Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα", (εκδόσεις Παπαζήση)
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο για “περιύβριση Αρχής”, επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει “κίνδυνος” να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
«Εσείς που μέσα μπαίνετε αφήστε κάθε ελπίδα».
(Από την «Κόλαση» του Ντάντε)
Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα, θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακρυά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε — χωρίς να την ανοίξουν — άφησα να βγει βαθιά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδα σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν’ αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακρυά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες. Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ό,τι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι…».
Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φράσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να το παραθέσω ακέραιο — χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη — σ’ αυτό το βιβλίο. Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω — και έκανα — είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ’ άλλο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ο~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Το όνομά μου είναι Ηλέκτρα Παπά. Είμαι 26 χρονών και έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφίζω καλά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου κανένα σπουδαίο ταλέντο. Δυο χρονιές πήρα μέρος στην Πανελλήνια Έκθεση Ζαππείου. Οι γονείς μου ανήκουν στη λεγόμενη ανώτερη αστική τάξη και ψήφιζαν πάντοτε το κόμμα της δεξιάς: Παπάγο, Καραμανλή, Κανελλόπουλο. Δεν συμπαθούν τη δικτατορία της Χούντας, αλλά την ανέχονται. Ο πατέρας λέει ότι οι Αμερικανοί θ’ αποκαταστήσουν σιγά – σιγά την ομαλότητα.
Εδώ και τρία χρόνια ζω μόνη μου σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Χάρητος. Στον πολύ στενό κύκλο της ζωής μου ανήκει και ο Μανώλης. Σπουδάζει οικονομικές επιστήμες στο Χάρβαρντ. Φέτος (1969) τελειώνει. Τον πρωτογνώρισα στις αρχές του 1967, που είχε ρθει στην Ελλάδα για να δει τους δικούς του. Ο Μανώλης ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που δεν τους φτάνει να είναι καλοί. Κάνουν και τους άλλους καλύτερους. Αγαπηθήκαμε αμέσως και σχεδιάζαμε να παντρευτούμε στο τέλος των σπουδών του. Το όνειρό μου ήταν να κάνω δέκα παιδιά και να ζαλίζομαι τυλιγμένη από τη μουσική σκάλα των δέκα διαφορετικών φωνών. Σήμερα με τις φρικτές εμπειρίες που έζησα ξαναζωντανεύω τα όνειρά μου και μου φαίνονται σα να ανήκουν σε κάποια άλλη σβησμένη ζωή. Και όμως έχουν περάσει από τότε δυο μόνο χρόνια.
Το αστροπελέκι για την πατρίδα έπεσε στις 21 Απριλίου. Για μένα έπεσε στις 23 Νοεμβρίου, εφτά μήνες αργότερα. Ντρέπομαι τώρα που το γράφω, αλλά το πρώτο αστροπελέκι δεν το πολυαισθάνθηκα. Ο κόσμος μου ήταν ο Μανώλης, οι γονείς μου, η ζωγραφική και τα όνειρά μου. Και τον «κόσμο μου» οι συνταγματάρχες δεν τον είχαν αγγίξει. Γιατί να είναι απαραιτήτως κακοί; έλεγα μέσα μου αναμηρυκάζοντας λόγια του πατέρα… Εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένη, ευτυχισμένη, ονειροπαρμένη. Εκείνα τα πατριωτικά θούρια που τρυπούσαν το μυαλό μόλις άνοιγες το ραδιόφωνο τα αντιμετώπιζα μ’ ένα πολύ απλό τρόπο: Κλείνοντας το ραδιόφωνο… Ας έκαναν το ίδιο και οι άλλοι να μην τους ενοχλεί η προπαγάνδα. Εφημερίδα δεν διάβαζα. Πού και πού έριχνα καμιά ματιά στην καλλιτεχνική σελίδα. Για την πολιτική, γενικά, είχα ένα θώρακα αδιαφορίας. Η πολιτική, έλεγα, αφορά τους πολιτικούς, όπως η ζωγραφική τους ζωγράφους. Από τον πατέρα μου άκουγα παλιότερα ότι ίσως ο Ανδρέας Παπανδρέου κάνει κίνημα. Το κίνημα έγινε, αλλά το έκαναν οι εχθροί των Παπανδρέου. Και το ένα κακό, σκεφτόμουνα, και το άλλο χειρότερο. Στο τέλος – τέλος αυτό που έγινε έχει πίσω του την Αμερική. Το άλλο θα είχε τη Ρωσία… Μας συνέβη, επομένως, το μικρότερο κακό…
Ο Μανώλης είχε απελπιστεί με την παιδικότητα της πολιτικής μου σκέψης και απέφευγε τέτοιου είδους συζητήσεις. Αλλά στις 21 Απριλίου αντίκρυσα ένα Μανώλη ανήσυχο, ταραγμένο, και νευρικό. «Αυτό είναι καταστροφή», έλεγε και ξανάλεγε βηματίζοντας. «Μας αλυσόδεσαν». Εγώ τον παρακολουθούσα δύσπιστα, ρίχνοντας ματιές στα χέρια μου, που — δόξα σοι ο Θεός — δεν είχαν αλυσίδες. Να πού οδηγεί, σκεφτόμουνα, το πάθος της πολιτικής υπερβολής…
Έφυγε στα μέσα Αυγούστου για την Αμερική. Τα σχέδιά μας ήταν να εγκατασταθούμε, αργότερα, μετά το γάμο, στην πολιτεία που θα έπιανε δουλειά. Έμεινα μόνη με τα όνειρά μου και μ’ αυτά έχτιζα από τώρα την καινούργια ζωή στην ξενητειά. Δούλευα εντατικά για να τελειώσω τους μισοτελειωμένους πίνακες και τελειοποιούσα τα αγγλικά μου. Η ζωή μου κυλούσε όπως πριν από τις 21 Απριλίου. Ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει ζεστός. Τα λουλούδια άφηναν και τώρα το εξαίσιο άρωμά τους. Τα πουλιά τιτίβιζαν όπως και άλλοτε. Και η εγωιστική μου εξοχότητα έχωνε με την επιπολαιότητα της στρουθοκαμήλου το κεφάλι στην άμμο της αδιαφορίας για τον υπόλοιπο κόσμο.
Αρχές Σεπτεμβρίου έμαθα από τη μητέρα μου ότι είχαν πιάσει τη Νέλλη, μια παλιά μου συμμαθήτρια στο κολλέγιο. Ήταν ένα κορίτσι με πολύ ίσιο χαρακτήρα και με αίσθημα ευθύνης. Σπούδαζε μουσική και σύχναζε στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη. Κανείς δεν ήξερε γιατί την έπιασαν. Ούτε και πού την κρατούσαν. Όταν η μητέρα της πήρε έναν δικηγόρο και πήγαν στη Γενική Ασφάλεια με μια κουβέρτα και φαγητό τους έδιωξαν με τις κλωτσιές. «Με τις κλωτσιές την κυρία…;» ρώτησα με ένα τόνο ειρωνικής κακίας, μη μπορώντας να συλλάβω την εικόνα της ψηλομύτας μαμάς της Νέλλης, με τις ανακτορικές σχέσεις, ν’ αντιμετωπίζει τέτοια ασυνήθιστη μεταχείριση. «Μην αστειεύεσαι», μου παρατήρησε κάπως αυστηρά η μητέρα. «Η Νέλλη κινδυνεύει».
Κατέβασα τα μάτια. Για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ την καινούργια κατάσταση. Άθελα ξανακύτταξα τα χωρίς αλυσίδες χέρια μου. Η Νέλλη όμως; Και οι άλλες Νέλλες και οι άλλοι ανώνυμοι άντρες και γυναίκες; Κι εγώ τι κάνω πέρα από το να ονειροπολώ και να ζωγραφίζω γλυκερά ηλιοβασιλέματα; Θυμήθηκα μια φράση του Μανώλη: «Ο πραγματικός άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που το καταπιέζει η οργανωμένη βία».
Μήπως ήταν η περίπτωσή μου; Θέλοντας να κάνω κάτι για τη Νέλλη πήγα σε μερικούς ισχυρούς γνωστούς μου. Όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους αποθαρρυντικά. Σ’ αυτές τις υποθέσεις, μου είπε ένας, και η απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος δημιουργεί κινδύνους.
Πέρασαν δυο μήνες. Ένα πρωινό βγαίνοντας από το σπίτι μου μου, στη γωνιά του άλλου δρόμου, έπεσα πάνω στη Νέλλη. Δεν την αναγνώρισα αμέσως. Στεκότανε μπροστά μου, φοβερά αδυνατισμένη, με μάτια και μάγουλα ρουφηγμένα. Ένα χαμένο βλέμμα κι ένας ανεπαίσθητος σπασμός στο κάτω χείλος σούδιναν ολοφάνερη την αίσθηση του μεγάλου πόνου, σωματικού και ψυχικού. Έδειχνε δέκα χρόνια πιο μεγάλη. Περπατούσε με πατερίτσες. «Πάμε σπίτι μου να μιλήσουμε», της είπα. Αρνήθηκε: «Όχι, όχι. Θα βρεις τον μπελά σου. Με παρακολουθούν». Την τράβηξα από το χέρι μ’ επιμονή και την έφερα στο σπίτι. Σωριάστηκε σ’ ένα καναπέ και την έπιασε ένα υστερικό κλάμα που τράνταζε ολόκληρο το κορμί της. Την άφησα να ηρεμήσει. Έψησα καφέ και ανάβοντας τσιγάρο και για τις δυο κάθησα στο χαλί κοντά και χάιδευα τα χέρια της. Αυτά τα χέρια είχαν φορέσει τις αλυσίδες. Τα σημάδια ήταν ανατριχιαστικά. «Είμαι ένας χαμένος άνθρωπος», ήταν τα πρώτα λόγια της. Προσπάθησα να την παρηγορήσω. Σε καταλαβαίνω. Ταλαιπωρήθηκες. Βασανίστηκες. Όλα όμως περνάνε. Ακόμη και ο πιο δυνατός πόνος. Τώρα είσαι ελεύθερη. Ανασηκώθηκε περισσότερο πονεμένη παρά αγριεμένη. Μια αστραπή φώτισε τα ρουφηγμένα μάτια της: «Ελεύθερη, είπες; Ξέρεις όμως γιατί είμαι ελεύθερη;» Και ξαναμμένη συνέχισε: «Αφού δεν το ξέρεις θα στο πω. Και να το φωνάξεις σ’ όλο τον κόσμο. Για νάρχονται να με φτύνουν. Αυτό μου αξίζει. Άκουσε λοιπόν. Μ’ άφησαν γιατί πρόδωσα. Εξαγόρασα αυτό που εσύ λες «ελευθερία» δίνοντας δυο ονόματα. Τα ονόματα των πιο πιστών και αγαπημένων φίλων μου. Κι αυτή τη στιγμή τα δυο παλληκάρια βασανίζονται, μέρα – νύχτα, στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, ως που να πουν κι αυτοί άλλα ονόματα και να συνεχιστεί η αλυσίδα, ωσότου όλη τούτη η χώρα μεταβληθεί σε μια κοιλάδα με ανθρώπινα κουρέλια χωρίς ψυχή, χωρίς θέληση, χωρίς τίποτα. Να το μεγάλο ιδανικό της δικτατορίας. Η κοινωνία των νεκρών ψυχών». Το ξέσπασμα του πόνου, το ξύσιμο της ανοιχτής πληγής την ανακούφιζε. Αλλά στη δική μου συνείδηση τα λόγια της Νέλλης έπεφταν σαν αλύπητο μαστίγωμα. Ποιος από τους δυο μας ήταν περισσότερο ένοχος; Εκείνη που υπέκυψε στη βία η εγώ που ζούσα στην ουδέτερη μακαριότητά μου και δεν μ’ ένοιαζε για τίποτε άλλο εκτός από τη νησίδα της ατομικής ευτυχίας μου και τα φιλόδοξα όνειρα για εκθέσεις του «έργου» μου στις γκαλερί της Νέας Υόρκης;
Η Νέλλη συνέχιζε ν’ αδειάζει τον εαυτό της. Μονολογούσε μ’ ένα σβησμένο βλέμμα: «Οι βασανιστές, έλεγε, δεν είναι άνθρωποι. Είναι ανθρωπόμορφα φίδια, εκπαιδευμένα από επιστημονικούς εγκέφαλους στην τέχνη του βασανισμού. Και εφαρμόζουν μια πλήρη μέθοδο, κλιμακωμένη σε διάφορα στάδια. Το βασικό της στοιχείο είναι η εναλλαγή του σωματικού και του ψυχικού πόνου. Η «φάλαγγα», το συνεχές χτύπημα με ρόπαλα στα πέλματα, είναι, όπως έμαθα, παλιά μέθοδος. Τη χρησιμοποιούσαν και στη γερμανική κατοχή και στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Αλλά η σημερινή φάλαγγα είναι εξελιγμένη. Συνήθως χτυπούν σε γυμνά πόδια και έχουν μάθει να σταματούν ακριβώς στα όρια της γάγγραινας. Στο μεταξύ το θύμα έχει λιποθυμήσει δυο – τρεις φορές και το έχουν συνεφέρει με κουβάδες νερό. Όταν τελειώνουν, λύνουν το δεμένο κορμί και το διατάσσουν να σηκωθεί και να περπατήσει. Το πόδι έχει γίνει μια ματωμένη σάρκινη μάζα, διπλάσια σε όγκο από πριν. Το θύμα σηκώνεται, αλλά μόλις το πόδι δεχτεί το βάρος του σώματος ο πόνος γίνεται αβάσταχτος: Το μαστίγιο δουλεύει τότε όπως στο δύστροπο άλογο. Το θύμα αναγκάζεται να περπατήσει. Το διατάσσουν να τρέξει. Πολλές φορές γλυστράει πάνω στο αίμα του και πέφτει. Οι δήμιοι απολαμβάνουν το θέαμα και αρχίζουν να χοροπηδάνε πάνω στο μισοπεθαμένο κορμί…
«Όταν με πήγαν στην ταράτσα, αυτός που έκανε τον «καλό» είπε σιγά με φωνή που μου φάνηκε φιλική: «Ξάπλωσε στον πάγκο και μη βγάζεις τα παπούτσια σου. Θα πονέσεις λιγώτερο». Ξάπλωσα μπρούμητα, με έδεσαν με δυο σκοινιά για να μην κουνιέμαι και άρχισαν… Είπα μέσα μου: Τυχερή είμαι που μου άφησαν τα παπούτσια. Τα πρώτα χτυπήματα φάνηκαν ελαφρά. Αλλά πήγαιναν κρεσέντο. Όσο δυνάμωναν τόσο ένοιωθα τον πόνο να σουβλίζει το μυαλό. Στην αρχή πίεσα τον εαυτό μου να μετράει τα χτυπήματα. Στο τριακοστό έχασα τον αυτοέλεγχό μου. Αισθανόμουνα να σβήνω. Όταν συνήλθα είδα να μου περιχύνουν στο κεφάλι και στα πόδια νερό. Το κεφάλι άντεχε ακόμη, αλλά τα πόδια, πρησμένα όπως ήσαν, αγωνίζονταν να στριμωχτούν στα παπούτσια. Το δέρμα των παπουτσιών έσπαζε. Οι σάρκες ξεχείλιζαν. Το νερό πολλαπλασίαζε τον πόνο. Ο «καλός» ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια. «Θα πεις κανένα όνομα;». Δεν έδωσα απάντηση. «Α, είπε, μη με κάνεις να θυμώσω». Παρενέβη όμως ο «κακός»: «Άστηνε να ζήσει και σήμερα. Την σκοτώνουμε αύριο».
Μου έλυσαν τα σκοινιά. «Σήκω και προχώρα στη σκάλα», με διέταξαν. Έκανα να σηκωθώ κι έπεσα κάτω βογγώντας. Περπατώντας με τα τέσσερα έφτασα στη σκάλα και άρχιζα να την κατεβαίνω στηριζόμενη στα χέρια μου και αφήνοντας τα πόδια να σέρνονται. Ήμουνα ακόμη στο πάνω μέρος της σκάλας όταν με μια δυνατή κλωτσιά από πίσω κατρακύλησα ως κάτω. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα έπειτα από ώρες ήμουνα στο κελλί μου κουλουριασμένη. Έκλαιγα από τους πόνους. Ακούγονταν φωνές απ’ έξω. Διέκρινα τη φωνή του «καλού»: «Αυτός είναι σκληρό καρύδι. Έξη ώρες στην ταράτσα και δεν θέλει να σπάσει. Ας πάνε άλλοι να συνεχίσουν». Έκανα τη σκέψη ότι εγώ στάθηκα τυχερή. Τη γλύτωσα με μια ώρα ταράτσα. Ίσως να είχα αποκοιμηθεί με το κεφάλι στα γόνατα, τότε που άκουσα την κλειδαριά του κελλιού μου να τρίζει. Η πόρτα άνοιξε και στο πηχτό σκοτάδι διέκρινα δυο ανθρώπινες φιγούρες. «Κάνε γούστο την τρομάρα της», έλεγε ο ένας σιγά. Και πλησιάζοντας με κλώτσησε ανάμεσα στα πόδια, ψηλά, με όλη του τη δύναμη. Αναγκάστηκαν να με σηκώσουν όρθια και να με κρατάνε για να μην πέσω. «Άκουσε δω, κορίτσι μου, είπε ο άλλος. Να εξηγηθούμε από την αρχή. Ηρωίδα και ζωντανή δεν γίνεται να βγεις από της Μπουμπουλίνας. Κανένας δεν έχει βγει. (Έλεγε ψέμματα). Λοιπόν διάλεξε: Πού θες να πάμε; Στο γραφείο για ονόματα ή στην ταράτσα για χορό;». Χωρίς να το σκεφτώ είπα σταθερά: «Στην ταράτσα».
Όσα έγιναν από κείνη τη στιγμή τα θυμάμαι σαν ένα εφιαλτικό όνειρο. Εξαγριωμένοι από την απάντηση πέσανε πάνω μου σα θεριά. Με χτυπούσαν αλύπητα με χέρια και με πόδια. Όταν πείστηκαν ότι ήμουνα ανίκανη να σηκωθώ με τύλιξαν σε μια κουβέρτα και μ’ ανέβασαν στην ταράτσα. Δεν θα σου πω τι μου κάνανε… Ντρέπομαι να περιγράψω και σε σένα την εφευρετικότητά τους στα μαρτύρια σεξουαλικής διαστροφής. Ήρθαν κι άλλοι τρεις. Άρχισε να ξημερώνει. Μέσα στο στόμα μου είχαν βάλει για να μη φωνάζω ένα στουπί βουτηγμένο σε ανθρώπινες ακαθαρσίες. Έκανα συνεχώς εμετό, που τον κατάπινα. Ένας μου είπε: «Ένα όνομα μόνο και θα πας σπίτι σου». Έκανα με το κεφάλι μια κίνηση που σήμαινε «ναι». Μου έβγαλαν το κουρέλι. Από τα σπλάχνα μου ξεχύθηκε όλη η φρίκη της νύχτας σ’ ένα ακατάσχετο εμετό. Μου έδωσαν νερό. Έπειτα είπα το όνομα. «Ένα ακόμη» άκουσα τη φωνή του επικεφαλής. Αρνήθηκα λέγοντας ότι δεν ξέρω άλλο όνομα. Κάποιος ξανάφερε το κουρέλι. Μου άνοιξαν το στόμα. Οι άλλοι ξανάπιασαν δουλειά. Καθώς το βρώμικο πανί ερχότανε σ’ επαφή με το στόμα μου έχασα και την τελευταία δύναμη αντιστάσεως. Είπα και το δεύτερο όνομα. Θάλεγα και τρίτο και τέταρτο, αλλά δεν ήξερα άλλα. Και όταν τους εξήγησα ότι από δω και πέρα ό,τι και αν έλεγα θα αφορούσαν αμέτοχα πρόσωπα πείσθηκαν και με κατέβασαν στο κελλί. Με κράτησαν όμως κοντά δυο μήνες. Υπέγραψα κι ένα σωρό χαρτιά. Ένα απ’ αυτά έλεγε ότι η συμπεριφορά της αστυνομίας ήταν «πολιτισμένη και ανθρωπιστική». Σ’ ένα άλλο διέψευδα με αγανάκτηση την συκοφαντική εκστρατεία του διεθνούς κομμουνισμού περί βασανιστηρίων…
«Όταν οι πληγές μου — εννοώ τις εξωτερικές — άρχισαν να κλείνουν με άφησαν ελεύθερη… Τα δυο όμως παλληκάρια που πρόδωσα είναι ακόμη στα χέρια τους. Και κάθε νύχτα οι εφιάλτες με ζώνουν. Πότε είμαι εγώ η ίδια βασανίστρια με το βούρδουλα στο χέρι. Πότε τα δυο παλληκάρια είναι σταυρωμένα, όπως ο Χριστός. Και εγώ στα πόδια τους ακούω τον ψίθυρο: «Γιατί, Νέλλη;». Οι λυγμοί την ξανάπιασαν. Η ψυχή της πονούσε δυνατά.
«Κατάλαβες τώρα, μου είπε με άγριο βλέμμα, γιατί είμαι ένας χαμένος άνθρωπος;». Ανάσανε βαθιά και συνέχισε: «Άκου και το τελευταίο. Θέλησα να ξαναδουλέψω στην αντίσταση. Ο άνθρωπος, που με πολλές προσπάθειες μπόρεσα να συναντήσω με κύτταξε συμπονετικά, με αντιμετώπισε επιφυλακτικά και μ’ έδιωξε ευγενικά. Αντίσταση! είπε. Δεν ξέρω να υπάρχει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως δεν ανακατεύομαι… Άκουσα ότι σε είχαν πιάσει… Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καθήσεις ήσυχα… Μη σε κρατάω περισσότερο…».
Για πολλή ώρα μείναμε και οι δυο σιωπηλές. Ήμουνα αναστατωμένη. Πρώτη φορά ερχόμουνα καταπρόσωπο με την καυτή αλήθεια. Στα χαμένα μάτια της Νέλλης διέκρινα μια θαμπή λάμψη. Το ξαλάφρωμα της καρδιάς της και οι διεργασίες που διαισθανότανε να γίνονται μέσα μου της έκαναν καλό. Δυο νεκρές ψυχές γίνονταν ζωντανοί άνθρωποι.
[...]
Στην συνέχεια του κεφαλαίου η “Ηλέκτρα Παππά” περιγράφει το πέρασμα της στον αντιδικτατορικό αγώνα, τον δικό της βασανισμό, τους πρώτους νεκρούς της χούντας και τους βασανιστές της ασφάλειας …
Μανικάκος
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο για “περιύβριση Αρχής”, επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει “κίνδυνος” να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
«Εσείς που μέσα μπαίνετε αφήστε κάθε ελπίδα».
(Από την «Κόλαση» του Ντάντε)
Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα, θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακρυά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε — χωρίς να την ανοίξουν — άφησα να βγει βαθιά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδα σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν’ αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακρυά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες. Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ό,τι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι…».
Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φράσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να το παραθέσω ακέραιο — χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη — σ’ αυτό το βιβλίο. Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω — και έκανα — είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ’ άλλο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ο~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Το όνομά μου είναι Ηλέκτρα Παπά. Είμαι 26 χρονών και έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφίζω καλά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου κανένα σπουδαίο ταλέντο. Δυο χρονιές πήρα μέρος στην Πανελλήνια Έκθεση Ζαππείου. Οι γονείς μου ανήκουν στη λεγόμενη ανώτερη αστική τάξη και ψήφιζαν πάντοτε το κόμμα της δεξιάς: Παπάγο, Καραμανλή, Κανελλόπουλο. Δεν συμπαθούν τη δικτατορία της Χούντας, αλλά την ανέχονται. Ο πατέρας λέει ότι οι Αμερικανοί θ’ αποκαταστήσουν σιγά – σιγά την ομαλότητα.
Εδώ και τρία χρόνια ζω μόνη μου σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Χάρητος. Στον πολύ στενό κύκλο της ζωής μου ανήκει και ο Μανώλης. Σπουδάζει οικονομικές επιστήμες στο Χάρβαρντ. Φέτος (1969) τελειώνει. Τον πρωτογνώρισα στις αρχές του 1967, που είχε ρθει στην Ελλάδα για να δει τους δικούς του. Ο Μανώλης ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που δεν τους φτάνει να είναι καλοί. Κάνουν και τους άλλους καλύτερους. Αγαπηθήκαμε αμέσως και σχεδιάζαμε να παντρευτούμε στο τέλος των σπουδών του. Το όνειρό μου ήταν να κάνω δέκα παιδιά και να ζαλίζομαι τυλιγμένη από τη μουσική σκάλα των δέκα διαφορετικών φωνών. Σήμερα με τις φρικτές εμπειρίες που έζησα ξαναζωντανεύω τα όνειρά μου και μου φαίνονται σα να ανήκουν σε κάποια άλλη σβησμένη ζωή. Και όμως έχουν περάσει από τότε δυο μόνο χρόνια.
Το αστροπελέκι για την πατρίδα έπεσε στις 21 Απριλίου. Για μένα έπεσε στις 23 Νοεμβρίου, εφτά μήνες αργότερα. Ντρέπομαι τώρα που το γράφω, αλλά το πρώτο αστροπελέκι δεν το πολυαισθάνθηκα. Ο κόσμος μου ήταν ο Μανώλης, οι γονείς μου, η ζωγραφική και τα όνειρά μου. Και τον «κόσμο μου» οι συνταγματάρχες δεν τον είχαν αγγίξει. Γιατί να είναι απαραιτήτως κακοί; έλεγα μέσα μου αναμηρυκάζοντας λόγια του πατέρα… Εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένη, ευτυχισμένη, ονειροπαρμένη. Εκείνα τα πατριωτικά θούρια που τρυπούσαν το μυαλό μόλις άνοιγες το ραδιόφωνο τα αντιμετώπιζα μ’ ένα πολύ απλό τρόπο: Κλείνοντας το ραδιόφωνο… Ας έκαναν το ίδιο και οι άλλοι να μην τους ενοχλεί η προπαγάνδα. Εφημερίδα δεν διάβαζα. Πού και πού έριχνα καμιά ματιά στην καλλιτεχνική σελίδα. Για την πολιτική, γενικά, είχα ένα θώρακα αδιαφορίας. Η πολιτική, έλεγα, αφορά τους πολιτικούς, όπως η ζωγραφική τους ζωγράφους. Από τον πατέρα μου άκουγα παλιότερα ότι ίσως ο Ανδρέας Παπανδρέου κάνει κίνημα. Το κίνημα έγινε, αλλά το έκαναν οι εχθροί των Παπανδρέου. Και το ένα κακό, σκεφτόμουνα, και το άλλο χειρότερο. Στο τέλος – τέλος αυτό που έγινε έχει πίσω του την Αμερική. Το άλλο θα είχε τη Ρωσία… Μας συνέβη, επομένως, το μικρότερο κακό…
Ο Μανώλης είχε απελπιστεί με την παιδικότητα της πολιτικής μου σκέψης και απέφευγε τέτοιου είδους συζητήσεις. Αλλά στις 21 Απριλίου αντίκρυσα ένα Μανώλη ανήσυχο, ταραγμένο, και νευρικό. «Αυτό είναι καταστροφή», έλεγε και ξανάλεγε βηματίζοντας. «Μας αλυσόδεσαν». Εγώ τον παρακολουθούσα δύσπιστα, ρίχνοντας ματιές στα χέρια μου, που — δόξα σοι ο Θεός — δεν είχαν αλυσίδες. Να πού οδηγεί, σκεφτόμουνα, το πάθος της πολιτικής υπερβολής…
Έφυγε στα μέσα Αυγούστου για την Αμερική. Τα σχέδιά μας ήταν να εγκατασταθούμε, αργότερα, μετά το γάμο, στην πολιτεία που θα έπιανε δουλειά. Έμεινα μόνη με τα όνειρά μου και μ’ αυτά έχτιζα από τώρα την καινούργια ζωή στην ξενητειά. Δούλευα εντατικά για να τελειώσω τους μισοτελειωμένους πίνακες και τελειοποιούσα τα αγγλικά μου. Η ζωή μου κυλούσε όπως πριν από τις 21 Απριλίου. Ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει ζεστός. Τα λουλούδια άφηναν και τώρα το εξαίσιο άρωμά τους. Τα πουλιά τιτίβιζαν όπως και άλλοτε. Και η εγωιστική μου εξοχότητα έχωνε με την επιπολαιότητα της στρουθοκαμήλου το κεφάλι στην άμμο της αδιαφορίας για τον υπόλοιπο κόσμο.
Αρχές Σεπτεμβρίου έμαθα από τη μητέρα μου ότι είχαν πιάσει τη Νέλλη, μια παλιά μου συμμαθήτρια στο κολλέγιο. Ήταν ένα κορίτσι με πολύ ίσιο χαρακτήρα και με αίσθημα ευθύνης. Σπούδαζε μουσική και σύχναζε στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη. Κανείς δεν ήξερε γιατί την έπιασαν. Ούτε και πού την κρατούσαν. Όταν η μητέρα της πήρε έναν δικηγόρο και πήγαν στη Γενική Ασφάλεια με μια κουβέρτα και φαγητό τους έδιωξαν με τις κλωτσιές. «Με τις κλωτσιές την κυρία…;» ρώτησα με ένα τόνο ειρωνικής κακίας, μη μπορώντας να συλλάβω την εικόνα της ψηλομύτας μαμάς της Νέλλης, με τις ανακτορικές σχέσεις, ν’ αντιμετωπίζει τέτοια ασυνήθιστη μεταχείριση. «Μην αστειεύεσαι», μου παρατήρησε κάπως αυστηρά η μητέρα. «Η Νέλλη κινδυνεύει».
Κατέβασα τα μάτια. Για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ την καινούργια κατάσταση. Άθελα ξανακύτταξα τα χωρίς αλυσίδες χέρια μου. Η Νέλλη όμως; Και οι άλλες Νέλλες και οι άλλοι ανώνυμοι άντρες και γυναίκες; Κι εγώ τι κάνω πέρα από το να ονειροπολώ και να ζωγραφίζω γλυκερά ηλιοβασιλέματα; Θυμήθηκα μια φράση του Μανώλη: «Ο πραγματικός άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που το καταπιέζει η οργανωμένη βία».
Μήπως ήταν η περίπτωσή μου; Θέλοντας να κάνω κάτι για τη Νέλλη πήγα σε μερικούς ισχυρούς γνωστούς μου. Όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους αποθαρρυντικά. Σ’ αυτές τις υποθέσεις, μου είπε ένας, και η απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος δημιουργεί κινδύνους.
Πέρασαν δυο μήνες. Ένα πρωινό βγαίνοντας από το σπίτι μου μου, στη γωνιά του άλλου δρόμου, έπεσα πάνω στη Νέλλη. Δεν την αναγνώρισα αμέσως. Στεκότανε μπροστά μου, φοβερά αδυνατισμένη, με μάτια και μάγουλα ρουφηγμένα. Ένα χαμένο βλέμμα κι ένας ανεπαίσθητος σπασμός στο κάτω χείλος σούδιναν ολοφάνερη την αίσθηση του μεγάλου πόνου, σωματικού και ψυχικού. Έδειχνε δέκα χρόνια πιο μεγάλη. Περπατούσε με πατερίτσες. «Πάμε σπίτι μου να μιλήσουμε», της είπα. Αρνήθηκε: «Όχι, όχι. Θα βρεις τον μπελά σου. Με παρακολουθούν». Την τράβηξα από το χέρι μ’ επιμονή και την έφερα στο σπίτι. Σωριάστηκε σ’ ένα καναπέ και την έπιασε ένα υστερικό κλάμα που τράνταζε ολόκληρο το κορμί της. Την άφησα να ηρεμήσει. Έψησα καφέ και ανάβοντας τσιγάρο και για τις δυο κάθησα στο χαλί κοντά και χάιδευα τα χέρια της. Αυτά τα χέρια είχαν φορέσει τις αλυσίδες. Τα σημάδια ήταν ανατριχιαστικά. «Είμαι ένας χαμένος άνθρωπος», ήταν τα πρώτα λόγια της. Προσπάθησα να την παρηγορήσω. Σε καταλαβαίνω. Ταλαιπωρήθηκες. Βασανίστηκες. Όλα όμως περνάνε. Ακόμη και ο πιο δυνατός πόνος. Τώρα είσαι ελεύθερη. Ανασηκώθηκε περισσότερο πονεμένη παρά αγριεμένη. Μια αστραπή φώτισε τα ρουφηγμένα μάτια της: «Ελεύθερη, είπες; Ξέρεις όμως γιατί είμαι ελεύθερη;» Και ξαναμμένη συνέχισε: «Αφού δεν το ξέρεις θα στο πω. Και να το φωνάξεις σ’ όλο τον κόσμο. Για νάρχονται να με φτύνουν. Αυτό μου αξίζει. Άκουσε λοιπόν. Μ’ άφησαν γιατί πρόδωσα. Εξαγόρασα αυτό που εσύ λες «ελευθερία» δίνοντας δυο ονόματα. Τα ονόματα των πιο πιστών και αγαπημένων φίλων μου. Κι αυτή τη στιγμή τα δυο παλληκάρια βασανίζονται, μέρα – νύχτα, στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, ως που να πουν κι αυτοί άλλα ονόματα και να συνεχιστεί η αλυσίδα, ωσότου όλη τούτη η χώρα μεταβληθεί σε μια κοιλάδα με ανθρώπινα κουρέλια χωρίς ψυχή, χωρίς θέληση, χωρίς τίποτα. Να το μεγάλο ιδανικό της δικτατορίας. Η κοινωνία των νεκρών ψυχών». Το ξέσπασμα του πόνου, το ξύσιμο της ανοιχτής πληγής την ανακούφιζε. Αλλά στη δική μου συνείδηση τα λόγια της Νέλλης έπεφταν σαν αλύπητο μαστίγωμα. Ποιος από τους δυο μας ήταν περισσότερο ένοχος; Εκείνη που υπέκυψε στη βία η εγώ που ζούσα στην ουδέτερη μακαριότητά μου και δεν μ’ ένοιαζε για τίποτε άλλο εκτός από τη νησίδα της ατομικής ευτυχίας μου και τα φιλόδοξα όνειρα για εκθέσεις του «έργου» μου στις γκαλερί της Νέας Υόρκης;
Η Νέλλη συνέχιζε ν’ αδειάζει τον εαυτό της. Μονολογούσε μ’ ένα σβησμένο βλέμμα: «Οι βασανιστές, έλεγε, δεν είναι άνθρωποι. Είναι ανθρωπόμορφα φίδια, εκπαιδευμένα από επιστημονικούς εγκέφαλους στην τέχνη του βασανισμού. Και εφαρμόζουν μια πλήρη μέθοδο, κλιμακωμένη σε διάφορα στάδια. Το βασικό της στοιχείο είναι η εναλλαγή του σωματικού και του ψυχικού πόνου. Η «φάλαγγα», το συνεχές χτύπημα με ρόπαλα στα πέλματα, είναι, όπως έμαθα, παλιά μέθοδος. Τη χρησιμοποιούσαν και στη γερμανική κατοχή και στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Αλλά η σημερινή φάλαγγα είναι εξελιγμένη. Συνήθως χτυπούν σε γυμνά πόδια και έχουν μάθει να σταματούν ακριβώς στα όρια της γάγγραινας. Στο μεταξύ το θύμα έχει λιποθυμήσει δυο – τρεις φορές και το έχουν συνεφέρει με κουβάδες νερό. Όταν τελειώνουν, λύνουν το δεμένο κορμί και το διατάσσουν να σηκωθεί και να περπατήσει. Το πόδι έχει γίνει μια ματωμένη σάρκινη μάζα, διπλάσια σε όγκο από πριν. Το θύμα σηκώνεται, αλλά μόλις το πόδι δεχτεί το βάρος του σώματος ο πόνος γίνεται αβάσταχτος: Το μαστίγιο δουλεύει τότε όπως στο δύστροπο άλογο. Το θύμα αναγκάζεται να περπατήσει. Το διατάσσουν να τρέξει. Πολλές φορές γλυστράει πάνω στο αίμα του και πέφτει. Οι δήμιοι απολαμβάνουν το θέαμα και αρχίζουν να χοροπηδάνε πάνω στο μισοπεθαμένο κορμί…
«Όταν με πήγαν στην ταράτσα, αυτός που έκανε τον «καλό» είπε σιγά με φωνή που μου φάνηκε φιλική: «Ξάπλωσε στον πάγκο και μη βγάζεις τα παπούτσια σου. Θα πονέσεις λιγώτερο». Ξάπλωσα μπρούμητα, με έδεσαν με δυο σκοινιά για να μην κουνιέμαι και άρχισαν… Είπα μέσα μου: Τυχερή είμαι που μου άφησαν τα παπούτσια. Τα πρώτα χτυπήματα φάνηκαν ελαφρά. Αλλά πήγαιναν κρεσέντο. Όσο δυνάμωναν τόσο ένοιωθα τον πόνο να σουβλίζει το μυαλό. Στην αρχή πίεσα τον εαυτό μου να μετράει τα χτυπήματα. Στο τριακοστό έχασα τον αυτοέλεγχό μου. Αισθανόμουνα να σβήνω. Όταν συνήλθα είδα να μου περιχύνουν στο κεφάλι και στα πόδια νερό. Το κεφάλι άντεχε ακόμη, αλλά τα πόδια, πρησμένα όπως ήσαν, αγωνίζονταν να στριμωχτούν στα παπούτσια. Το δέρμα των παπουτσιών έσπαζε. Οι σάρκες ξεχείλιζαν. Το νερό πολλαπλασίαζε τον πόνο. Ο «καλός» ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια. «Θα πεις κανένα όνομα;». Δεν έδωσα απάντηση. «Α, είπε, μη με κάνεις να θυμώσω». Παρενέβη όμως ο «κακός»: «Άστηνε να ζήσει και σήμερα. Την σκοτώνουμε αύριο».
Μου έλυσαν τα σκοινιά. «Σήκω και προχώρα στη σκάλα», με διέταξαν. Έκανα να σηκωθώ κι έπεσα κάτω βογγώντας. Περπατώντας με τα τέσσερα έφτασα στη σκάλα και άρχιζα να την κατεβαίνω στηριζόμενη στα χέρια μου και αφήνοντας τα πόδια να σέρνονται. Ήμουνα ακόμη στο πάνω μέρος της σκάλας όταν με μια δυνατή κλωτσιά από πίσω κατρακύλησα ως κάτω. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα έπειτα από ώρες ήμουνα στο κελλί μου κουλουριασμένη. Έκλαιγα από τους πόνους. Ακούγονταν φωνές απ’ έξω. Διέκρινα τη φωνή του «καλού»: «Αυτός είναι σκληρό καρύδι. Έξη ώρες στην ταράτσα και δεν θέλει να σπάσει. Ας πάνε άλλοι να συνεχίσουν». Έκανα τη σκέψη ότι εγώ στάθηκα τυχερή. Τη γλύτωσα με μια ώρα ταράτσα. Ίσως να είχα αποκοιμηθεί με το κεφάλι στα γόνατα, τότε που άκουσα την κλειδαριά του κελλιού μου να τρίζει. Η πόρτα άνοιξε και στο πηχτό σκοτάδι διέκρινα δυο ανθρώπινες φιγούρες. «Κάνε γούστο την τρομάρα της», έλεγε ο ένας σιγά. Και πλησιάζοντας με κλώτσησε ανάμεσα στα πόδια, ψηλά, με όλη του τη δύναμη. Αναγκάστηκαν να με σηκώσουν όρθια και να με κρατάνε για να μην πέσω. «Άκουσε δω, κορίτσι μου, είπε ο άλλος. Να εξηγηθούμε από την αρχή. Ηρωίδα και ζωντανή δεν γίνεται να βγεις από της Μπουμπουλίνας. Κανένας δεν έχει βγει. (Έλεγε ψέμματα). Λοιπόν διάλεξε: Πού θες να πάμε; Στο γραφείο για ονόματα ή στην ταράτσα για χορό;». Χωρίς να το σκεφτώ είπα σταθερά: «Στην ταράτσα».
Όσα έγιναν από κείνη τη στιγμή τα θυμάμαι σαν ένα εφιαλτικό όνειρο. Εξαγριωμένοι από την απάντηση πέσανε πάνω μου σα θεριά. Με χτυπούσαν αλύπητα με χέρια και με πόδια. Όταν πείστηκαν ότι ήμουνα ανίκανη να σηκωθώ με τύλιξαν σε μια κουβέρτα και μ’ ανέβασαν στην ταράτσα. Δεν θα σου πω τι μου κάνανε… Ντρέπομαι να περιγράψω και σε σένα την εφευρετικότητά τους στα μαρτύρια σεξουαλικής διαστροφής. Ήρθαν κι άλλοι τρεις. Άρχισε να ξημερώνει. Μέσα στο στόμα μου είχαν βάλει για να μη φωνάζω ένα στουπί βουτηγμένο σε ανθρώπινες ακαθαρσίες. Έκανα συνεχώς εμετό, που τον κατάπινα. Ένας μου είπε: «Ένα όνομα μόνο και θα πας σπίτι σου». Έκανα με το κεφάλι μια κίνηση που σήμαινε «ναι». Μου έβγαλαν το κουρέλι. Από τα σπλάχνα μου ξεχύθηκε όλη η φρίκη της νύχτας σ’ ένα ακατάσχετο εμετό. Μου έδωσαν νερό. Έπειτα είπα το όνομα. «Ένα ακόμη» άκουσα τη φωνή του επικεφαλής. Αρνήθηκα λέγοντας ότι δεν ξέρω άλλο όνομα. Κάποιος ξανάφερε το κουρέλι. Μου άνοιξαν το στόμα. Οι άλλοι ξανάπιασαν δουλειά. Καθώς το βρώμικο πανί ερχότανε σ’ επαφή με το στόμα μου έχασα και την τελευταία δύναμη αντιστάσεως. Είπα και το δεύτερο όνομα. Θάλεγα και τρίτο και τέταρτο, αλλά δεν ήξερα άλλα. Και όταν τους εξήγησα ότι από δω και πέρα ό,τι και αν έλεγα θα αφορούσαν αμέτοχα πρόσωπα πείσθηκαν και με κατέβασαν στο κελλί. Με κράτησαν όμως κοντά δυο μήνες. Υπέγραψα κι ένα σωρό χαρτιά. Ένα απ’ αυτά έλεγε ότι η συμπεριφορά της αστυνομίας ήταν «πολιτισμένη και ανθρωπιστική». Σ’ ένα άλλο διέψευδα με αγανάκτηση την συκοφαντική εκστρατεία του διεθνούς κομμουνισμού περί βασανιστηρίων…
«Όταν οι πληγές μου — εννοώ τις εξωτερικές — άρχισαν να κλείνουν με άφησαν ελεύθερη… Τα δυο όμως παλληκάρια που πρόδωσα είναι ακόμη στα χέρια τους. Και κάθε νύχτα οι εφιάλτες με ζώνουν. Πότε είμαι εγώ η ίδια βασανίστρια με το βούρδουλα στο χέρι. Πότε τα δυο παλληκάρια είναι σταυρωμένα, όπως ο Χριστός. Και εγώ στα πόδια τους ακούω τον ψίθυρο: «Γιατί, Νέλλη;». Οι λυγμοί την ξανάπιασαν. Η ψυχή της πονούσε δυνατά.
«Κατάλαβες τώρα, μου είπε με άγριο βλέμμα, γιατί είμαι ένας χαμένος άνθρωπος;». Ανάσανε βαθιά και συνέχισε: «Άκου και το τελευταίο. Θέλησα να ξαναδουλέψω στην αντίσταση. Ο άνθρωπος, που με πολλές προσπάθειες μπόρεσα να συναντήσω με κύτταξε συμπονετικά, με αντιμετώπισε επιφυλακτικά και μ’ έδιωξε ευγενικά. Αντίσταση! είπε. Δεν ξέρω να υπάρχει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως δεν ανακατεύομαι… Άκουσα ότι σε είχαν πιάσει… Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καθήσεις ήσυχα… Μη σε κρατάω περισσότερο…».
Για πολλή ώρα μείναμε και οι δυο σιωπηλές. Ήμουνα αναστατωμένη. Πρώτη φορά ερχόμουνα καταπρόσωπο με την καυτή αλήθεια. Στα χαμένα μάτια της Νέλλης διέκρινα μια θαμπή λάμψη. Το ξαλάφρωμα της καρδιάς της και οι διεργασίες που διαισθανότανε να γίνονται μέσα μου της έκαναν καλό. Δυο νεκρές ψυχές γίνονταν ζωντανοί άνθρωποι.
[...]
Στην συνέχεια του κεφαλαίου η “Ηλέκτρα Παππά” περιγράφει το πέρασμα της στον αντιδικτατορικό αγώνα, τον δικό της βασανισμό, τους πρώτους νεκρούς της χούντας και τους βασανιστές της ασφάλειας …
Μανικάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου