Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ... ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ... ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΛΑΖΑΡΗ - Historical Report

Historical Report

History & Anthropology Studies

Science for all

Φωτογραφία του χρήστη Historical Report.

Post Top Ad

Responsive Ads Here

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ... ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ... ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΛΑΖΑΡΗ

Σύμμαχοι Έλληνες και Τούρκοι πολεμιστές κατά της Μακεδονικής επανάστασης
Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο λεγόμενος «Μακεδονικός Αγώνας» ελάχιστα είχε απασχολήσει την ιστοριογραφία· υπήρχαν μόνο κάποιες ιστορίες στα μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα.
aΕκτιμώντας όμως, μετά το 1946-49, ότι το θέμα προσφερόταν για προπαγανδιστική αξιοποίηση και στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού κλίματος της εποχής, ο Μακεδονικός Αγώνας εντάχθηκε στην επίσημη Ιστορία. Έτσι, σήμερα θεωρείται από το κατεστημένο ως ένας ηρωικός αγώνας, ένας απελευθερωτικός πόλεμος των ελληνόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας κατά το διάστημα 1904-08, κάτι σα δεύτερο «μικρό ’21».


Εξετάζοντας όμως σε βάθος τα ιστορικά στοιχεία και τα κείμενα των ίδιων των μακεδονομάχων, προκύπτει, ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Ο δήθεν ηρωικός αυτός αγώνας υπάρχει μόνο στα βιβλία ορισμένων ρωμιών  ιστορικών. Εκείνο, που στην πραγματικότητα συνέβη, μόνο αισθήματα ντροπής και θλίψης μπορεί να μας γεμίσει.
a
Οι μακεδονομάχοι δεν είχαν σκοπό την απελευθέρωση των ελληνόφωνων της Μακεδονίας από τους οθωμανούς (τα σύνορα του κράτους τότε έφταναν ως τη Θεσσαλία) ούτε απέβλεπαν στην κατοχή συγκεκριμένων εδαφών, αλλά στην επαναφορά των μακεδονικών πληθυσμών στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δεδομένου, ότι οι βούλγαροι είχαν αποσχισθεί ιδρύοντας δική τους Εκκλησία, την Εξαρχία, στην οποία είχαν υπαχθεί τότε πολλοί μακεδόνες. Στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία αντί Ελλάδα και Βουλγαρία να πολεμούν τον κοινό εχθρό, τους τούρκους, χρηματοδοτούσαν συμμορίες, που ανταγωνίζονταν στο ποιός θα τρομοκρατούσε περισσότερα χωριά, ώστε να δηλώσουν υποταγή είτε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, είτε στη Βουλγαρική Εξαρχία.
a
Ο Παύλος Μελάς περιγράφει χαρακτηριστικά: «Τότε, αποτεινόμενος προς όλους, απήτησα όπως εντός δέκα ημερών επιτροπή από αυτούς τους δύο και τρεις άλλους μεταβή εις την Μητρόπολιν, δηλώση υποταγήν εις τον Μητροπολίτην, ζητήση την επάνοδον του ιερέως και την ανοικοδόμησιν του καέντος Ελληνικού σχολείου. Μου το υπεσχέθησαν, τους έβαλα και ωρκίσθηκαν εις την εικόνα που έλαβα πρό τινος, ότι θα είναι πιστοί εις την Ορθοδοξίαν και ότι θα αποκρούουν τους Βουλγάρους και τας προτάσεις των. Εγώ δε τους υπεσχέθην, ότι θα περιπολώ εδώ δια να τους προστατεύω· αλλ’ άν κανείς παραβή τον όρκον, τον οποίον εκουσίως έδωκε, τότε πλέον δεν θα υπάρξη οίκτος δι’ αυτόν.» (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 386).
a
a
«Τους είπα, ότι ως βάσιν του πολέμου, τον οποίον ανελάβομεν θα έχωμεν την θρησκείαν, διότι εναντίον αυτής προ πάντων επιτίθενται οι Βούλγαροι. Ένεκα τούτου ηξίωσα να τηρούν ευλαβώς τα παραγγέλματα της θρησκείας μας.»
(Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 370).


Το εθνικιστικό παρακράτος στην αρχή, αλλά και το ίδιο το  κράτος στη συνέχεια, συμμάχησαν άτυπα με τις οθωμανικές αρχές. Λεφτά και όπλα διατέθηκαν άφθονα για τη συγκρότηση και αποστολή σε μακεδονικά εδάφη -όχι τακτικού στρατού, αλλά- μισθοφορικών ομάδων, των οποίων ο αριθμός έφτασε συνολικά τους 2.000 περίπου άνδρες. Υπό την ηγεσία  ληστών, εξαγορασμένων βουλγάρων ληστών ή/και υπαξιωματικών - αξιωματικών δεν πολέμησαν σε μάχες ούτε με βούλγαρους (εκτός από μικροσυμπλοκές δεν καταγράφηκε ούτε μιά μάχη με τη συμβατική της έννοια) ούτε με τούρκους, με τους οποίους εξ άλλου συνεργάζονταν. ΄Εσπερναν τη φρίκη και το θάνατο στήνοντας ενέδρες, κόβοντας κεφάλια και δολοφονώντας μαφιόζικα εν ψυχρώ. Έμπαιναν στα εξαρχικά χωριά και τρομοκρατούσαν τους κατοίκους σφάζοντας και πλιατσικολογώντας, ώστε να τους υποχρεώσουν να επανέλθουν υπό το Πατριαρχείο ανταγωνιζόμενοι παρόμοιες ενέργειες, που γίνονταν κι από τη βουλγαρική πλευρά στα πατριαρχικά χωριά (οι οποίες είναι λίγο-πολύ γνωστές, καθ’ ότι έχουν ήδη κατά κόρον παρουσιασθεί από ρωμιούς ιστοριογράφους). Οι πράξεις τρομοκρατίας και αντεκδίκησης ήταν καθημερινό φαινόμενο.


Στη Μακεδονία από τα βυζαντινά χρόνια έγιναν ομαδικές μετακινήσεις πληθυσμών και δεν μπορούμε να πούμε, ότι υπήρχαν καθαρόαιμοι Έλληνες, Βούλγαροι ή Σέρβοι. Σε ορισμένα διαμερίσματα υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και απ’ αυτούς χιλιάδες στη Θεσσαλία και Ήπειρο.

     Η Μακεδονία στα χρόνια αυτά ήταν ενταγμένη στο διεθνές οικονομικό κύκλωμα με καθορισμένο οικονομικό ρόλο. Επρόκειτο γιά ένα κόσμο προσηλωμένο στην παράδοση και συντηρητικό, που ταυτιζόταν ακόμα με την Εκκλησία, παρά με το εθνικό κράτος. Στην περιοχή αυτή λοιπόν, με μικτές πληθυσμιακές ομάδες, οι γλωσσικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των ντόπιων πληθυσμών διαπλέκονταν με ποικίλης προέλευσης εθνικο-θρησκευτικά οράματα. Η γλώσσα και η ιδιότητα του πατριαρχικού (πιστού στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης) ή του εξαρχικού (πιστού στη Βουλγαρική Εξαρχία) είχαν ιδιαίτερη σημασία και θεωρούνταν αδιαμφισβήτητα στοιχεία εθνικότητας. Κατά συνέπεια, η διαμόρφωση συνειδήσεων με διαπαιδαγώγηση, πειθώ ή βία, αποτέλεσε κύριο μέλημα των αντιπάλων.

Η ορολογία «Mακεδονικός Αγώνας» είναι παραπλανητικός και χρησιμοποιείται μόνο από τη Ρωμιοσύνη. Στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο όρος «Ελληνικός Αγώνας στη Μακεδονία», διότι υπάρχει και αντίστοιχος «Βουλγαρικός Αγώνας στη Μακεδονία», αλλά και άλλων λαών. Εξ άλλου η δράση των Ελληνικών ομάδων έλαβε χώρα σε ένα μικρό μόνο κομμάτι της Μακεδονίας. Στη φωτογραφία εικονίζεται προπαγανδιστικό Ρουμανικό φυλλάδιο στην Ελληνική για προσεταιρισμό των Βλάχων, οι οποίοι ωστόσο αποδείχθηκαν οι πιό σταθεροί πιστοί του Πατριαρχείου.


«Δεν εννοήσαμεν άν η γλώσσα ήτον η Μακεδονική ή η Ελληνική»
  Η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας ήταν τέτοια, που ευνοούσε την προπαγάνδα αλλού μεν των Ελλήνων κι αλλού των Βουλγάρων. Πρώτα-πρώτα κατά κατά ένα μεγάλο ποσοστό οι χωρικοί Μακεδόνες μιλούσαν μιά διάλεκτο, που είχε μεν πολλές Ελληνικές λέξεις, καθώς και Τουρκικές, αλλά ο σκελετός της ήταν Σλαβικός. Η σλαβομακεδονική διάλεκτος ήταν σε πολλά μέρη η επικρατέστερη γλώσσα. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ότι οι Μακεδόνες, που την μιλούσαν ήταν γνήσιοι Σλάβοι και είχαν Σλαβική συνείδηση. Η γλώσσα και μόνη δεν προσδιορίζει την εθνικότητα ενός λαού. Στα βάθη της Μικράς Ασίας ήταν έως το 1922 χιλιάδες Έλληνες με Ελληνική συνείδηση, που μιλούσαν μόνο Τουρκικά.

     Η σύγχρονη εθνικιστική Ελληνική προπαγάνδα αρνείται την ύπαρξη Μακεδονικής Γλώσσας. Ας δούμε όμως, τί λένε επ’ αυτού οι ίδιοι οι μακεδονομάχοι της εποχής:

·         «Το γλωσσικό ιδίωμα, που μιλιόταν στη Μακεδονία ήταν μικτό, μεταξύ Βουλγαρικής και Σερβικής με πλήθος από Αλβανικές, Τουρκικές και Ελληνικές ακόμα λέξεις παραφθαρμένες». (Μακεδονομάχου Κ. Μαζαράκη - Αινιάνα, «Ο Μακεδονικός Αγώνας», έκδ. «Δωδώνη», Αθήνα, 1981, σελ. 9).

·         «Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από τον βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια Μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από Σλαβικά κι Ελληνικά ανακατωμένα με λέξεις Τούρκικες». (Π. Σ. Δέλτα, «Τα μυστικά του Βάλτου», έκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 2009, σελ. 47-48.) Η ίδια στη σελίδα 78: «- Για πού παιδιά; ρώτησαν οι χωρικοί στη Μακεδονική διάλεκτο».

·         «Το 1852 εξέδωσε εις την Θεσσαλονίκην δι’ Ελληνικών στοιχείων το Ευαγγέλιον εις την Σλαβομακεδονικήν και το 1865 εις την Κωνσταντινούπολιν τον Απόστολον». [Αρχιμ.Τίτου Κ. Καράντζαλη - Δημ. Β. Γόνη, “Κώδιξ της αλληλογραφίας” των Βοδενών Αγαθαγγέλου - Αγώνες του Αγαθαγγέλου κατά του Βουλγαρισμού (1870-1871), Μακεδονική Βιβλιοθήκη - Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ.34]. O ίδιος στη σελίδα 116: «Λειτουργούσε στις εκκλησίες “σλαβονιστί”». 

·         Παύλος Μελάς: «Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικώτατα -μετέφραζεν ο Πύρζας- ωμίλησε, μακεδονικά, ο Κώτας.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 241).

·         Παύλος Μελάς: «Ο διδάσκαλος βάζει τα παιδιά να τραγουδήσουν κάτι. Δεν εννοήσαμεν άν η γλώσσα ήτον η Μακεδονική ή η Ελληνική.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 244.)

·         Παύλος Μελάς: «Έμαθα και ολίγας μακεδονικάς λέξεις.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 253.)
  


Χάρτης των χριστιανικών σχολείων Βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Την εποχή εκείνη αρθροιστικά στα δύο καθ’ αυτό Μακεδονικά βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης υπήρχαν 998 ελληνόφωνα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης με 59.640 μαθητές.
(Αθήνα, συλλογή Μαζαράκη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους).


Η ελληνόγλωσση «παιδεία» στα χέρια του Πατριαρχείου
     Ο εκπαιδευτικός τομέας, που είχε οργανωθεί με βάση το θεσμικό πλαίσιο της Οθωμανικής Διοίκησης ήταν ενταγμένος στο εκκλησιαστικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ακολουθούσε την ιεραρχική του διάρθρωση. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν ο φορέας της -όχι Ελληνικής βέβαια, αλλά απλώς-  Ελληνόγλωσσης Χριστιανικής εκπαίδευσης. Σε συνεργασία με την Εκπαιδευτική Επιτροπή, που εκλεγόταν από το Μικτό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο των Μητροπόλεων και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, διαχειριζόταν την παιδεία των Ρωμιών. Ο μητροπολίτης και η τετραμελής Εκπαιδευτική Επιτροπή ήταν οι αρμόδιοι φορείς για την παιδεία των εκκλησιαστικών επαρχιών. Εκπαιδευτικές Επιτροπές υπήρχαν και στις μικρότερεςOρθόδοξες κοινότητες της περιφέρειας, πάντα όμως, υπό την προεδρία ιερέα. Παράλληλα, από το 1861 άρχισε να δρά αυτόνομα και ο Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης με αρμοδιότητα σε θέματα εκπαίδευσης κι αυτός υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου. 

     Ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως σημαντικό σταθμό στην ιστορία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Μακεδονίας την ίδρυση από το Πατριαρχείο ιερατικής σχολής στο Μοναστήρι, στην οποία «προσλαμβάνονταν Έλληνες νέοι, κατά προτίμηση βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι και αλβανόφωνοι, ακόμα και ελληνόφωνοι. Στο πρώτο τμήμα φοιτούσαν για τρία χρόνια τακτικοί μαθητές, οι οποίοι προορίζονταν ν’ αποτελέσουν ικανά στελέχη, και άριστα εκπαιδευμένοιιερείς σε σημαντικές κωμοπόλεις και οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις θα εκτελούσαν και χρέη δασκάλου». (Κ. Βακαλόπουλου, «Το Μακεδονικό ζήτημα 1856-1913», έκδ. «Το Βήμα», Αθήνα, 2009, σελ 128-129.)

Αναμνηστική φωτογραφία του δημοτικού σχολείου του Βογατσικού της Καστοριάς, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Διακρίνονται οι μαθητές, οι γονείς τους, οι δάσκαλοι, εκ των οποίων αρκετοί ιερείς, μπροστά στο κτίριο του σχολείου. («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975.)
   
   Για να διοριστεί κάποιος εκπαιδευτικός στη Μακεδονία έπρεπε να διαθέτει βαπτιστικό, βεβαίωση της εκκλησιαστικής αρχής και δήλωση, ότι ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος.




Επάνω: Αναπαράσταση σχολικής αίθουσας πατριαρχικού σχολείου της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα, όπου δεσπόζει ο σταυρός.
Αριστερά: Φωτογραφία προαυλίου σχολείου με τον ιερέα-δάσκαλο ανάμεσα στις κούνιες.
(Φωτογραφίες από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη).
  
   Κύριες προτεραιότητες του νέου κράτους, που προωθούνταν από τα προξενεία μέσω των μητροπόλεων στις Οθωμανικές επαρχίες στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν οι αυξημένες οικονομικές επιχορηγήσεις προς τις Ορθόδοξες κοινότητες και τα Ελληνόφωνα σχολεία και η συγκράτηση του χριστιανικού πληθυσμού στους κόλπους του Πατριαρχείου. (Σε έκθεση του προξενείου της 16ης Ιανουαρίου 1892 προτεινόταν να ιδρυθούν στις επαρχίες ιερατικές σχολές, στις οποίες θα προσλαμβάνονταν νέοι, γιοί ιερέων ιδίως, τους οποίους οι δάσκαλοι «θα φροντίζωσι να τοις εμπνέωσιν εθνικόν φρόνημα». Οι απόφοιτοι αυτοί θα χρησιμοποιούνταν και ως γραμματοδιδάσκαλοι γιά μικρά παιδιά.)    

Ενδεικτικό της Μητρόπολης Καστοριάς, με το οποίο δίδεται σε ρωμιό άδεια διδασκαλίας σε σχολείο «της θεοσώστου επαρχίας κατά το σχολικόν έτος 1901 έως 1902 συμμορφουμένω ακριβώς προς την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας». (Θεσσαλονίκη, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
     Η διαχρονική εκκλησιαστική προπαγάνδα κάνει λόγο για ύπαρξη δήθεν κρυφών σχολείων την εποχή της Τουρκοκρατίας. Στα 1900 όμως, στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία λειτουργούσαν 998 χριστιανικά Ελληνόφωνα εκπαιδευτήρια. Ένα εξ άλλου από τα προνόμια του Πατριάρχη μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν η ίδρυση σχολείων. Για ποιά κρυφά σχολεία μιλάμε δηλαδή; Όλα τα σχολεία ήταν νόμιμα, δεδομένου, ότι η Οθωμανική Εξουσία ευνοούσε την παιδεία.

     H ελεγχόμενη πλήρως από το Πατριαρχείο παιδεία των Ρωμιών στη Μακεδονία: Ο μητροπολίτης Βοδενών (σ.σ. Voden, σημερινής Έδεσσας), Αγαθάγγελος, δίκην υπουργού παιδείας, αναθέτει σε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του τη διεύθυνση της Ελληνικής σχολής. Παρατηρείστε, ότι στην ιδιωτική αυτή επιστολή του ο μητροπολίτης αποκαλεί τη Σουλτανική Εξουσία «Σεβαστή Κυβέρνηση»). [Αρχιμ.Τίτου Κ. Καράντζαλη – Δημ. Β. Γόνη,“Κώδιξ της αλληλογραφίας” των Βοδενών Αγαθαγγέλου – Αγώνες του Αγαθαγγέλου κατά του Βουλγαρισμού (1870-1871), Μακεδονική Βιβλιοθήκη – Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ. 37-40.]     

     Το Πατριαρχείο ήταν εκείνο, που έκλεινε τα σχολεία, τα οποία δεν ανήκαν στην επιρροή του, αυτά, που δίδασκαν Επιστήμες κι όχι Ψαλτήρι και Οκτώηχο. Τέτοια σημαντικότατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, οι Σχολές της Χίου και των Κυδωνιών, απ’ όπου είχαν εκδιωχθεί προεπαναστατικά με βίαιο τρόπο οι διευθυντές τους Κωνσταντίνος Κούμας, Νεόφυτος Βάμβας και Θεόφιλος Καΐρης, οι διαφωτιστές δηλαδή, που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής του Αδαμάντιου Κοραή. (Βλ. Η Ιερά Εξέταση του Γρηγορίου Ε΄).
  

       
     Αίτηση δασκάλου, με την οποία ζητάει να τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε άλλη θέση δεδομένου, ότι την θέση, την οποία επί 12ετία κατείχε, την κατέλαβε άλλος. Στο έγγραφο, που απευθύνεται -πού αλλού;- στο Δεσπότη της περιοχής, ο αιτών «παρακαλεί θερμώς» να ληφθούν υπ’ όψη οι οικογενειακές του ανάγκες, γεγονός, που χαλάει την εξωραϊσμένη εικόνα, την οποία προβάλλουν οι εθνικιστές, ότι το μοναδικό δήθεν κίνητρο των δασκάλων ήταν η  αγάπη προς την Μακεδονία. Τόσο οι δάσκαλοι, όσο και οι από διάφορα μέρη της Ελλάδας εθελοντές Μακεδονομάχοι αμοίβονταν κανονικά με καλούς μισθούς. (Θεσσαλονίκη, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.)


Ανταγωνισμός Πατριαρχείου - Εξαρχίας
     Από μιά επιτόπια έρευνα του Άγγλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη, που συντάχτηκε το 1888 και καταχωρήθηκε στην «Αγγλική Κυανή Βίβλο» του 1889 μαθαίνουμε, ότι οι Έλληνες πλειοψηφούσαν στα παράλια διαμερίσματα της Θεσσαλονίκης, Κασσάνδρας, Άθωνα, καθώς και στα διαμερίσματα Βέροιας, Λαγκαδά, Σερρών και Ζίχνης. Στο εσωτερικό όμως της Μακεδονίας πλειοψηφούσαν οι σλαβόφωνοι. Ως το 1870 περίπου, στη Μακεδονία οι φυλετικές αντιθέσεις δεν παρουσίαζαν οξύτητα. Όταν όμως, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ο σοβινισμός στη Σόφια και στην Αθήνα άρχισε η προπαγάνδα κι έτσι οι κάτοικοι σε πολλές περιοχές χωρίστηκαν σε παρατάξεις. 

     Στον ανταγωνισμό έπαιξαν ρόλο πρωταγωνιστή οι δεσπότες. Το Πατριαρχείο, ως ένας κατ’ εξοχήν Οθωμανικός θεσμός, έβλεπε τη δύναμή του να χάνεται αφού και οι δικαιοδοσίες του είχαν περιορισθεί σημαντικά μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η Μακεδονία ήταν ακόμα το μεγάλο του ποίμνιο. 

     Το 1870 όμως, η Βουλγαρική Εκκλησία αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και δημιουργήθηκε η Εξαρχία. Από τότε οι ανώτεροι Βούλγαροι κληρικοί -οι λεγόμενοι εξαρχικοί- ανέπτυξαν μεγάλη προπαγανδιστική δραστηριότητα. Έχτιζαν εκκλησίες κι άνοιγαν σχολεία, που δεν ελέγχονταν από το Πατριαρχείο, όπως τα υπόλοιπα, αλλά από τον Βούλγαρο Έξαρχο, τον αντίστοιχο δηλαδή του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.

     Τα ίδια έκαναν και οι δεσπότες του Πατριαρχείου. Όπου περνούσε από το χέρι τους έκλειναν τα σχολεία και τις εκκλησίες, που ανήκαν στους εξαρχικούς Βούλγαρους. Πρέπει όμως να σημειώσουμε, ότι οι πατριαρχικοί στις πιό πολλές περιοχές ήταν μισητοί, γιατί φορολογούσαν τον πληθυσμό και τον καταπίεζαν, γι’ αυτό οι εξαρχικοί, που ακολουθούσαν αντίθετη πολιτική ήταν αγαπητοί κι έτσι μπορούσαν να επηρεάζουν τους χωρικούς και να τους τραβούν στις εξαρχικές εκκλησίες, αλλά και να στέλνουν τα παιδιά τους στα εξαρχικά σχολεία.

*          *          *
    Ύστερα από επιτόπια έρευνα, που έγινε το 1900 στη Μακεδονία από εθνικόφρονες και με βάση στοιχεία αυθεντικά, στο τότε επίσημο όργανο του νεοελληνικού σοβινισμού, περιοδικό «Ελληνισμός», δημοσιεύτηκε αξιόλογο άρθρο σχετικό με τον καταπιεστικό ρόλο των πατριαρχικών δεσποτάδων, στο οποίο τονίζονταν τα εξής: «Ο Κλήρος, μεταλλάξας εξαπίνης φρόνημα και πολιτείαν και εσφαλμένην δους ερμηνείαν εις τα προνόμια, τα οποία εθεώρησαν ως παρασχεθέντα αυτώ και μόνον προς προσωπικήν αποκλειστικώς κάρπωσιν και ωφέλειαν, ήρξατο ποιούμενος ατέλειωτον κατάχρησιν της ισχύος του. Οι κατά τόπους Αρχιερείς λησμονήσαντες... υπέλαβον τας υπό την δικαιοδοσίαν των επαρχίαςαυτόχρημα μεσαιωνικά τιμάρια, εαυτούς μονονουχί φεουδάρχας και το υπ’ αυτούς ποίμνιον, υπάρχον μόνον ίνα δουλεύη εις αυτούς, υπείκον τυφλώς εις τας ορέξεις και τα επιτάγματά των και παρέχον αδρόν της υποτελείας του φόρον! Αι απολυταρχικαί και παράφοροι αυτών αξιώσεις και η υπερφίαλος και σκαιά πολιτεία των, αι κατάφωροι παρανομίαι και η ακόρεστος φιλοχρηματία, αι σκανδαλώδεις επεμβάσεις και η δια της αστόχου εν τε τω κατ’ ιδίαν και τω δημοσίω βίω διαγωγής των εξουθένωσις του εκκλησιαστικού γοήτρου και του ιερατικού σχήματος, πάντα ταύτα, οσημέραι αποτόμως έκδηλα καθιστάμενα, δικαίως προυκάλεσαν την ψύχρανσιν και την αγανάκτησιν των λαϊκών, οίτινες επ’ ουδενί λόγω στέργοντες να καταστώσιν όργανα ή και συνεργοί των αναξίων Μητροπολιτών, απεμακρύνθησαν των κοινοτικών πραγμάτων...» («Ελληνισμός», 1901, σελ. 156-157.)

1 σχόλιο:

Post Bottom Ad

Responsive Ads Here