Τράπεζες και ρωμιοί τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη
1. Η διαμόρφωση της ομάδας των τραπεζιτών του Γαλατά
Κατά το 19ο αιώνα εμφανίστηκε μια ισχυρή ομάδα ελληνορθόδοξων τραπεζιτών που δραστηριοποιήθηκαν στα δημόσια οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι τραπεζίτες; Επρόκειτο για τα μέλη μιας δυναμικής και αναπτυσσόμενης ομάδας επιχειρηματιών, ανάμεσα στους οποίους προεξάρχοντες ήταν οι: Νικόλαος και Γεώργιος Ζαρίφης, Στέφανος Ζαφειρόπουλος, Χρηστάκης Ζωγράφος, Αλέξανδρος Μαυρογορδάτος, Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίσσης, Ανδρέας Συγγρός, για να αναφερθούμε στους περισσότερο γνωστούς. Οι συγκεκριμένοι συμπεριλαμβάνονταν στην ομάδα των τραπεζιτών του Γαλατά, που ονομάστηκε έτσι λόγω της έδρας των πιστωτικών τους ιδρυμάτων στην περιοχή αυτή.
Μαζί με τραπεζίτες από άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας, όπως Αρμένιους και Εβραίους, αλλά και κεφαλαιούχους από ευρωπαϊκά κράτη που εγκαταστάθηκαν στην Πόλη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να ασκήσουν τραπεζικές εργασίες, διαμόρφωσαν μια διακριτή εξειδικευμένη επιχειρηματική ομάδα.
Οι σχέσεις της ομάδας αυτής ήταν σύνθετες καθώς εγγράφονται σε ένα επιχειρηματικό και συγγενικό δίκτυο. Σε επιχειρηματικό επίπεδο οι Ρωμιοί τραπεζίτες του Γαλατά είχαν αφετηρία τους ιδιωτικές επιχειρήσεις με κύριο τομέα απασχόλησης το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ο τομέας αυτός γνώρισε μεγάλες αλλαγές λόγω του ελεύθερου εμπορίου, μετά το 1838, αρχικά με τη Βρετανία και στη συνέχεια και με άλλες δυτικές χώρες. Παρότι το ελεύθερο εμπόριο με άλλα κράτη δεν οδήγησε στην επιβολή ανάλογου καθεστώτος στο εσωτερικό εμπόριο, καθώς διατηρήθηκαν για δεκαετίες οι εσωτερικοί δασμοί, επέτρεψε τη σταδιακή αύξηση του όγκου των συναλλαγών ανεβάζοντας αισθητά την αξία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, το εμπόριο δημιουργούσε μεγάλες ευκαιρίες για σταθερά κέρδη σε όσους επένδυσαν σε αυτό τον τομέα, παρά τον ασταθή και απρόβλεπτο χαρακτήρα των εμπορικών πράξεων. Ειδικότερα για το εξωτερικό εμπόριο αναπτύχθηκαν πιστωτικές πρακτικές, όπως η προαγορά, που εμπεριείχαν υψηλό ρίσκο καθώς δεν κάλυπταν πάντα την πιθανότητα κακής σοδειάς. Αντίστοιχα προβλήματα υπήρχαν και στο εισαγωγικό εμπόριο αλλά και σε αυτό που σχετιζόταν με τις διατροφικές ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά μια σειρά από ειδικές συγκυρίες, όπως για παράδειγμα ο Κριμαϊκός πόλεμος, οδήγησαν στην αύξηση των εισαγωγών αλλά και την άνοδο των τιμών των δημητριακών, από τα οποία επωφελήθηκαν όσοι εμπορεύονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη. Σε κάθε περίπτωση το εμπόριο, παρά τους κινδύνους του, διαμόρφωσε μεγάλο περιθώριο κέρδους, κινητοποίησε διαθέσιμα κεφάλαια και δημιούργησε υψηλές προσδοκίες κυρίως στους μη μουσουλμάνους, που αισθάνονταν επιπλέον μεγαλύτερη ασφάλεια με την εισαγωγή της ισονομίας με τους μουσουλμάνους κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μια ισχυρή ομάδα Ρωμιών επιχειρηματιών αλλά και Ελλήνων υπηκόων, που μαζί με Αρμένιους, Εβραίους και μουσουλμάνους κεφαλαιούχους εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές συνθήκες για το εμπόριο που επικράτησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το 19ο αιώνα και συνέδεσαν τις τύχες τους με την πορεία της οθωμανικής οικονομίας. Από αυτή την ομάδα ξεπήδησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες του Γαλατά. Ας σημειωθεί ότι οι τραπεζίτες αυτοί διέθεταν στην πλειονότητά τους και την οθωμανική υπηκοότητα, παρότι πολλοί επιδίωξαν και απέκτησαν την υπηκοότητα και άλλων κρατών, κυρίως την ελληνική, αλλά και τη βρετανική, τη γαλλική και την ολλανδική.
2. Οι εσωτερικές διασυνδέσεις της τραπεζικής ομάδας
Αν και υπήρχαν περιπτώσεις ανταγωνισμού, πολλοί από τους επιχειρηματίες αυτούς ανέπτυξαν ισχυρές συνεργασίες, οι οποίες συχνά εκτείνονταν σε βάθος χρόνου, και οργάνωσαν εμπορικά δίκτυα που τους επέτρεψαν να εκμεταλλευτούν τις επιχειρηματικές ευκαιρίες σε διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας. Η τηλεγραφική σύνδεση της οθωμανικής επικράτειας με την Ευρώπη και η επέκταση του τηλεγράφου στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της χώρας διευκόλυναν αυτές τις δραστηριότητες, όπως επίσης τις διευκόλυνε η ανάπτυξη των μεταφορών με το σιδηρόδρομο και την ατμοπλοϊκή συγκοινωνία. Ωστόσο, η διασύνδεση αυτών των επιχειρηματιών μεταξύ τους δεν περιορίστηκε στο επιχειρηματικό επίπεδο αλλά επεκτάθηκε και στις γαμήλιες στρατηγικές τους. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ήταν συνήθως αρχηγοί οικογενειών που επέλεγαν για τους γιους και τις κόρες τους σύζυγο από τον ίδιο κοινωνικό χώρο. Συχνά οι επιλογές αυτές επισφράγιζαν μια υπάρχουσα επιχειρηματική συνεργασία ή διευκόλυναν μια νέα. Ας αναφέρουμε, για παράδειγμα, το γάμο του Γεώργιου Ζαρίφη με την Ελένη Ζαφειροπούλου, κόρη του Στέφανου Ζαφειρόπουλου, συνεργάτη του Ζαρίφη, ή αργότερα την επιγαμία ανάμεσα στην οικογένεια Ευγενίδη και την οικογένεια Ζαρίφη. Τα επιχειρηματικά δίκτυα που συναντούμε την περίοδο εκείνη γρήγορα απέκτησαν μια δυναμική, στηρίχτηκαν, όμως, σε ατομικές επιχειρήσεις ή συνεργασίες που έχουν για βάση τους τη συγγένεια. Τα γνωρίσματα αυτά διακρίνουν τους επιχειρηματίες όλων των εθνοθρησκευτικών ομάδων της αυτοκρατορίας και όχι μόνο τους ελληνορθόδοξους.
3. Η ακμή της τραπεζικής ομάδας του Γαλατά – Η οικονομική συγκυρία
Η κατάσταση εκείνη που επέτρεψε την ανάδειξη των τραπεζικών εργασιών και κατ’ επέκταση την παρουσία της ομάδας των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών σχετίζεται με την εμφάνιση του δημόσιου δανεισμού του οθωμανικού κράτους, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1850. Το 1854 το οθωμανικό δημόσιο δανείστηκε πρώτη φορά 3 εκατομμύρια λίρες στερλίνες από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Επρόκειτο για την αρχή μιας πορείας η οποία σώρευσε μέσα σε ένα διάστημα περίπου είκοσι ετών ένα εξωτερικό χρέος που ξεπέρασε τα 250 εκατομμύρια. Οι όροι των οθωμανικών δανείων ήταν συχνά επαχθείς με αποτέλεσμα το πραγματικό ποσό που εισέρρευσε στα ταμεία του οθωμανικού κράτους να μην ξεπεράσει τα 140 εκατομμύρια. Αλλά οι υποχρεώσεις του οθωμανικού κράτους αφορούσαν την εξυπηρέτηση του ονομαστικού χρέους με αποτέλεσμα τη δραματική επιβάρυνση των δαπανών για την αποπληρωμή του χρέους και την αύξηση της φορολογίας. Στα 1875 το οθωμανικό κράτος ανακοίνωσε την παύση της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους του και την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές του για την επίλυση του προβλήματος. Στα 1881 δημιουργήθηκε η Υπηρεσία του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους, στην ουσία ένας μηχανισμός ελέγχου των πιστωτών της χώρας, η οποία διαχειρίστηκε έσοδα του οθωμανικού κράτους για να εξυπηρετήσει το υπάρχον χρέος της χώρας. Παρά τη βελτίωση των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών που σε κάποιο βαθμό οφειλόταν στην Υπηρεσία του Χρέους, ο οθωμανικός δημόσιος δανεισμός συνεχίστηκε με ένταση μέχρι και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Η στροφή του οθωμανικού κράτους στον εξωτερικό δανεισμό συνδέεται άμεσα με τις μεταρρυθμιστική κατεύθυνση της χώρας κατά το 19ο αιώνα. Η περίοδος του Τανζιμάτ, όπως είναι γνωστές οι μεταρρυθμίσεις από το 1839 έως το 1876, οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στο υπάρχον νομικό πλαίσιο με την εισαγωγή νομοθεσίας σε διαφορετικά πεδία, την ενίσχυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και κυρίως με την εισαγωγή της ισονομίας μουσουλμάνων με τους μη μουσουλμάνους, που αναιρούσε ένα θεμέλιο του ισλαμικού δημόσιου δικαίου. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, απαιτούσαν σημαντικές δαπάνες σε τομείς όπως η διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση, το εκπαιδευτικό σύστημα και οι υποδομές της χώρας. Παρότι ο δημόσιος δανεισμός της χώρας είχε στόχο να καλύψει αυτές τις ανάγκες και μεγάλο μέρος απορροφήθηκε στους συγκεκριμένους τομείς, από ένα σημείο και μετά όλο και μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού δανεισμού κατέληγε να εξυπηρετεί το υπάρχον χρέος.
Στην πράξη οι άμεσες ταμειακές ανάγκες του οθωμανικού δημοσίου αυξάνονταν συνεχώς, αλλά δεν μπορούσαν πάντα να καλύπτονται από τον εξωτερικό δανεισμό. Η σύναψη ενός δανείου στις δυτικές χρηματαγορές ήταν πολύπλοκη και χρονοβόρα υπόθεση, ενώ οι όροι των δανείων ήταν επαχθείς. Από την άλλη πλευρά η φορολογική βάση του οθωμανικού κράτους στηριζόταν στη φορολογία σε είδος, η οποία συλλεγόταν μετά τις σοδειές με αποτέλεσμα το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο να μην έχει πάντα στη διάθεσή του επαρκή χρηματικά διαθέσιμα. Έτσι, για τις χρηματικές ανάγκες του το οθωμανικό κράτος στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό, αναπτύσσοντας ένα βραχυπρόθεσμο κυμαινόμενο χρέος, το οποίο, αν και σε όγκο ήταν πολύ χαμηλότερο του εξωτερικού, γινόταν με διαφορετικούς όρους και απέκτησε μεγάλη βαρύτητα.
Οι τραπεζίτες του Γαλατά, και κυρίως οι ελληνορθόδοξοι, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ανέλαβαν να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του οθωμανικού χρέους συγκεντρώνοντας χρήματα για το σκοπό αυτό πέραν των ιδίων κεφαλαίων τους. Στο βαθμό που δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα αρχεία των επιχειρήσεων αυτών είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε ποιο ακριβώς ήταν το ύψος των δικών τους κεφαλαίων και ποιο το ύψος των κεφαλαίων άλλων επενδυτών, τα οποία διαχειρίζονταν έναντι προμήθειας. Έχοντας ήδη επωφεληθεί από το νέο θεσμικό πλαίσιο που διασφάλιζε την περιουσία ακόμη και όσων δεν είχαν οθωμανική υπηκοότητα και διαθέτοντας επαφές με τις δυτικές αγορές λόγω της εμπειρίας και των σχέσεων που είχαν αναπτύξει στον εμπορικό τομέα, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες μετατράπηκαν σε προνομιακούς δανειστές του οθωμανικού κράτους στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδής.
Ο βασικός μηχανισμός κερδοφορίας αυτής της δραστηριότητας φαίνεται πως ήταν η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού στην Ευρώπη και αυτά που οι ίδιοι χρέωναν στο θησαυροφυλάκιο. Είναι γνωστό ότι τα επιτόκια δανεισμού στην αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα υψηλά στην οθωμανική επικράτεια, μάλιστα σε ορισμένες περιοχές ήταν δυσθεώρητα, σε αντίθεση με αυτά που ίσχυαν στις δυτικές χρηματαγορές, που κυμαίνονταν ανάμεσα στο 3 με 7%. Βέβαια, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες, και οι τραπεζίτες του Γαλατά γενικότερα, ασκούσαν μια καθ’ όλα αποδεκτή εργασία, τουλάχιστον με βάση τα επιχειρηματικά δεδομένα της εποχής. Εξάλλου στον τομέα του βραχυπρόθεσμου δανεισμού δραστηριοποιούνταν και η αγγλογαλλικών συμφερόντων Οθωμανική Τράπεζα και, από ένα σημείο και μετά, αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 ο ελληνορθόδοξος επιχειρηματικός κόσμος της Κωνσταντινούπολης γνώρισε κάποιες αλλαγές. Αρχικά μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του διοχετεύτηκε στις τραπεζικές εργασίες. Αυτό δε σημαίνει ότι σταμάτησε η εμπορική δραστηριότητα. Οι τραπεζικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν περιόρισαν το ενδιαφέρον τους για το εμπόριο και η προτεραιότητά τους ήταν πλέον οι συναλλαγές με το θησαυροφυλάκιο. Κατά δεύτερον, μέσα από τις τραπεζικές εργασίες προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας μετοχικών επιχειρήσεων που θα κινητοποιούσαν κεφάλαια άλλων επενδυτών. Η ίδρυση μετοχικών εταιρειών επέτρεψε στους τραπεζίτες του Γαλατά να διατηρήσουν τον έλεγχο στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού κινητοποιώντας άλλα κεφάλαια, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές τους επιχειρήσεις. Συμμετείχαν ενεργά και σταθερά στα διοικητικά συμβούλια των μετοχικών εταιρειών χωρίς άμεσο κίνδυνο για τα δικά τους κεφάλαια, πέραν της ίδιας συμμετοχής τους. Η γνώση της αγοράς και η εμπιστοσύνη που τους είχαν οι ντόπιοι επενδυτές τούς επέτρεψε να παραμείνουν στο πηδάλιο των μετοχικών ιδρυμάτων επί δεκαετίες.
Τα μετοχικά ιδρύματα που εμφανίστηκαν στην οθωμανική πρωτεύουσα άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και η παρουσία τους πύκνωσε αισθητά κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1870. Συγκεκριμένα, στα 1869 δημιουργήθηκε η Γενική Εταιρεία του Οθωμανικού Κράτους, η πρώτη σοβαρή μετοχική εταιρεία, που στηρίχθηκε στα κεφάλαια των τραπεζιτών του Γαλάτα, και ακολούθησαν η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, την οποία ίδρυσε ο Α. Συγγρός και συμμετείχαν οι Γ. Ζαρίφης, Σ. Σκουλούδης κ.ά., η Οθωμανική Εταιρεία Αξιών και Συναλλαγών, η Αυστροτουρκική Τράπεζα και άλλες που προστέθηκαν στον κατάλογο των τραπεζών του Γαλατά. Σε όλες αυτές τις εταιρείες η συμμετοχή των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών υπήρξε καθοριστική τόσο στην κεφαλαιακή τους βάση όσο και στη διοίκηση. Επομένως περνάμε σε μια διαφορετική φάση της επιχειρηματικής οργάνωσης στον τραπεζικό χώρο, στην οποία η ατομική ή συνεταιρική επιχείρηση συμβιώνει με τη μετοχική εταιρεία. Κατά τρίτον, το σκηνικό αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς η οποία κινητοποίησε κεφάλαια πολλών επενδυτών όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, καθώς και από την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Η ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς στηρίχθηκε πολλές φορές σε βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από την κατάσταση στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Χρηματιστικές κρίσεις στην Ευρώπη επιδρούσαν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη οδηγώντας σε μεγάλες απώλειες και χρεοκοπίες, όπως συνέβη το 1869 και κυρίως το 1873. Παρ’ όλα αυτά οι επιχειρήσεις ελληνορθόδοξων συμφερόντων γνώρισαν μεγάλες περιόδους κερδοφορίας ενισχύοντας τη θέση των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών στην τοπική αγορά.
Ωστόσο, η βάση των τραπεζιτών αυτών εξακολουθούσε να βρίσκεται στον οθωμανικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό, και η οθωμανική παύση πληρωμών το 1875 δεν μπορούσε παρά να τους επηρεάσει. Όμως η θέση τους απέναντι στο οθωμανικό κράτος ήταν διαφορετική από αυτή των Ευρωπαίων πιστωτών της χώρας. Οι κάτοχοι οθωμανικών ομολογιών είχαν στα χέρια τους τίτλους που δεν εξυπηρετούνταν και τα συνδικάτα των πιστωτών που δημιουργήθηκαν μετά την παύση πληρωμών ξεκίνησαν ενέργειες για την εξασφάλιση των κεφαλαίων τους και ζήτησαν την υποστήριξη των ευρωπαϊκών κρατών. Επιπλέον, μετά το 1875 το οθωμανικό δημόσιο δεν είχε καμία δυνατότητα προσφυγής στις δυτικές χρηματαγορές λόγω της παύσης πληρωμών που είχε ήδη εξαγγείλει. Οι τραπεζίτες του Γαλάτα από τη πλευρά τους βρέθηκαν σε μια ιδιόμορφη θέση. Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους ήταν τοποθετημένο σε βραχυπρόθεσμα δάνεια, τα οποία εξακολουθούσαν να εξυπηρετούνται. Το οθωμανικό κράτος δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, διότι η χρηματαγορά της Κωνσταντινούπολης ήταν ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να βρει ρευστό κεφάλαιο. Έτσι συνέχισε να εξυπηρετεί το βραχυπρόθεσμο χρέος του και οι τραπεζίτες του Γαλατά συνέχισαν να ανανεώνουν τις πιστώσεις τους στο θησαυροφυλάκιο. Αισθάνονταν όμως ευάλωτοι γνωρίζοντας ότι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα των πιστωτών πίεζαν για μια λύση που ενδεχομένως θα τους έθιγε οικονομικά. Επιπλέον, η πολιτική συγκυρία της εποχής ήταν ιδιαίτερα ρευστή. Ας θυμηθούμε ότι το 1876 ξεκίνησε η Μεγάλη Ανατολική Κρίση, που οδήγησε στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, στη συνθήκη του Βερολίνου και στην αποδυνάμωση της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ κατάργησε το οθωμανικό κοινοβούλιο και το οθωμανικό σύνταγμα του 1876 εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο απολυταρχίας. Όλα αυτά ενίσχυαν την αβεβαιότητα στις δημοσιονομικές εξελίξεις.
Η στρατηγική που ακολούθησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες στην αβέβαιη αυτή συγκυρία είχε στόχο την εξασφάλιση των κεφαλαίων που είχαν επενδύσει στο θησαυροφυλάκιο πριν από τον επικείμενο συμβιβασμό του οθωμανικού κράτους με τους Ευρωπαίους πιστωτές του. Προς το σκοπό αυτό εξακολούθησαν να δανείζουν το θησαυροφυλάκιο και διαπραγματεύτηκαν την κάλυψη των δανείων τους με εγγύηση δημόσια έσοδα του οθωμανικού κράτους. Δε ζήτησαν, όμως, τα οποιαδήποτε έσοδα αλλά έμμεσους φόρους που ήταν χρηματικοί, όπως οι τελωνειακοί δασμοί, και τα έσοδα από τα μονοπώλια. Επιδίωξαν επίσης συμμαχία με την Οθωμανική Τράπεζα, που και αυτή είχε δεσμεύσει κεφάλαια στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό του οθωμανικού κράτους. Ο Γ. Ζαρίφης, ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Πόλης, ηγήθηκε ενός συνασπισμού τραπεζιτών στις διαπραγματεύσεις με το οθωμανικο δημόσιο και προφανώς χρησιμοποίησε τις άριστες σχέσεις που είχε με το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, του οποίου υπήρξε και προσωπικός τραπεζίτης. Έπειτα από διάφορα σχέδια που κατατέθηκαν, τελικά οι τραπεζίτες του Γαλατά κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μια σύμβαση με το οθωμανικό κράτος το Νοέμβριο του 1879, σύμφωνα με την οποία το κράτος παραχωρούσε προς κάλυψη του χρέους του τους φόρους του χαρτοσήμου, των οινοπνευματωδών, των ψαριών της πρωτεύουσας αλλά και το φόρο της μετάξης των επαρχιών της Αδριανούπολης, της Σαμψούντας και της Προύσας. Δίπλα σε αυτούς τους φόρους η κυβέρνηση θα παραχωρούσε τη διεύθυνση των μονοπωλίων του καπνού και του αλατιού και τους φόρους υποτελείας της Ρωμυλίας, της Κύπρου και της Βουλγαρίας. Από τους φόρους αυτούς ο όμιλος των τραπεζιτών του Γαλατά θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος αφήνοντας ένα πολύ μικρότερο μερίδιο στους ξένους πιστωτές.
Η συμφωνία αυτή διασφάλισε τα συμφέροντα του Γαλατά αλλά όχι και τη συναίνεση των Ευρωπαίων πιστωτών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ενίσχυσαν τις πιέσεις προς τις κυβερνήσεις τους για μια νέα σύμβαση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, το 1881 η οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε ένα νέο διακανονισμό που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων πιστωτών, ο οποίος οδήγησε, όπως είπαμε, στη δημιουργία της Υπηρεσίας του Οθωμανικού Χρέους αλλά και στην εκ νέου πρόσβαση του οθωμανικού δημοσίου στις δυτικές χρηματαγορές. Στη βάση του ο διακανονισμός αυτός ήταν παρόμοιος με τη σύμβαση που είχαν κερδίσει οι τραπεζίτες του Γαλατά, στηριζόταν δηλαδή στην παραχώρηση χρηματικών φόρων, που τόσο ανάγκη είχε το οθωμανικό κράτος για να καλύψει τις δαπάνες του. Όμως δύσκολα θα μπορούσε η αυτοκρατορία να αποφύγει μια τέτοια λύση, αφού χρειαζόταν άμεσα χρήματα σε ποσότητες που μόνο οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Ωστόσο, οι τραπεζίτες του Γαλατά δε βγήκαν χαμένοι από το νέο διακανονισμό που διασφάλισε τα κεφάλαιά τους.
4. Η παρακμή της ομάδας του Γαλατά
Κατά παράδοξο τρόπο η θετική έκβαση που είχε η ρύθμιση του οθωμανικού χρέους για τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σηματοδότησε ταυτόχρονα και τη μείωση της ισχύος τους στη χρηματαγορά της Πόλης, καθώς δημιουργήθηκε ένα νέο σκηνικό. Ο διακανονισμός του 1881 συνέτεινε στον έλεγχο των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών από την Υπηρεσία του Οθωμανικού Χρέους και στο σταδιακό περιορισμό των βραχυπρόθεσμων δανείων. Μείωσε επομένως το περιθώριο δραστηριοποίησης στον τομέα αυτό αποκλείοντας έτσι τους τραπεζίτες του Γαλατά από μια πηγή υψηλής κερδοφορίας. Η διέξοδος αναζητήθηκε στη διαφοροποίηση των επενδύσεων στη βάση μιας πολιτικής χαρτοφυλακίου η οποία συμπεριλάμβανε επενδύσεις σε ομόλογα και μετοχές. Οι επενδυτικές αυτές επιλογές αφορούσαν καταρχήν την οθωμανική επικράτεια. Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων υποδομής, στους σιδηροδρόμους και τα λιμάνια, αλλά και παραγωγικές επενδύσεις στον κλάδο της εξόρυξης ορυκτών και στη βιομηχανία, είχαν υλοποιηθεί από μετοχικές εταιρείες. Παρότι μεγάλο μέρος των επενδύσεων αυτών στηρίχθηκε σε ευρωπαϊκά κεφάλαια, οι μετοχές των εταιρειών διακινήθηκαν στις τοπικές χρηματαγορές και πολλές κατέληξαν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζιτών του Γαλάτα. Επίσης οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια στα εξωτερικά δάνεια των βαλκανικών κρατών, κυρίως στην Ελλάδα, η οποία κατά την περίοδο του Τρικούπη στράφηκε στον εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη των υποδομών της. Στις ελληνικές επενδύσεις η θέση του Α. Συγγρού και της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε ισχυρή. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σε ομόλογα και μετοχές σε χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην Κίνα, το Σιάμ και αλλού. Η δραστηριότητα αυτή τους απέφερε κέρδη, τα οποία όμως δε συγκρίνονταν με αυτά που αποκόμισαν κατά τη δεκαετία του 1870. Επιπλέον η ελληνική πτώχευση του 1893 είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες εκείνες που ανοίχτηκαν πολύ στον ελληνικό δανεισμό, όπως η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1890, οι μετοχικές τράπεζες οι οποίες δημιουργήθηκαν από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σταμάτησαν τη λειτουργία τους μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος που προέβλεπε το καταστατικό τους. Αρκετοί από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες συνέχισαν τις εργασίες τους με τις ατομικές επιχειρήσεις τους, αλλά ως ομάδα δε γνώρισαν ξανά την αίγλη του παρελθόντος. Εξάλλου οι καιροί είχαν πλέον αλλάξει. Η επιχειρηματική επιτυχία των τραπεζιτών του Γαλατά στο παρελθόν οφειλόταν στην προσωπική τους εργασία και σε μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία που ήταν ανεπανάληπτη. Σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπούσαν τη μορφή της τράπεζας επενδύσεων είτε με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις τους είτε με τις μετοχικές τράπεζες τις οποίες δημιούργησαν. Επικεντρώθηκαν σε χρηματιστικές πραξεις και στο δημόσιο δανεισμό και δεν έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη χρηματοδότηση του εμπορίου. Χρησιμοποίησαν κεφάλαια άλλων επενδυτών, αλλά δεν επιχείρησαν να απευθυνθούν σε μικρούς καταθέτες και δεν τους απασχόλησε ο τομέας της έντοκης κατάθεσης. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης, για παράδειγμα, ανέπτυξαν δίκτυο ανταποκριτών σε πολλές πόλεις της οθωμανικής επικράτειας και του εξωτερικού, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Μασσαλία, αλλά οι δραστηριότητες εκτός της οθωμανικής πρωτεύουσας υπήρξαν περιορισμένες. Το προφίλ που διαμόρφωσαν δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Οι επιχειρηματικές/εμπορικές δραστηριότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν αναπτυχθεί πολύ και απαιτούσαν μια νέα μορφή τράπεζας, που θα επωφελούνταν από τις συνθήκες των τοπικών οικονομιών, αντλώντας χρήματα με τη μορφή των έντοκων καταθέσεων και χρηματοδοτώντας το εμπόριο. Η μορφή της νέας τράπεζας στηριζόταν σε ένα οργανωμένο δίκτυο υποκαταστημάτων που λειτουργούσαν κάτω από κεντρική διοίκηση. Σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη αυτή την κάλυψαν νέες τράπεζες που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η Τράπεζα Αθηνών, η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία χρηματοδοτώντας το οθωμανικό εμπόριο. Παρότι οι τραπεζίτες του Γαλατά δεν ανταγωνίστηκαν τα ιδρύματα αυτά, σε κάποια μάλιστα όπως η Τράπεζα Μυτιλήνης και η Τράπεζα Ανατολής συμμετείχαν ενεργά, δεν είχαν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η θέση της χρηματαγοράς της Κωνσταντινούπολης παρέμενε καθοριστική, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα κεντρικά καταστήματα των νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, είχαν την έδρα τους εκεί. Ειδικότερα για την Τράπεζα Μυτιλήνης, η αφετηρία της δεν ήταν τελείως διαφορετική από τα μετοχικά ιδρύματα της δεκαετίας του 1870. Στο διοικητικό συμβούλιό της συναντάμε τραπεζίτες όπως ο Λεωνίδας Ζαρίφης, αλλά και άλλους κεφαλαιούχους της Πόλης. Όμως, από επιχειρηματική άποψη η Τράπεζα Μυτιλήνης διαφοροποιήθηκε από τις παλαιότερες πρακτικές του Γαλατά, διότι δραστηριοποιήθηκε σε άμεσες επενδύσεις, στην Ακτοπλοΐα Αιγαίου και τα Ανθρακωρυχεία Ηρακλείας, και δημιούργησε πολλά υποκαταστήματα στην αυτοκρατορία και το εξωτερικό –το 1910 διέθετε 15 υποκαταστήματα– για τη χρηματοδότηση του εμπορίου και των τραπεζικών εργασιών. Αν και η διαδρομή της δεν ήταν τελικά επιτυχημένη, αφού ενεπλάκη στη χρεοκοπία του Ζερβουδάκη στην Αίγυπτο το 1911, η Τράπεζα Μυτιλήνης έδωσε ένα ιδιαίτερο στίγμα σε μια εποχή μεταβαλλόμενων οικονομικών συνθηκών συνδυάζοντας το συνασπισμό κεφαλαιούχων, δηλαδή μια «παραδοσιακή» μορφή τραπεζικής οργάνωσης, με νέες επιχειρηματικές πρακτικές. Από την άποψη αυτή, το τέλος των τραπεζιτών του Γαλατά, που πολλές φορές σχετιζόταν με το βιολογικό τέλος των μεγάλων αυτών κεφαλαιούχων, ήταν ταυτόχρονα και μια μεταβατική περίοδος προς μια περισσότερο σύνθετη και δύσκολη συγκυρία για τις επιχειρηματικές προσδοκίες σε μια αυτοκρατορία με τελείως αβέβαιο μέλλον.
1. Η διαμόρφωση της ομάδας των τραπεζιτών του Γαλατά
Κατά το 19ο αιώνα εμφανίστηκε μια ισχυρή ομάδα ελληνορθόδοξων τραπεζιτών που δραστηριοποιήθηκαν στα δημόσια οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι τραπεζίτες; Επρόκειτο για τα μέλη μιας δυναμικής και αναπτυσσόμενης ομάδας επιχειρηματιών, ανάμεσα στους οποίους προεξάρχοντες ήταν οι: Νικόλαος και Γεώργιος Ζαρίφης, Στέφανος Ζαφειρόπουλος, Χρηστάκης Ζωγράφος, Αλέξανδρος Μαυρογορδάτος, Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίσσης, Ανδρέας Συγγρός, για να αναφερθούμε στους περισσότερο γνωστούς. Οι συγκεκριμένοι συμπεριλαμβάνονταν στην ομάδα των τραπεζιτών του Γαλατά, που ονομάστηκε έτσι λόγω της έδρας των πιστωτικών τους ιδρυμάτων στην περιοχή αυτή.
Μαζί με τραπεζίτες από άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας, όπως Αρμένιους και Εβραίους, αλλά και κεφαλαιούχους από ευρωπαϊκά κράτη που εγκαταστάθηκαν στην Πόλη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να ασκήσουν τραπεζικές εργασίες, διαμόρφωσαν μια διακριτή εξειδικευμένη επιχειρηματική ομάδα.
Οι σχέσεις της ομάδας αυτής ήταν σύνθετες καθώς εγγράφονται σε ένα επιχειρηματικό και συγγενικό δίκτυο. Σε επιχειρηματικό επίπεδο οι Ρωμιοί τραπεζίτες του Γαλατά είχαν αφετηρία τους ιδιωτικές επιχειρήσεις με κύριο τομέα απασχόλησης το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ο τομέας αυτός γνώρισε μεγάλες αλλαγές λόγω του ελεύθερου εμπορίου, μετά το 1838, αρχικά με τη Βρετανία και στη συνέχεια και με άλλες δυτικές χώρες. Παρότι το ελεύθερο εμπόριο με άλλα κράτη δεν οδήγησε στην επιβολή ανάλογου καθεστώτος στο εσωτερικό εμπόριο, καθώς διατηρήθηκαν για δεκαετίες οι εσωτερικοί δασμοί, επέτρεψε τη σταδιακή αύξηση του όγκου των συναλλαγών ανεβάζοντας αισθητά την αξία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, το εμπόριο δημιουργούσε μεγάλες ευκαιρίες για σταθερά κέρδη σε όσους επένδυσαν σε αυτό τον τομέα, παρά τον ασταθή και απρόβλεπτο χαρακτήρα των εμπορικών πράξεων. Ειδικότερα για το εξωτερικό εμπόριο αναπτύχθηκαν πιστωτικές πρακτικές, όπως η προαγορά, που εμπεριείχαν υψηλό ρίσκο καθώς δεν κάλυπταν πάντα την πιθανότητα κακής σοδειάς. Αντίστοιχα προβλήματα υπήρχαν και στο εισαγωγικό εμπόριο αλλά και σε αυτό που σχετιζόταν με τις διατροφικές ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά μια σειρά από ειδικές συγκυρίες, όπως για παράδειγμα ο Κριμαϊκός πόλεμος, οδήγησαν στην αύξηση των εισαγωγών αλλά και την άνοδο των τιμών των δημητριακών, από τα οποία επωφελήθηκαν όσοι εμπορεύονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη. Σε κάθε περίπτωση το εμπόριο, παρά τους κινδύνους του, διαμόρφωσε μεγάλο περιθώριο κέρδους, κινητοποίησε διαθέσιμα κεφάλαια και δημιούργησε υψηλές προσδοκίες κυρίως στους μη μουσουλμάνους, που αισθάνονταν επιπλέον μεγαλύτερη ασφάλεια με την εισαγωγή της ισονομίας με τους μουσουλμάνους κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μια ισχυρή ομάδα Ρωμιών επιχειρηματιών αλλά και Ελλήνων υπηκόων, που μαζί με Αρμένιους, Εβραίους και μουσουλμάνους κεφαλαιούχους εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές συνθήκες για το εμπόριο που επικράτησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το 19ο αιώνα και συνέδεσαν τις τύχες τους με την πορεία της οθωμανικής οικονομίας. Από αυτή την ομάδα ξεπήδησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες του Γαλατά. Ας σημειωθεί ότι οι τραπεζίτες αυτοί διέθεταν στην πλειονότητά τους και την οθωμανική υπηκοότητα, παρότι πολλοί επιδίωξαν και απέκτησαν την υπηκοότητα και άλλων κρατών, κυρίως την ελληνική, αλλά και τη βρετανική, τη γαλλική και την ολλανδική.
2. Οι εσωτερικές διασυνδέσεις της τραπεζικής ομάδας
Αν και υπήρχαν περιπτώσεις ανταγωνισμού, πολλοί από τους επιχειρηματίες αυτούς ανέπτυξαν ισχυρές συνεργασίες, οι οποίες συχνά εκτείνονταν σε βάθος χρόνου, και οργάνωσαν εμπορικά δίκτυα που τους επέτρεψαν να εκμεταλλευτούν τις επιχειρηματικές ευκαιρίες σε διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας. Η τηλεγραφική σύνδεση της οθωμανικής επικράτειας με την Ευρώπη και η επέκταση του τηλεγράφου στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της χώρας διευκόλυναν αυτές τις δραστηριότητες, όπως επίσης τις διευκόλυνε η ανάπτυξη των μεταφορών με το σιδηρόδρομο και την ατμοπλοϊκή συγκοινωνία. Ωστόσο, η διασύνδεση αυτών των επιχειρηματιών μεταξύ τους δεν περιορίστηκε στο επιχειρηματικό επίπεδο αλλά επεκτάθηκε και στις γαμήλιες στρατηγικές τους. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ήταν συνήθως αρχηγοί οικογενειών που επέλεγαν για τους γιους και τις κόρες τους σύζυγο από τον ίδιο κοινωνικό χώρο. Συχνά οι επιλογές αυτές επισφράγιζαν μια υπάρχουσα επιχειρηματική συνεργασία ή διευκόλυναν μια νέα. Ας αναφέρουμε, για παράδειγμα, το γάμο του Γεώργιου Ζαρίφη με την Ελένη Ζαφειροπούλου, κόρη του Στέφανου Ζαφειρόπουλου, συνεργάτη του Ζαρίφη, ή αργότερα την επιγαμία ανάμεσα στην οικογένεια Ευγενίδη και την οικογένεια Ζαρίφη. Τα επιχειρηματικά δίκτυα που συναντούμε την περίοδο εκείνη γρήγορα απέκτησαν μια δυναμική, στηρίχτηκαν, όμως, σε ατομικές επιχειρήσεις ή συνεργασίες που έχουν για βάση τους τη συγγένεια. Τα γνωρίσματα αυτά διακρίνουν τους επιχειρηματίες όλων των εθνοθρησκευτικών ομάδων της αυτοκρατορίας και όχι μόνο τους ελληνορθόδοξους.
3. Η ακμή της τραπεζικής ομάδας του Γαλατά – Η οικονομική συγκυρία
Η κατάσταση εκείνη που επέτρεψε την ανάδειξη των τραπεζικών εργασιών και κατ’ επέκταση την παρουσία της ομάδας των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών σχετίζεται με την εμφάνιση του δημόσιου δανεισμού του οθωμανικού κράτους, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1850. Το 1854 το οθωμανικό δημόσιο δανείστηκε πρώτη φορά 3 εκατομμύρια λίρες στερλίνες από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Επρόκειτο για την αρχή μιας πορείας η οποία σώρευσε μέσα σε ένα διάστημα περίπου είκοσι ετών ένα εξωτερικό χρέος που ξεπέρασε τα 250 εκατομμύρια. Οι όροι των οθωμανικών δανείων ήταν συχνά επαχθείς με αποτέλεσμα το πραγματικό ποσό που εισέρρευσε στα ταμεία του οθωμανικού κράτους να μην ξεπεράσει τα 140 εκατομμύρια. Αλλά οι υποχρεώσεις του οθωμανικού κράτους αφορούσαν την εξυπηρέτηση του ονομαστικού χρέους με αποτέλεσμα τη δραματική επιβάρυνση των δαπανών για την αποπληρωμή του χρέους και την αύξηση της φορολογίας. Στα 1875 το οθωμανικό κράτος ανακοίνωσε την παύση της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους του και την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές του για την επίλυση του προβλήματος. Στα 1881 δημιουργήθηκε η Υπηρεσία του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους, στην ουσία ένας μηχανισμός ελέγχου των πιστωτών της χώρας, η οποία διαχειρίστηκε έσοδα του οθωμανικού κράτους για να εξυπηρετήσει το υπάρχον χρέος της χώρας. Παρά τη βελτίωση των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών που σε κάποιο βαθμό οφειλόταν στην Υπηρεσία του Χρέους, ο οθωμανικός δημόσιος δανεισμός συνεχίστηκε με ένταση μέχρι και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Η στροφή του οθωμανικού κράτους στον εξωτερικό δανεισμό συνδέεται άμεσα με τις μεταρρυθμιστική κατεύθυνση της χώρας κατά το 19ο αιώνα. Η περίοδος του Τανζιμάτ, όπως είναι γνωστές οι μεταρρυθμίσεις από το 1839 έως το 1876, οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στο υπάρχον νομικό πλαίσιο με την εισαγωγή νομοθεσίας σε διαφορετικά πεδία, την ενίσχυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και κυρίως με την εισαγωγή της ισονομίας μουσουλμάνων με τους μη μουσουλμάνους, που αναιρούσε ένα θεμέλιο του ισλαμικού δημόσιου δικαίου. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, απαιτούσαν σημαντικές δαπάνες σε τομείς όπως η διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση, το εκπαιδευτικό σύστημα και οι υποδομές της χώρας. Παρότι ο δημόσιος δανεισμός της χώρας είχε στόχο να καλύψει αυτές τις ανάγκες και μεγάλο μέρος απορροφήθηκε στους συγκεκριμένους τομείς, από ένα σημείο και μετά όλο και μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού δανεισμού κατέληγε να εξυπηρετεί το υπάρχον χρέος.
Στην πράξη οι άμεσες ταμειακές ανάγκες του οθωμανικού δημοσίου αυξάνονταν συνεχώς, αλλά δεν μπορούσαν πάντα να καλύπτονται από τον εξωτερικό δανεισμό. Η σύναψη ενός δανείου στις δυτικές χρηματαγορές ήταν πολύπλοκη και χρονοβόρα υπόθεση, ενώ οι όροι των δανείων ήταν επαχθείς. Από την άλλη πλευρά η φορολογική βάση του οθωμανικού κράτους στηριζόταν στη φορολογία σε είδος, η οποία συλλεγόταν μετά τις σοδειές με αποτέλεσμα το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο να μην έχει πάντα στη διάθεσή του επαρκή χρηματικά διαθέσιμα. Έτσι, για τις χρηματικές ανάγκες του το οθωμανικό κράτος στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό, αναπτύσσοντας ένα βραχυπρόθεσμο κυμαινόμενο χρέος, το οποίο, αν και σε όγκο ήταν πολύ χαμηλότερο του εξωτερικού, γινόταν με διαφορετικούς όρους και απέκτησε μεγάλη βαρύτητα.
Οι τραπεζίτες του Γαλατά, και κυρίως οι ελληνορθόδοξοι, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ανέλαβαν να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του οθωμανικού χρέους συγκεντρώνοντας χρήματα για το σκοπό αυτό πέραν των ιδίων κεφαλαίων τους. Στο βαθμό που δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα αρχεία των επιχειρήσεων αυτών είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε ποιο ακριβώς ήταν το ύψος των δικών τους κεφαλαίων και ποιο το ύψος των κεφαλαίων άλλων επενδυτών, τα οποία διαχειρίζονταν έναντι προμήθειας. Έχοντας ήδη επωφεληθεί από το νέο θεσμικό πλαίσιο που διασφάλιζε την περιουσία ακόμη και όσων δεν είχαν οθωμανική υπηκοότητα και διαθέτοντας επαφές με τις δυτικές αγορές λόγω της εμπειρίας και των σχέσεων που είχαν αναπτύξει στον εμπορικό τομέα, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες μετατράπηκαν σε προνομιακούς δανειστές του οθωμανικού κράτους στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδής.
Ο βασικός μηχανισμός κερδοφορίας αυτής της δραστηριότητας φαίνεται πως ήταν η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού στην Ευρώπη και αυτά που οι ίδιοι χρέωναν στο θησαυροφυλάκιο. Είναι γνωστό ότι τα επιτόκια δανεισμού στην αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα υψηλά στην οθωμανική επικράτεια, μάλιστα σε ορισμένες περιοχές ήταν δυσθεώρητα, σε αντίθεση με αυτά που ίσχυαν στις δυτικές χρηματαγορές, που κυμαίνονταν ανάμεσα στο 3 με 7%. Βέβαια, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες, και οι τραπεζίτες του Γαλατά γενικότερα, ασκούσαν μια καθ’ όλα αποδεκτή εργασία, τουλάχιστον με βάση τα επιχειρηματικά δεδομένα της εποχής. Εξάλλου στον τομέα του βραχυπρόθεσμου δανεισμού δραστηριοποιούνταν και η αγγλογαλλικών συμφερόντων Οθωμανική Τράπεζα και, από ένα σημείο και μετά, αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 ο ελληνορθόδοξος επιχειρηματικός κόσμος της Κωνσταντινούπολης γνώρισε κάποιες αλλαγές. Αρχικά μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του διοχετεύτηκε στις τραπεζικές εργασίες. Αυτό δε σημαίνει ότι σταμάτησε η εμπορική δραστηριότητα. Οι τραπεζικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν περιόρισαν το ενδιαφέρον τους για το εμπόριο και η προτεραιότητά τους ήταν πλέον οι συναλλαγές με το θησαυροφυλάκιο. Κατά δεύτερον, μέσα από τις τραπεζικές εργασίες προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας μετοχικών επιχειρήσεων που θα κινητοποιούσαν κεφάλαια άλλων επενδυτών. Η ίδρυση μετοχικών εταιρειών επέτρεψε στους τραπεζίτες του Γαλατά να διατηρήσουν τον έλεγχο στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού κινητοποιώντας άλλα κεφάλαια, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές τους επιχειρήσεις. Συμμετείχαν ενεργά και σταθερά στα διοικητικά συμβούλια των μετοχικών εταιρειών χωρίς άμεσο κίνδυνο για τα δικά τους κεφάλαια, πέραν της ίδιας συμμετοχής τους. Η γνώση της αγοράς και η εμπιστοσύνη που τους είχαν οι ντόπιοι επενδυτές τούς επέτρεψε να παραμείνουν στο πηδάλιο των μετοχικών ιδρυμάτων επί δεκαετίες.
Τα μετοχικά ιδρύματα που εμφανίστηκαν στην οθωμανική πρωτεύουσα άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και η παρουσία τους πύκνωσε αισθητά κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1870. Συγκεκριμένα, στα 1869 δημιουργήθηκε η Γενική Εταιρεία του Οθωμανικού Κράτους, η πρώτη σοβαρή μετοχική εταιρεία, που στηρίχθηκε στα κεφάλαια των τραπεζιτών του Γαλάτα, και ακολούθησαν η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, την οποία ίδρυσε ο Α. Συγγρός και συμμετείχαν οι Γ. Ζαρίφης, Σ. Σκουλούδης κ.ά., η Οθωμανική Εταιρεία Αξιών και Συναλλαγών, η Αυστροτουρκική Τράπεζα και άλλες που προστέθηκαν στον κατάλογο των τραπεζών του Γαλατά. Σε όλες αυτές τις εταιρείες η συμμετοχή των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών υπήρξε καθοριστική τόσο στην κεφαλαιακή τους βάση όσο και στη διοίκηση. Επομένως περνάμε σε μια διαφορετική φάση της επιχειρηματικής οργάνωσης στον τραπεζικό χώρο, στην οποία η ατομική ή συνεταιρική επιχείρηση συμβιώνει με τη μετοχική εταιρεία. Κατά τρίτον, το σκηνικό αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς η οποία κινητοποίησε κεφάλαια πολλών επενδυτών όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, καθώς και από την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Η ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς στηρίχθηκε πολλές φορές σε βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από την κατάσταση στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Χρηματιστικές κρίσεις στην Ευρώπη επιδρούσαν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη οδηγώντας σε μεγάλες απώλειες και χρεοκοπίες, όπως συνέβη το 1869 και κυρίως το 1873. Παρ’ όλα αυτά οι επιχειρήσεις ελληνορθόδοξων συμφερόντων γνώρισαν μεγάλες περιόδους κερδοφορίας ενισχύοντας τη θέση των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών στην τοπική αγορά.
Ωστόσο, η βάση των τραπεζιτών αυτών εξακολουθούσε να βρίσκεται στον οθωμανικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό, και η οθωμανική παύση πληρωμών το 1875 δεν μπορούσε παρά να τους επηρεάσει. Όμως η θέση τους απέναντι στο οθωμανικό κράτος ήταν διαφορετική από αυτή των Ευρωπαίων πιστωτών της χώρας. Οι κάτοχοι οθωμανικών ομολογιών είχαν στα χέρια τους τίτλους που δεν εξυπηρετούνταν και τα συνδικάτα των πιστωτών που δημιουργήθηκαν μετά την παύση πληρωμών ξεκίνησαν ενέργειες για την εξασφάλιση των κεφαλαίων τους και ζήτησαν την υποστήριξη των ευρωπαϊκών κρατών. Επιπλέον, μετά το 1875 το οθωμανικό δημόσιο δεν είχε καμία δυνατότητα προσφυγής στις δυτικές χρηματαγορές λόγω της παύσης πληρωμών που είχε ήδη εξαγγείλει. Οι τραπεζίτες του Γαλάτα από τη πλευρά τους βρέθηκαν σε μια ιδιόμορφη θέση. Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους ήταν τοποθετημένο σε βραχυπρόθεσμα δάνεια, τα οποία εξακολουθούσαν να εξυπηρετούνται. Το οθωμανικό κράτος δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, διότι η χρηματαγορά της Κωνσταντινούπολης ήταν ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να βρει ρευστό κεφάλαιο. Έτσι συνέχισε να εξυπηρετεί το βραχυπρόθεσμο χρέος του και οι τραπεζίτες του Γαλατά συνέχισαν να ανανεώνουν τις πιστώσεις τους στο θησαυροφυλάκιο. Αισθάνονταν όμως ευάλωτοι γνωρίζοντας ότι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα των πιστωτών πίεζαν για μια λύση που ενδεχομένως θα τους έθιγε οικονομικά. Επιπλέον, η πολιτική συγκυρία της εποχής ήταν ιδιαίτερα ρευστή. Ας θυμηθούμε ότι το 1876 ξεκίνησε η Μεγάλη Ανατολική Κρίση, που οδήγησε στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, στη συνθήκη του Βερολίνου και στην αποδυνάμωση της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ κατάργησε το οθωμανικό κοινοβούλιο και το οθωμανικό σύνταγμα του 1876 εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο απολυταρχίας. Όλα αυτά ενίσχυαν την αβεβαιότητα στις δημοσιονομικές εξελίξεις.
Η στρατηγική που ακολούθησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες στην αβέβαιη αυτή συγκυρία είχε στόχο την εξασφάλιση των κεφαλαίων που είχαν επενδύσει στο θησαυροφυλάκιο πριν από τον επικείμενο συμβιβασμό του οθωμανικού κράτους με τους Ευρωπαίους πιστωτές του. Προς το σκοπό αυτό εξακολούθησαν να δανείζουν το θησαυροφυλάκιο και διαπραγματεύτηκαν την κάλυψη των δανείων τους με εγγύηση δημόσια έσοδα του οθωμανικού κράτους. Δε ζήτησαν, όμως, τα οποιαδήποτε έσοδα αλλά έμμεσους φόρους που ήταν χρηματικοί, όπως οι τελωνειακοί δασμοί, και τα έσοδα από τα μονοπώλια. Επιδίωξαν επίσης συμμαχία με την Οθωμανική Τράπεζα, που και αυτή είχε δεσμεύσει κεφάλαια στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό του οθωμανικού κράτους. Ο Γ. Ζαρίφης, ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Πόλης, ηγήθηκε ενός συνασπισμού τραπεζιτών στις διαπραγματεύσεις με το οθωμανικο δημόσιο και προφανώς χρησιμοποίησε τις άριστες σχέσεις που είχε με το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, του οποίου υπήρξε και προσωπικός τραπεζίτης. Έπειτα από διάφορα σχέδια που κατατέθηκαν, τελικά οι τραπεζίτες του Γαλατά κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μια σύμβαση με το οθωμανικό κράτος το Νοέμβριο του 1879, σύμφωνα με την οποία το κράτος παραχωρούσε προς κάλυψη του χρέους του τους φόρους του χαρτοσήμου, των οινοπνευματωδών, των ψαριών της πρωτεύουσας αλλά και το φόρο της μετάξης των επαρχιών της Αδριανούπολης, της Σαμψούντας και της Προύσας. Δίπλα σε αυτούς τους φόρους η κυβέρνηση θα παραχωρούσε τη διεύθυνση των μονοπωλίων του καπνού και του αλατιού και τους φόρους υποτελείας της Ρωμυλίας, της Κύπρου και της Βουλγαρίας. Από τους φόρους αυτούς ο όμιλος των τραπεζιτών του Γαλατά θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος αφήνοντας ένα πολύ μικρότερο μερίδιο στους ξένους πιστωτές.
Η συμφωνία αυτή διασφάλισε τα συμφέροντα του Γαλατά αλλά όχι και τη συναίνεση των Ευρωπαίων πιστωτών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ενίσχυσαν τις πιέσεις προς τις κυβερνήσεις τους για μια νέα σύμβαση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, το 1881 η οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε ένα νέο διακανονισμό που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων πιστωτών, ο οποίος οδήγησε, όπως είπαμε, στη δημιουργία της Υπηρεσίας του Οθωμανικού Χρέους αλλά και στην εκ νέου πρόσβαση του οθωμανικού δημοσίου στις δυτικές χρηματαγορές. Στη βάση του ο διακανονισμός αυτός ήταν παρόμοιος με τη σύμβαση που είχαν κερδίσει οι τραπεζίτες του Γαλατά, στηριζόταν δηλαδή στην παραχώρηση χρηματικών φόρων, που τόσο ανάγκη είχε το οθωμανικό κράτος για να καλύψει τις δαπάνες του. Όμως δύσκολα θα μπορούσε η αυτοκρατορία να αποφύγει μια τέτοια λύση, αφού χρειαζόταν άμεσα χρήματα σε ποσότητες που μόνο οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Ωστόσο, οι τραπεζίτες του Γαλατά δε βγήκαν χαμένοι από το νέο διακανονισμό που διασφάλισε τα κεφάλαιά τους.
4. Η παρακμή της ομάδας του Γαλατά
Κατά παράδοξο τρόπο η θετική έκβαση που είχε η ρύθμιση του οθωμανικού χρέους για τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σηματοδότησε ταυτόχρονα και τη μείωση της ισχύος τους στη χρηματαγορά της Πόλης, καθώς δημιουργήθηκε ένα νέο σκηνικό. Ο διακανονισμός του 1881 συνέτεινε στον έλεγχο των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών από την Υπηρεσία του Οθωμανικού Χρέους και στο σταδιακό περιορισμό των βραχυπρόθεσμων δανείων. Μείωσε επομένως το περιθώριο δραστηριοποίησης στον τομέα αυτό αποκλείοντας έτσι τους τραπεζίτες του Γαλατά από μια πηγή υψηλής κερδοφορίας. Η διέξοδος αναζητήθηκε στη διαφοροποίηση των επενδύσεων στη βάση μιας πολιτικής χαρτοφυλακίου η οποία συμπεριλάμβανε επενδύσεις σε ομόλογα και μετοχές. Οι επενδυτικές αυτές επιλογές αφορούσαν καταρχήν την οθωμανική επικράτεια. Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων υποδομής, στους σιδηροδρόμους και τα λιμάνια, αλλά και παραγωγικές επενδύσεις στον κλάδο της εξόρυξης ορυκτών και στη βιομηχανία, είχαν υλοποιηθεί από μετοχικές εταιρείες. Παρότι μεγάλο μέρος των επενδύσεων αυτών στηρίχθηκε σε ευρωπαϊκά κεφάλαια, οι μετοχές των εταιρειών διακινήθηκαν στις τοπικές χρηματαγορές και πολλές κατέληξαν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζιτών του Γαλάτα. Επίσης οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια στα εξωτερικά δάνεια των βαλκανικών κρατών, κυρίως στην Ελλάδα, η οποία κατά την περίοδο του Τρικούπη στράφηκε στον εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη των υποδομών της. Στις ελληνικές επενδύσεις η θέση του Α. Συγγρού και της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε ισχυρή. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σε ομόλογα και μετοχές σε χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην Κίνα, το Σιάμ και αλλού. Η δραστηριότητα αυτή τους απέφερε κέρδη, τα οποία όμως δε συγκρίνονταν με αυτά που αποκόμισαν κατά τη δεκαετία του 1870. Επιπλέον η ελληνική πτώχευση του 1893 είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες εκείνες που ανοίχτηκαν πολύ στον ελληνικό δανεισμό, όπως η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1890, οι μετοχικές τράπεζες οι οποίες δημιουργήθηκαν από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σταμάτησαν τη λειτουργία τους μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος που προέβλεπε το καταστατικό τους. Αρκετοί από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες συνέχισαν τις εργασίες τους με τις ατομικές επιχειρήσεις τους, αλλά ως ομάδα δε γνώρισαν ξανά την αίγλη του παρελθόντος. Εξάλλου οι καιροί είχαν πλέον αλλάξει. Η επιχειρηματική επιτυχία των τραπεζιτών του Γαλατά στο παρελθόν οφειλόταν στην προσωπική τους εργασία και σε μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία που ήταν ανεπανάληπτη. Σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπούσαν τη μορφή της τράπεζας επενδύσεων είτε με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις τους είτε με τις μετοχικές τράπεζες τις οποίες δημιούργησαν. Επικεντρώθηκαν σε χρηματιστικές πραξεις και στο δημόσιο δανεισμό και δεν έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη χρηματοδότηση του εμπορίου. Χρησιμοποίησαν κεφάλαια άλλων επενδυτών, αλλά δεν επιχείρησαν να απευθυνθούν σε μικρούς καταθέτες και δεν τους απασχόλησε ο τομέας της έντοκης κατάθεσης. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης, για παράδειγμα, ανέπτυξαν δίκτυο ανταποκριτών σε πολλές πόλεις της οθωμανικής επικράτειας και του εξωτερικού, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Μασσαλία, αλλά οι δραστηριότητες εκτός της οθωμανικής πρωτεύουσας υπήρξαν περιορισμένες. Το προφίλ που διαμόρφωσαν δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Οι επιχειρηματικές/εμπορικές δραστηριότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν αναπτυχθεί πολύ και απαιτούσαν μια νέα μορφή τράπεζας, που θα επωφελούνταν από τις συνθήκες των τοπικών οικονομιών, αντλώντας χρήματα με τη μορφή των έντοκων καταθέσεων και χρηματοδοτώντας το εμπόριο. Η μορφή της νέας τράπεζας στηριζόταν σε ένα οργανωμένο δίκτυο υποκαταστημάτων που λειτουργούσαν κάτω από κεντρική διοίκηση. Σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη αυτή την κάλυψαν νέες τράπεζες που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η Τράπεζα Αθηνών, η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία χρηματοδοτώντας το οθωμανικό εμπόριο. Παρότι οι τραπεζίτες του Γαλατά δεν ανταγωνίστηκαν τα ιδρύματα αυτά, σε κάποια μάλιστα όπως η Τράπεζα Μυτιλήνης και η Τράπεζα Ανατολής συμμετείχαν ενεργά, δεν είχαν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η θέση της χρηματαγοράς της Κωνσταντινούπολης παρέμενε καθοριστική, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα κεντρικά καταστήματα των νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, είχαν την έδρα τους εκεί. Ειδικότερα για την Τράπεζα Μυτιλήνης, η αφετηρία της δεν ήταν τελείως διαφορετική από τα μετοχικά ιδρύματα της δεκαετίας του 1870. Στο διοικητικό συμβούλιό της συναντάμε τραπεζίτες όπως ο Λεωνίδας Ζαρίφης, αλλά και άλλους κεφαλαιούχους της Πόλης. Όμως, από επιχειρηματική άποψη η Τράπεζα Μυτιλήνης διαφοροποιήθηκε από τις παλαιότερες πρακτικές του Γαλατά, διότι δραστηριοποιήθηκε σε άμεσες επενδύσεις, στην Ακτοπλοΐα Αιγαίου και τα Ανθρακωρυχεία Ηρακλείας, και δημιούργησε πολλά υποκαταστήματα στην αυτοκρατορία και το εξωτερικό –το 1910 διέθετε 15 υποκαταστήματα– για τη χρηματοδότηση του εμπορίου και των τραπεζικών εργασιών. Αν και η διαδρομή της δεν ήταν τελικά επιτυχημένη, αφού ενεπλάκη στη χρεοκοπία του Ζερβουδάκη στην Αίγυπτο το 1911, η Τράπεζα Μυτιλήνης έδωσε ένα ιδιαίτερο στίγμα σε μια εποχή μεταβαλλόμενων οικονομικών συνθηκών συνδυάζοντας το συνασπισμό κεφαλαιούχων, δηλαδή μια «παραδοσιακή» μορφή τραπεζικής οργάνωσης, με νέες επιχειρηματικές πρακτικές. Από την άποψη αυτή, το τέλος των τραπεζιτών του Γαλατά, που πολλές φορές σχετιζόταν με το βιολογικό τέλος των μεγάλων αυτών κεφαλαιούχων, ήταν ταυτόχρονα και μια μεταβατική περίοδος προς μια περισσότερο σύνθετη και δύσκολη συγκυρία για τις επιχειρηματικές προσδοκίες σε μια αυτοκρατορία με τελείως αβέβαιο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου