονίας μπήκαν σε δεύτερο πλάνο. Η ιδεολογία της Οργάνωσης, αλλά και η αναπτυγμένη συνείδηση για ελευθερία και μακεδόνικη πολιτειακή κατάσταση, αποτέλεσαν ισχυρό χτύπημα στα εθνικιστικά σχέδια των δύο αυτών κρατών. Τα βαλκανικά κράτη προσπάθησαν να εμποδίσουν την ροή των εξελίξεων, αλλά παρόλα αυτά „η Μακεδονία, αν και με μεγάλη καθυστέρηση στις προσπάθειές της για εθνική απελευθέρωση, πέρασε παρόμοιο δρόμο, τον οποίο είχαν περάσει και οι υπόλοιποι λαοί των Βαλκανίων, βρισκόμενοι υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας“. Δημιουργημένο στην ίδια τη Μακεδονία, με αυτόχθονο χαρακτήρα και επιθυμία για ελευθερία που προερχόταν από τον ίδιο το μακεδόνικο πληθυσμό, το ΒΜΡΟ έκλεισε τις πόρτες για τα μεγαλεπίβολα σχέδια των κυβερνήσεων της Αθήνας και της Σόφιας, όπως και του Βελιγραδίου. Βλέποντας τον κίνδυνο από την γρήγορη εξαπλωσή του, οι κυβερνητικοί κύκλοι των κρατών αυτών προσπάθησαν να επιβληθούν της Οργάνωσης, να την υποβαθμίσουν ή και εξ ολοκλήρου να τη διαλύσουν.
Η εκρηκτική έναρξη της Επανάστασης του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903, ως η ακμή της διαδικασίας εξέλιξης του ΒΜΡΟ, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και πανικό στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και στα κράτη υποψήφιους αρπάγες περιοχών της Μακεδονίας. Ο ένοπλος αγώνας για την απόκτηση αυτονομίας της Μακεδονίας, ως μεταβατική φάση προς τη δημιουργία ανεξάρτητου μακεδόνικου κράτους, αποτελούσε τον σκοπό της επανάστασης, η οποία συστηματικά είχε οργανωθεί και εκτελεστεί από το ΒΜΡΟ. Έκπληξη είχε προκαλέσει και το γεγονός της μαζικής αποδοχής των στόχων και των ιδεών της Οργάνωσης σχεδόν από όλον τον πληθυσμό της Μακεδονίας.
Η μαζικότητα και η δύναμη της Επανάστασης του Ίλιντεν μπορεί να παρατηρηθεί καλύτερα στον επαναστατικό κύκλο της Μπίτολα, ο οποίος περιελάμβανε το δυτικό τμήμα της οθωμανικής Μακεδονίας. Στο τμήμα αυτό, ιδιαίτερη σπουδαιότητα είχαν οι περιοχές του Λέριν (Φλώρινας) και του Κόστουρ (Καστοριάς), ως οι νοτιότερες περιοχές που το ΒΜΡΟ είχε δημιουργήσει επαναστατικό δίκτυο, σημαντικές για την προμήθεια οπλισμού από την Ελλάδα, αλλά και για τον αγώνα ενάντια στην ελληνική προπαγάνδα και τις περιοδικές προσπάθειες της επίσημης Σόφιας, μέσω της Επιτροπής των Βαρχοβιστών να επιβάλει δική της επίδραση σ΄αυτά τα τμήματα της Μακεδονίας.
Η Επανάσταση στην περιοχή του Λέριν ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1903. Με τη λήψη της διαταγής από το γενικό επιτελείο, ο υπεύθυνος της περιοχής, Ѓорѓи Поп Христов – Γκιόργκι Ποπ Χρίστοβ (από το Κ΄ρστοαρ-Μπίτολα), συγκέντρωσε τους βόιβοντες της περιοχής σε συνέλευση στο δάσος του Екшису – Έκσσισου (σημ.Ξινό Νερό). Στην συγκέντρωση, εκτός του ΠοπΧρίστοβ, συμμετείχαν και οι Михаел Чеков – Μίχαελ Τσσέκοβ (από το ΈκσσιΣου), Леко Церовски – Λέκο Τσέροβσκι (από το Τσέροβο-σημ.Κλειδί), Александар Турунџев – Αλεξάνταρ Τουρούντζζεβ (από το ΈκσσιΣου), ντέντο Ίτσσο από το Οβτσσάρανι κ.α. Σύμφωνα με το σχέδιο, στην συγκέντρωση έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις για εκτέλεση ενεργειών σαμποτάζ στην σιδηροδρομική γραμμή Μπίτολα – Σόλουν, κόψιμο των τηλεγραφικών συρμάτων, επιθέσεις στους πύργους των μπέηδων και μικροτέρων στρατοπέδων. Αποφασίστηκε επίσης να σταλθεί σε κάθε χωριό από ένας παλιός κόμιτα για να μεταφέρει την είδηση έναρξης της επανάστασης και να συντονίσει τις ενέργειες των ένοπλων χωρικών, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν εκδοθεί. Για καλύτερη οργάνωση των ενεργειών, η περιοχή είχε χωριστεί σε δύο τμήματα: Το Старонередски – Σταρονέρεντσκι (δυτικό τμήμα) και το Ниџески – Νίτζζεσκι (ανατολικό τμήμα).
Για το δυτικό τμήμα υπέυθυνοι ήταν οι ΠοπΧρίστοβ και Τσσέκοβ. Στην αρχή ταυτόχρονα κοπήκαν οι γραμμές τηλεγράφου στις κατευθύνσεις Λέριν – Νέβεσκα, Λέριν – Σοροβίτσσεβο και Λέριν – Μπίτολα. Η σημαντικότερη όμως δράση την πρώτη αυτή περίοδο ήταν η επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό του Врбени – Β΄ρμπενι (Ξινό Νερό), τον οποίο φυλούσε ένα οθωμανικό σώμα, ενώ στο χωριό υπήρχαν ακόμη 50 στρατιώτες. Στην επίθεση συμμετείχαν περίπου 200 κόμιτι, χωρισμένοι σε τέσσερις ομάδες, των οποίων ηγούνταν οι ΠοπΧρίστοβ, Τσσέκοβ, Τουρούντζζεβ και Τέγκο Χαντζζίεβ. Οι επαναστάτες δεν κατάφεραν να καταλάβουν τον σταθμό, αλλά διέκοψαν την σιδηροδρομική γραμμή και έκοψαν τα καλώδια του τηλέγραφου σε περισσότερα μέρη. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ΠοπΧρίστοβ, οι άντρες που εντάχθηκαν στον αγώνα ήταν πολλοί. Μόνο η περιοχή του Νέρετ (η οποία αποτελούταν από τα χωριά Τ΄ρσιε, Άρμενσκο, Νεβόλιανι, Νέρετ, Λάγκεν και Κ΄ρπέσσινα) είχε δώσει στον αγώνα άνω των 300 αντρών. Στις 4 Αυγούστου, οι επαναστάτες συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην τοποθεσία ,,Πλότσσα,, πάνω από το χωριό Τ΄ρσιε (σημ.Τρίβουνο). Αργότερα, στα μέσα του Αυγούστου, έγινε άλλη μία σύγκρουση κοντά στο τσιφλίκι „Ορίοβσκο“, και έτσι ολόκληρη η ορεινή περιοχή δυτικά του Λέριν (Φλώρινα) ελευθερώθηκε. Τελευταίος σταθμός οθωμανικού στρατού ήταν ένα σώμα 250 αντρών στην τοποθεσία „Μπίγκλα“, πάνω από το χωριό Άρμενσκο (σημ.Άλωνα). το στρατόπεδο αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό επειδή έλεγχε το δρόμο από την Πρέσπα, Κόρτσσα και Κόστουρ προς Λέριν και Μπίτολα. Για την εξουδετέρωση αυτού του στρατοπέδου εκτελέστηκε κοινή ενέργεια των επαναστατών του Λέριν και του Κόστουρ (Καστοριά). Η δράση εκτελέστηκε στις 17 Αυγούστου αλλά δεν τελείωσε λόγω προδοσίας προς τους Τούρκους από άτομα του βλάχικου χωριού Πσόντερι. Έτσι, κατέφτασε βοήθεια στο στρατόπεδο από Λέριν και Κόστουρ και η μάχη ήταν πλέον άνιση. 300 επαναστάτες και 2000 Οθωμανοί στρατιώτες. Αν και πολυάριθμοι, οι στρατιώτες δεν κατάφεραν να νικήσουν και οι Μακεδόνες επαναστάτες κατάφεραν να υποχωρήσουν στις βάσεις τους. Ένα τμήμα του στρατού, επιστρέφοντας προς το Λέριν, ξέσπασε το θυμό του στο χωριό Άρμενσκο, το οποίο έκαψε τελείως, λήστεψε και σκότωσε 130 κατοίκους του.
Σε κάθε περίπτωση, η λαμπρότερη πράξη των επαναστατών αυτού του τμήματος της Μακεδονίας ήταν η απελευθέρωση της κωμόπολης Νέβεσκα (σήμερα Νυμφαίο) στις 25 Αυγούστου 1903. Ενωμένοι οι κόμιτι του Λέριν και του Κόστουρ, 600 στον αριθμό, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη αυτή.
Στην περιοχή του νοτιοδυτικού τμήματος του όρους Νίτζζε (σημ.Βόρρας), η επανάσταση ξεκίνησε επίσης το βράδυ της 2 Αυγούστου. Οι πλέον εξέχοντες ηγέτες της περιοχής αυτής ήταν ο βόιβοντα Τάνε από το Γκορνίτσσεβο (σημ.Κέλη), ο Λέκο Τσέροβσκι, ο Λέκο Μπανίτσσκι (από το χωριό Μπάνιτσα – σημ.Βεύη) κ.α. Η πρώτη πιο σοβαρή σύγκρουση συνέβη στις 7 Αυγούστου 1903 κοντά στο χωριό Γκορνίτσσεβο. Στη μάχη πολέμησαν 250 κόμιτι και 800 Οθωμανοί στρατιώτες. Η μάχη ήταν σκληρή και σκοτώθηκαν 65 Τούρκοι και μόλις 3 Μακεδόνες επαναστάτες. Τις επόμενες ημέρες μάχες δόθηκαν και στα χωριά Νεόκαζι (σημ.Νεοχωράκι) στις 10 Αυγούστου, Σακούλεβο (σημ.Μαρίνα) στις 15 Αυγούστου, όπως και στην τοποθεσία „Λέσιτσσκα Ρέκα“ στις 20 Αυγούστου.
Από τη μεγάλη αντεπίθεση του οθωμανικού στρατού, η οποία ξεκίνησε το δεύτερο μισό του Αυγούστου, δε γλίτωσε ούτε η περιοχή του Λέριν. Οι τσσέτες της περιοχής του Νέρετ, οι οποίες βρίσκονταν στη Νέβεσκα, μαζί με αυτές του Κόστουρ, υποχώρησαν στα βουνά του χωριού Έμπορε (σημ.Εμπόριο Εορδαίας). Οι ηγέτες της περιοχής συγκεντρώθηκαν για να αναλύσουν τη νέα κατάσταση. Βοήθεια από τις μεγάλες δυνάμεις δεν έφτασε ποτέ. Αποφάσισαν να μειώσουν τη δράση. Παρόλη την απόφαση αυτή όμως, μάχες δόθηκαν και την επόμενη περίοδο, πρώτα κοντά στο χωριό Β΄ρμπενι (σημ.Ξινό Νερό), έπειτα στο χωριό Νέγκοβαν (σημ.Φλάμπουρο), στα χωριά Ποπάντια και Μπουφ (σημ.Ακρίτας), ενώ η τελευταία μεγάλη μάχη δόθηκε στο χωριό Λάγκεν (σημ.Τριανταφυλλιά). Οι συνέπειες από την κατάπνιξη της επανάστασης στο Λέρινσκο ήταν καταστροφικές. Από τα 50 χριστιανικά χωριά, 12 κάηκαν ολικώς ή μερικώς. Τη μεγαλύτερη καταστροφή έζησαν τα χωριά Άρμενσκο, Μπουφ, Μπίτουσσε (σημ.Παρόρι), Λιουμπέτινο (σημ.Πεδινό), Σέτινα (σημ.Σκοπός) κ.α. Ενδεικτικά, μόνο στο χωριό Σέτινα σκοτώθηκαν 95 κάτοικοι.
Όπως και να ΄χει, παρόλο το άδοξο τέλος της Επανάστασης του Ίλιντεν, ο ξεσηκωμός αυτός έπαιξε απαράμιλλο ρόλο στην παραπέρα ροή των γεγονότων σχετικά με τη διαμόρφωση της μακεδόνικης πολιτείας και έθνους.
Πηγή Νοva Zora
Πηγή Νοva Zora
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου