ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!! Ο εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση και οι πολιτικές συνέπειες τής ανιστορικής παρουσίασης τού ελληνικού έθνους, της Φραγκουδάκης Άννας - Historical Report

Historical Report

History & Anthropology Studies

Science for all

Φωτογραφία του χρήστη Historical Report.

Post Top Ad

Responsive Ads Here

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!! Ο εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση και οι πολιτικές συνέπειες τής ανιστορικής παρουσίασης τού ελληνικού έθνους, της Φραγκουδάκης Άννας

 Στον εκπαιδευτικό θεσμό εμφανίζεται κυρίαρχη μια αντίληψη για τον πατριωτισμό, που παρουσιάζει το ελληνικό έθνος απολύτως ομοιογενές, με πολιτισμικές ιδιότητες ίδιες και αναλλοίωτες από την πιο μακρινή αρχαιότητα και μη υποκείμενες σε επιδράσεις κι ακόμα σαν έθνος πολιτισμικά ανώτερο εξ αιτίας τής ευγενούς καταγωγής του από την αρχαιότητα, η οποία κατέχει στη Δυτική Ευρώπη και τον πολιτισμό της τη θέση αξίας παγκόσμιας. Αυτή η αντίληψη για τον πατριωτισμό ανήκει στον 19ο αιώνα.
     Έτσι, η δυσκολία προσαρμογής στις νέες συνθήκες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και τής καινούργιας πραγματικότητας των μεταναστών και προσφύγων συνδυάζεται με μια παραδοσιακή ξενοφοβία, που είναι ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσμα ενός λόγου για το έθνος με περιεχόμενο τούς μύθους και τις αντιφάσεις ενός παρωχημένου εθνικισμού. Ο συνδυασμός ναρκοθετεί την εθνική αυτογνωσία, προκαλεί αδυναμία οριοθέτησης τής εθνικής ομάδας και παράγει ένα αίσθημα απειλής για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

     Προβάλλει άρα η αναγκαιότητα να γίνει το εκπαιδευτικό σύστημα αντικείμενο κοινωνικού διαλόγου ως προς την αντίληψη για το έθνος και την εθνική ταυτότητα, που αναπαράγει και μεταδίδει.
      Τα σχολικά βιβλία παρουσιάζουν την εθνική ομοιογένεια σαν ιστορική ιδιαιτερότητα και πρωτεύουσα ηθική αξία, και την ιστορία σαν αδιάσπαστη από την αρχαιότητα πορεία ενός έθνους θύματος άλλων εθνών. Η παρουσίαση τής ελληνικής παιδείας (κουλτούρας) σαν αναλλοίωτης από την αρχαιότητα και χωρίς επιδράσεις άλλων είναι προϊόν τής αποδοχής, που φαίνεται να έχει, τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και στις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών, το στερεότυπο ιδεολόγημα τής «ανωτερότητας» τής δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας και η αποδοχή αυτή παράγει μια αντιφατική, ανασφαλή και για τούτο ξενοφοβική εθνική ταυτότητα.
   Αρκετές φορές δηλώσεις τού (αρβανίτικης καταγωγής) κ. Θ. Πάγκαλου, έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, όπως η περίφημη: «Μαζί τα φάγαμε». Η σχετικά πρόσφατη όμως -αναφερόμενη στούς ευρωπαίους εταίρους- δήλωσή του: «όταν οι πρόγονοί μας έχτιζαν Παρθενώνες, εσείς ήσασταν ακόμα πάνω στα δέντρα», μάλλον άρεσε και χάιδεψε τα αυτιά τής πλειοψηφίας των νεοελλήνων, δεδομένου, ότι δεν καταγράφηκαν διαμαρτυρίες.
       Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο τής κυβέρνησης και την εθνικίζουσα Ρωμιοσύνη λοιπόν, ο Φειδίας, ο Ικτίνος κ.λπ. ήταν αρβανίτες! (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...).

Η εθνική ομοιογένεια και οι λοιπές κοινωνικές ταυτότητες
    Η εθνική ομοιογένεια παρουσιάζεται σαν μία από τις σπουδαιότερες εθνικές αξίες, τόσο ποσοτικά με τη συχνή επανάληψη όσο και ποιοτικά με την έμφαση και την προβολή της. Η εθνική ομοιογένεια είναι μύθος κοινός στα εκπαιδευτικά συστήματα τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των άλλων εθνών-κρατών. Καλλιεργείται ως αξία ακόμα και σε κράτη με ιδιαίτερη ανομοιογένεια, όπως οι ΗΠΑ και σχετίζεται με την κοινωνική εξουσία και τον καταμερισμό προνομίων και οικονομικών αγαθών. Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα αποκρύπτουν, ότι η έννοια τού έθνους δομείται με κριτήρια ιεραρχικά, που επιτρέπουν την κυριαρχία κάποιων κοινωνικών ομάδων και τον αποκλεισμό κάποιων άλλων.
     Στη Γαλλία, ο μύθος των Γαλατών προγόνων και τής ομοιογένειας τού γαλλικού έθνους υπηρετούσε και υπηρετεί κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα μέσα από τη διαδικασία κατασκευής τής εθνικής αυθεντικότητας. [Ο γαλλικός εθνικός μύθος προβάλλει ως αυθεντικές ορισμένες ιδιότητες, που ανήκουν στις κυρίαρχες ομάδες, άρα αποκλείει τις ιδιότητες των μη κυρίαρχων ομάδων (Citron 1989,285), είτε χρησιμοποιείται για ν΄ αποδίδει εθνική αυθεντικότητα σε ομάδες με ορισμένες πολιτικές αντιλήψεις, όπως συνέβη με την επίκληση τής «αληθινής» Γαλλίας ενάντια στους διανοουμένους, που υπερασπίστηκαν τον Ντρέυφους στην περίφημη ομώνυμη υπόθεση (Charle  1990,149).]
     Στην Αγγλία, η διαδικασία εθνικής ομοιογενοποίησης τού πληθυσμού που κατοικούσε εντός των συνόρων τού βρετανικού κράτους μετέτρεψε την ιεραρχία σύμφωνα με την αριστοκρατική έννοια τής γενιάς σε διαδικασία διαφοροποίησης των «φυλών» (Μiles 1994, 32-6).
 

     Οι οθωμανοί το 1821 δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, «πώς γίνεται οι σύγχρονοι έλληνες, ένα μείγμα σλάβων, τούρκων, αλβανών, βλάχων και ελλήνων να θεωρούν τον εαυτό τους άμεσα απόγονο τού Σωκράτη και τού Πλάτωνα...». (Δρ. Φικρέτ Αντανίρ, καθηγητής Ιστορίας, πανεπιστήμιο Sabanci, Κωνσταντινούπολη).
     
   Στα ελληνικά σχολικά βιβλία τής υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η ελληνικότητα εμφανίζεται μη υποκείμενη σε ιστορικές επιδράσεις, με αποτέλεσμα το ελληνικό έθνος να περιγράφεται σαν οντότητα σχεδόν φυσική και υπερβατική, έξω από το χρόνο και την ιστορία (ιδίως στα βιβλία ιστορίας), με πολιτισμικές ιδιότητες, που διατηρούνται αναλλοίωτες από την αρχαιότητα (ιδίως στα βιβλία γλώσσας) και με απόλυτη εθνική ομοιογένεια, που θεωρείται γενικώς εθνική αρετή (ιδίως στα βιβλία γεωγραφίας). Η άρνηση τής ιστορίας, που περιέχεται σε αυτή την αξιολογική παρουσίαση τού έθνους εμφανίζει την κουλτούρα σαν αξία υπερβατική και τα έθνη αιώνια.
     Η αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την αρχαιότητα και η αξία τής ομοιογένειας εμφανίζουν σχεδόν αιώνιες τις ιδιότητες των Ελλήνων και αυτό το μήνυμα των σχολικών εγχειριδίων παράγει μια λανθάνουσα αναλογία τού έθνους με την οικογένεια. Ο εθνικός μύθος αφηγείται, ότι οι «αυθεντικοί» Έλληνες έχουν γεννηθεί από γονείς κι εκείνοι από γονείς και προγόνους με τα ίδια στους αιώνες «ελληνικά» χαρακτηριστικά, πράγμα, που μεταδίδει την έμμεση πληροφορία, ότι τα μέλη τού έθνους έχουν από τη γέννηση τους σχέση φυσική ανάμεσά τους.
     Είναι πολύ χαρακτηριστική τής αποδοχής, που έχει στο εκπαιδευτικό σύστημα αυτή η αντίληψη τής «φυσικής» συγγένειας με την αρχαιότητα, όταν π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες ονομάζονται «παππούδες μας» όχι μόνο στο λόγο των εκπαιδευτικών, αλλά και στον επιστημονικό λόγο εκπροσώπων τής εκπαιδευτικής ευθύνης. Π.χ. ο πρώην πρόεδρος τού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Γ. Μπαμπινιώτης, ονομάζει τον Όμηρο «παππού των Ελλήνων», για να υπερασπιστεί την άποψη, ότι η ελληνική είναι «διαχρονική» γλώσσα και την καταστρέφουν οι οπαδοί τού δημοτικισμού. (Βλ. Μπαμπινιώτης, στο Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος 1984,145).
     Η ιστορική επιστήμη σήμερα μιλάει για «επινόηση τής παράδοσης» (Ηοbsbawm 1983) και η κοινωνική επιστήμη ήδη από τον καιρό των κλασικών διαπιστώνει, ενάντια στούς εθνικούς μύθους περί κοινής καταγωγής, ότι οι συμπατριώτες είναι συχνά ως προς την προέλευση πιο απομακρυσμένοι μεταξύ τους απ΄ όσο από ανθρώπους διαφορετικής ή και εχθρικής εθνικότητας (Weber  1978, 424).
     Η έμμεση αναγωγή των δεσμών μεταξύ ομοεθνών πολιτών στη συγγένεια κάνει το έθνος συνώνυμο τής «φυλής», όχι με τη βιολογική, αλλά με την πολιτισμική σημασία (Μorin 1984, 129), και κατασκευάζει μια εικόνα τού έθνους σαν να ήταν μια αγαπημένη και αρμονική οικογένεια. Αυτό επιτείνει τις τάσεις οριοθέτησης και αποκλεισμού των «άλλων», με αναφορά όχι υποχρεωτικά στη ρητή «κατωτερότητα», αλλά στην πολύ ευκολότερα αποδεκτή ως νόμιμη «διαφορά» τους από «εμάς».
     Δηλαδή, η λανθάνουσα ταύτιση με την οικογένεια καλλιεργεί δίπλα στην παραδοσιακή μια ξενοφοβία μοντέρνα, άρα πιο δύσκολη να καταπολεμηθεί, που δεν αξιολογεί άμεσα σαν κατώτερες τις «άλλες» ομάδες, αλλά τις αποκλείει ακριβώς σαν «αλλιώτικες». Έτσι, επιτρέπει σε κάποιες ομάδες να αυτοαναγνωρίζονται σαν «αυθεντικές» και να θεωρούν την πολιτισμική επίδραση στοιχείο αλλοίωσης, με αποτέλεσμα ν΄ αρνούνται τη συμβίωση με τους «άλλους» -άρνηση χαρακτηριστική τού ρατσισμού-, ενώ συγχρόνως να μπορούν «να δηλώνουν και να πιστεύουν, ότι δεν είναι ρατσιστές» (Smitherman  και Van Dijk  1988, 13-16). Δηλαδή, η έμφαση και η αξιολογική φόρτιση στην ομοιογένεια ανοίγουν το δρόμο για την «ενδεχόμενη μετατροπή τού εθνικισμού σε ρατσισμό» (Van Dijk 3993,22), που νομιμοποιεί τη βία.
     Καθώς η πραγματικότητα έρχεται σε καθημερινή σύγκρουση με το ιδεώδες τής ομοιογένειας από δύο κατευθύνσεις -την ιστορική ανομοιογένεια και τη σημερινή ανομοιογενή πραγματικότητα-, ο μύθος τής απόλυτης και έμμεσα «φυσικής» εθνικής ομοιογένειας κατασκευάζεται με την ιστορική αποσιώπηση π.χ. τα σχολικά βιβλία αποσιωπούν τις διαδικασίες διαμόρφωσης τής εθνικής ιδεολογίας καθώς και τις διαδικασίες μετάβασης από το «πολιτισμικό έθνος» (Alter  1989) στην πολιτική διάσταση τού έθνους και στη διαμόρφωση τής ιδέας τού ανεξάρτητου κράτους, τέλος αποσιωπούν την ανομοιογένεια των πληθυσμών την περίοδο ίδρυσης τού κράτους και την αφομοιωτική εθνική πολιτική. Είναι ενδεικτικό, ότι η ιστορική αποσιώπηση δεν εμφανίζεται μόνο στα σχολικά βιβλία, αλλά και στην ακαδημαϊκή επιστήμη, όπως δείχνει η χαρακτηριστικότατη απουσία τής εβραϊκής κοινότητας από την ιστορία τής Θεσσαλονίκης (Μπενβενίστε 1995).


  Η παρουσίαση τού έθνους σαν μια φανταστική ομάδα με πλήρη ομοιότητα των μελών της και αρμονία μεταξύ τους καταλήγει ως ιδεολογική κατασκευή να ναρκοθετεί τον ατομισμό, γιατί αποδίδει στο κάθε άτομο, τα χαρακτηριστικά τής ομάδας και στην ομάδα τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου «αντιμετωπίζοντας τα άτομα σαν εναλλάξιμα και απορρίπτοντας τις ατομικές ιδιαιτερότητες» (Van Dijk 1994,20). Η έμμεση αυτή απόρριψη τού ατομισμού ευνοεί τις λαϊκιστικές ιδεολογίες για την αυθεντικότητα τού λαού και ενδέχεται να πάρει, αν οι συγκυρίες βρεθούν ευνοϊκές, μορφές πολύ βίαιες, όπως έγινε π.χ. στη Γιουγκοσλαβία, όπου η άρνηση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων πήρε, όπως γράφει σέρβος κοινωνιολόγος, τη λαϊκιστική μορφή τού «μίσους για τις διαφορές ανάμεσα στο άτομο και το λαό» και στάθηκε ένας από τους παράγοντες, που άνοιξαν το δρόμο στην καταστροφική πρόσφατη βία (Πόποβ 1994,117).
     Ο μύθος τής ομοιογένειας είναι εύκολο να καταπολεμηθεί ιστορικά. Σ΄ ένα από τα παλιότερα έθνη-κράτη, τη Γαλλία, η έρευνα αποδεικνύει, ότι ο όρος «έθνος» είναι ιδιαίτερα ασαφής, καθώς τα «εθνικά» χαρακτηριστικά αλλάζουν μέσα στην ιστορία και η αλλαγή τους νομιμοποιείται από την αποσιώπηση των διαδικασιών ομοιογενοποίησης (Αctes du S.I. 1993,24-66 και 182-255). Η ιστορία όλων των ευρωπαϊκών κρατών είναι μια μακρά διαδικασία κατασκευής τής ομοιογένειας με την αφομοίωση, και η έννοια τού έθνους αλλάζει αποκαλυπτικά, ανάλογα με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα των εθνών-κρατών. Είναι πολύ χαρακτηριστική π.χ. η διαφορά ανάμεσα στη «γαλλική» και την «αγγλική» περιγραφή τού έθνους στα μέσα τού 19ουαιώνα. Η γαλλική εκδοχή ονομάζει την εθνική συνείδηση «ηθική συνείδηση», ενώ η αγγλική φιλελεύθερη αντίληψη υπερασπίζεται το ισχυρό πολυεθνικό κράτος και απορρίπτει τη «γαλλική» εκδοχή «ένα έθνος - ένα κράτος» (Cabanel 1995,81-91 και 41-5).
   
     Οι εθνικές ιδεολογίες συμπορεύονται με τις αναγκαιότητες τής πολιτικής πραγματικότητας. Η αυτονόητη εθνική αρετή τής απόλυτης ομοιογένειας των Ελλήνων είναι πρόσφατη και εμφανίζεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα. Μέχρι τότε ο επίσημος λόγος των διαμορφωτών ιδεών και τού εκπαιδευτικού θεσμού επικαλείται μια ελληνικότητα «εσωτερική». Η γλώσσα π.χ., σήμερα θεμελιακό διακριτικό τής ελληνικότητας, δεν αποτελεί μέχρι τη δεκαετία τού 1930-40 ούτε συστατικό ούτε τεκμήριο τού ανήκειν στο ελληνικό έθνος, αλλά αντιμετωπίζεται ως ιδιότητα επίκτητη, αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών. Η εθνικότητα δεν αντιφάσκει με το να είναι κανείς αλλόγλωσσος, αντίθετα μπορεί η άλλη γλώσσα ν΄ αποδεικνύει την ένταση και το βάθος τής ελληνικότητας, όπως συμβαίνει με τον μικρό βουλγαρόφωνο ήρωα τής Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά τού Βάλτου» (1937). (Σ.σ. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:Μακεδονικός Αγώνας: Από το μύθο... στην Ιστορία). Στα αναγνωστικά βιβλία τού Μεσοπολέμου, προϊόντα τής γλωσσικής μεταρρύθμισης από το 1938, είναι συχνή η αφήγηση τής περιπέτειας ενός δασκάλου, που φέρνει στο χωριό τη μόρφωση, την πρόοδο και την ελληνική γλώσσα. Χάρη στις προσπάθειες και το φωτισμένο του παράδειγμα, τα παιδιά πείθονται ν΄ αλλάξουν συνήθειες και τρόπο ζωής, και μαζί με τη στενοκεφαλιά, τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες των μελών τού χωριού εγκαταλείπουν και την άλλη γλώσσα, που συνήθως δεν ορίζεται, και μιλούν πια ακόμα και μέσα στο σπίτι μόνο ελληνικά («Ο φάρος τού χωριού», Αναγνωστικό τής Δ΄ δημοτικού, 1927).
     Τα αναγνωστικά τού Μεσοπολέμου επαναλαμβάνουν με πολλές παρόμοιες ιστορίες την ανάγκη εκσυγχρονισμού τής παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας και εξελληνισμού των αλλόγλωσσων ομάδων της. Οι μη ελληνόφωνες ομάδες αγροτών των αναγνωστικών τής εποχής είναι τα κατεξοχήν σύμβολα τής καθυστέρησης και τής άγνοιας και τα βιβλία υπερασπίζονται την πρόοδο, που ταυτίζει την οικονομική ανάπτυξη με τον εκμοντερνισμό των μεθόδων εργασίας και τον αλφαβητισμό με την αποκλειστική χρήση τής ελληνικής γλώσσας.
 Η ιστορική λήθη, με την οποία διαμορφώνεται η αξία τής εθνικής ομοιογένειας οφείλεται στην απόδοση τού δικαιώματος σε προνόμια και θέσεις εξουσίας στα μέλη τής «αυθεντικής» εθνικής ομάδας. Η αυθεντικότητα και κληρονομικότητα τού δικαιώματος στην εξουσία και τα προνόμια κατάγεται στα παλιά έθνη-κράτη τής Ευρώπης από την αριστοκρατία, γι΄ αυτό και οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες σε αυτά τα κράτη δίνουν μεγάλη σημασία στη γενεαλογία και την αρχαιότητα των οικογενειών, που αποτελεί ακόμα σήμερα συμβολικό τίτλο τιμής.
     Στα αντίστοιχα στρώματα στην ελληνική κοινωνία, η πραγματική μνήμη γενεαλογίας δεν πάει σχεδόν ποτέ πιο πίσω από τούς παππούδες ή έστω τούς γονείς των παππούδων. Αυτή η μικρής διάρκειας μνήμη καλύπτει τα δεδομένα τής σχετικά πρόσφατης εθνικότητας. Ο μύθος τής αδιάσπαστης ελληνικής συνέχειας, συστατικός τής εθνικής ιδεολογίας, εμποδίζει την αναγνώριση τού νεωτερικού χαρακτήρα όλων των εθνικών ταυτοτήτων και μόνο σε περιόδους μεγάλης κρίσης και βίαιης καταστολής τής εθνικής ανεξαρτησίας, όπως στη ναζιστική κατοχή, οι ακραίες συνθήκες οδηγούν κάποιους διανοουμένους σε αναγνώριση τού δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού από τις ίδιες τις ανθρώπινες ομάδες, πέρα από τις «αποδείξεις» τού ανήκειν σε μια εθνικότητα, και έτσι το επαναστατικό ποίημα τού Νίκου Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ, που κυκλοφορεί σε χειρόγραφα αντίτυπα μέσα στη ναζιστική κατοχή, οικειοποιείται θετικά το πολιτισμικό μίγμα των Βαλκανίων και αναφέρεται με περηφάνια στούς αλβανόφωνους ήρωες τής ελληνικής επανάστασης του 1821.
   
    Τα σχολικά εγχειρίδια αποδίδουν τόσο πρωτεύουσα σημασία στην ομοιογένεια, ώστε την προβάλλουν συστηματικά, και στην καλλιέργεια της τα βιβλία ιστορίας θυσιάζουν την ιστορική διάσταση τής αρχαιότητας, αποσιωπούν την πολυεθνική σύσταση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας και τέλος παρουσιάζουν τις περιοχές, που αποτελούν σήμερα το ελληνικό κράτος, σαν να κατοικούνταν από τον καιρό τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης από πληθυσμούς αμιγώς ελληνόφωνους - ορθόδοξους και με συνείδηση ελληνική.
     Οι αποσιωπήσεις οφείλονται στην πρόθεση των υπευθύνων να καλλιεργεί το σχολείο τον πατριωτισμό. Η επιδίωξη τής εθνικής ομοιογένειας και η αντίστοιχη αφομοιωτική πολιτική στην ιστορία τού ελληνικού κράτους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με συμφέροντα εθνικά, καθώς οι εθνοτικές μειονότητες είχαν τη δυνατότητα ν΄ αυτοαναγνωριστούν σε εθνικιστικές ιδεολογίες άλλων εθνών-κρατών, πράγμα, που περιείχε τον κίνδυνο εδαφικών διεκδικήσεων από γειτονικά κράτη. Σχετίζεται, ωστόσο, όπως παντού αλλού και με συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά, όπως δείχνει π.χ. η οικονομικά αλλά και διοικητικά περιθωριακή θέση τής μειονότητας των Τσιγγάνων (για τους οποίους δεν υπήρχε δυνατότητα αυτοαναγνώρισης ως μέρος εθνικής ομάδας άλλου κράτους) ή όπως δείχνει η ανακάλυψη τής μη επαρκούς ελληνικότητας τής εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (Αβδελά 1993). Η απόκρυψη από τον εκπαιδευτικό θεσμό τής ιστορικής ανομοιογένειας εμποδίζει τη διάκριση των προβλημάτων, που αντιμετώπισε το έθνος-κράτος στην ιστορία του από την επανάσταση και μέχρι την οριστικοποίηση των συνόρων του, προβλήματα, που είναι διαφορετικά, όταν αφορούν μειονότητες εθνοτικές, που ενδέχεται ν΄ αναγνωριστούν στις εθνικές ιδεολογίες γειτονικών εθνών-κρατών με κοινές διεκδικήσεις εδαφών και διαφορετικά όταν δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Με άλλα λόγια, η έμφαση στην αξία τής ομοιογένειας απομακρύνει τις πιθανότητες να συνοδεύεται η εθνική αυτοαναγνώριση από κριτική αντιμετώπιση τής κάθε εξουσίας όσον αφορά την πολιτική που ονομάζει εθνική, τις ομάδες, στις οποίες απευθύνεται ή αποκλείει και τα μέσα που επιλέγει για την εφαρμογή της.
     Στην αξία τής ομοιογένειας λανθάνει η έννοια τού εθνικού συμφέροντος, που γίνεται αντιληπτό σαν συμφέρον τής ολότητας των μελών, που απαρτίζουν την εθνική οικογένεια, και η μεταβίβαση από τον εκπαιδευτικό θεσμό τής αξίας τού εθνικού συμφέροντος θεωρείται αυτονόητα απαραίτητη για τη διαμόρφωση τού πατριωτικού φρονήματος. Η αντίληψη αυτή για τον πατριωτισμό παραμερίζει την πολύ σημαντική πολιτική διάσταση τού θέματος, δηλαδή αποσιωπά το γεγονός, ότι οι πολιτικές εξουσίες είναι εκείνες, που ορίζουν τι είναι εθνικό συμφέρον και προσδιορίζουν τα μέσα για την υπεράσπιση του.
   
    Οι εκπρόσωποι των εξουσιών συχνά ονομάζουν εθνικά επιμέρους συμφέροντα και ακόμα συχνότερα επιβάλλουν πολιτικές, με τις οποίες διακυβεύονται αυτά, που ονομάζουν εθνικά συμφέροντα. Η προβολή τού συμφέροντος τής ολότητας σαν να ήταν αξία απόλυτη και μη εξαρτώμενη από πολιτικές ηγεσίες και επιμέρους κοινωνικά συμφέροντα σε τελική ανάλυση αποτελεί έμμεση καλλιέργεια τής άκριτης αποδοχής τής εξουσίας.
     Η έμμεση τάση προς την καλλιέργεια τής άκριτης αποδοχής τής εξουσίας αντιφάσκει με τη ρητή και επαναλαμβανόμενη προτεραιότητα τού εθνικού συμφέροντος, καθώς π.χ. οδηγεί τα σχολικά βιβλία στην πρωθύστερη υπεράσπιση από την κριτική, για τη χρήση που έχουν κάνει στην ιστορία των εθνικών συμφερόντων και τής έννοιας τού έθνους, όλων των πολιτικών ηγεσιών, ακόμα και εκείνων, που τα βιβλία καταδικάζουν. Η ρητή πρόθεση (στα αναλυτικά προγράμματα) να χρησιμεύει η ιστορία για την καλλιέργεια τής κρίσης των μαθητών ναρκοθετείται από την υπεράσπιση τής έννοιας τής εξουσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Bottom Ad

Responsive Ads Here