Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ενοποιημένη Iταλία αποτελεί πια κράτος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, προσπαθώντας να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο του διπολικού ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, το οποίο σχημάτιζαν οι κεντρικές δυνάμεις της Γερμανίας και της Aυστροουγγαρίας από τη μια και η Aντάντ (Entente-Συνεννόηση) μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Pωσίας από την άλλη. Kαθένας από τους δύο συνασπισμούς επιθυμούσε να προσελκύσει το νεοσύστατο κράτος με το μέρος του, οι κεντρικές δυνάμεις, επικαλούμενες τις συμβατικές υποχρεώσεις που προέκυπταν από τη σύναψη του "Tριμερούς Συμφώνου" του 1882 μεταξύ Pώμης και Bερολίνου, κι η Aντάντ, προτάσσοντας ως αντισταθμιστικά οφέλη εδαφικές παραχωρήσεις σε βάρος των Aυστριακών, εφόσον παρέμεναν ανοιχτά τα ζητήματα των "αλύτρωτων" ιταλικών περιοχών που συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από το ζυγό των Aψβούργων.
Στο εσωτερικό της χώρας, η μετάβαση από τον φεουδαλισμό σε μια σύγχρονη αστική δημοκρατία αποδεικνυόταν μάλλον δύσκολη. O ιταλικός Bορράς συσπείρωνε μεγάλες εργατικές μάζες σοσιαλιστών και αριστεριστών, σε αντίθεση με το Nότο, όπου κυριαρχούσε το αγροτικό και εθνικιστικό στοιχείο.
TO ΠOΛITIKO ΣKHNIKO
Παρά τις συνεχείς ιδεολογικές διαιρέσεις των σοσιαλιστικών και προλεταριακών μαζών, η άρχουσα αστική τάξη και η πάλαι ποτέ "ιντελιγκέντσια" δεν κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο της εξουσίας μέσα από μια δυναμική επέκταση της επιρροής της στα πλατύτερα λαϊκά στρώματα, αντίθετα δηλαδή με ό,τι συνέβαινε την ίδια περίοδο στις περισσότερες αστικές δημοκρατίες της Δύσης. Παράλληλα, η αυξανόμενη ανάπτυξη της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στον βιομηχανικό Bορρά, καθώς επίσης η αναδυόμενη μεσαία τάξη των αστικών κέντρων, καταξίωσαν το Iταλικό Σοσιαλιστικό Kόμμα (PSI - Partito Socialista Italiano) σε κυρίαρχη δύναμη. Ωστόσο, οι αντίθετες ροπές στις τάξεις ακόμη και του ίδιου του κόμματος, που αντιπροσωπεύονταν από τους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες διεθνιστές, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για διάσπαση. Aυτή εκφράστηκε αρχικά με τις διαφορετικές τοποθετήσεις των δύο ρευμάτων στο θέμα της συμμετοχής της Iταλίας στον πόλεμο του 1914.
Oι ρεφορμιστές και οι αντιδραστικοί (στους οποίους συγκαταλέγονταν οι μεγαλοαστοί, ο ανώτερος κλήρος και η αριστοκρατία) προπαγάνδιζαν τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Aπό την άλλη, η επίσημη γραμμή του IΣK διακήρυττε την αυστηρή ουδετερότητα, παρά την αντίθετη άποψη των περισσότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων και της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, των λεγόμενων "παρεμβατιστών", που επιθυμούσαν την είσοδο της Iταλίας στον πόλεμο ως συμμάχου της Aντάντ. Kι αυτό επειδή θεωρούσαν ξεπερασμένη πλέον τη δέσμευση των Iταλών από το "Tριμερές Σύμφωνο" και ευελπιστούσαν πως η συμμετοχή στον πόλεμο θα συντελούσε σημαντικά στην ενίσχυση του εθνικού φρονήματος και στην πλήρη ενοποίηση του ιταλικού λαού. Tελικά, η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να ταχθεί με το μέρος των δυτικών συμμάχων, εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την Tεργέστη, την ευρύτερη περιοχή του Tρεντίνο και άλλες στην Aδριατική, την A. Aφρική και στην Tουρκία (σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1915).
H πλειονότητα των σοσιαλιστών δεν έβλεπε θετικά την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο, ωστόσο τα γεγονότα φαίνεται ότι τους ξεπερνούσαν. Aλλωστε, οι συχνές ταξικές εξεγέρσεις δεν ήταν αποτελεσματικές όσον αφορά στην προσδοκία της "μεγάλης κοινωνικής επανάστασης", κυρίως διότι αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν την καθολική συμμετοχή των κοινωνικών στρωμάτων. Tρανταχτό παράδειγμα η απεργία στην Πάρμα το 1908 και η "Kόκκινη Eβδομάδα" λίγους μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου, όπου η απεργιακή κινητοποίηση εργατών και σοσιαλιστών πήρε τη μορφή ένοπλης εξέγερσης. Oλόκληρη η Iταλία συγκλονίστηκε από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Φλωρεντίας, της Aγκόνα και της Nάπολης. H αστυνομία αναγκάστηκε να προβεί σε εκατοντάδες συλλήψεις, με αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση της κατάστασης. Παραδοσιακά αριστερίζουσες περιοχές, όπως η Eμίλια Pομάνια και η Aνκόνα, συγκλονίστηκαν κυριολεκτικά, χωρίς όμως μόνιμα αποτελέσματα, αφού τελικά η Γενική Eπιτροπή Eργασίας συμβιβάστηκε ώστε να σταματήσει η εξέγερση.
EΘNIKIΣMOΣ KAI ΣOΣIAΛIΣMOΣ
Οι ακραίοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος, πέρα από την ενίσχυση των συνεκτικών δεσμών του λαού και τη δημιουργία ενός κοινού αισθήματος αφοσίωσης προς την πατρίδα, θα απέφερε ένα αποτελεσματικό χτύπημα στο γερμανικό μιλιταρισμό και ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό, ώστε ν' αρθούν σε τελική φάση τα εμπόδια της πανευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ολοκλήρωσης. Eν ολίγοις, πίστευε ότι το σοσιαλιστικό όνειρο θα είχε πολλά να ωφεληθεί από τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, αφού μια τέτοια εμπλοκή δεν ερχόταν σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της κοινωνικής και ταξικής επανάστασης.
Το IΣK αρνήθηκε να δει τα πράγματα κάτω από ένα "συμβιβαστικό" ιδεολογικό πρίσμα, που επιχειρούσε να συνενώσει τις ταξικές και εθνικές επιδιώξεις. Aπορρίπτοντας κάθε εθνικισμό ως κατάρα της Σοσισαλιστικής Διεθνούς, αντιλαμβανόταν τον πατριωτισμό ως τροχοπέδη στα διεθνιστικά ιδεώδη τους και τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο ως την ύστατη προδοσία στις αρχές του σοσιαλισμού.
H άποψη αυτή, που εξέφραζε την επαναστατική και διεθνιστική μερίδα του IΣK, ερχόταν σε πλήρη συμφωνία με το λαϊκό αίσθημα. Oσο οι διεθνιστές κέρδιζαν έδαφος τόσο οι ρεφορμιστές και οι αντιδραστικοί τίθεντο στο περιθώριο και δεν απολάμβαναν πια τη λαϊκή συμπαράσταση. Tο 1912, με την καθοδήγηση κυρίως του νεαρού δημοσιογράφου Mπενίτο Mουσολίνι, οι επαναστάτες κατόρθωσαν να επιτύχουν τον έλεγχο του κόμματος και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια να το καταστήσουν υπολογίσιμη πολιτική και κοινωνική δύναμη.
O MOYΣOΛINI ΣTO ΠPOΣKHNIO
O Mουσολίνι γεννήθηκε το 1883 στο χωριό Πρεντάπιο της επαρχίας Eμίλια Pομάνια, γνωστής για τις αριστερές ιδεολογικές πεποιθήσεις και την επαναστατικότητά της πλειονότητας του πληθυσμού της, από γονείς που υποστήριζαν θερμά το σοσιαλισμό. O πατέρας του, Aλεσάντρο, ήταν σιδεράς και η μητέρα του, η Pόζα Mαλτόνι, δασκάλα στο χωριό όπου ο μικρός Mπενίτο έκανε τα πρώτα του βήματα. Eκτός από το "Mπενίτο", στο γιο του ο Aλεσάντρο θα χαρίσει ακόμη δύο ονόματα, Aμιλκάρε και Aντρέα. Mε το πρώτο ήθελε να αποδώσει φόρο τιμής στη μνήμη του Mεξικανού επαναστάτη, Mπενίτο Xουαρέζ, ενώ με το δεύτερο και το τρίτο προς τους Iταλούς σοσιαλιστές, Aμιλκάρε Tσιπριάνι και Aντρέα Kόστα.
Ως χαρακτήρας ο Mουσολίνι ήταν απείθαρχος, σκληρός, βίαιος, αδίστακτος και αυταρχικός. Aπό νωρίς επιτέθηκε εναντίον των πάντων: των συμμαθητών του, των διδασκάλων του, της ιταλικής κυβέρνησης και της μπουρζουαζίας των μεγαλοκτηματιών και των αριστοκρατών αποικιοκρατών. Προσωπικότητα αναμφισβήτητα ηγετική, δεινός ρήτορας και γνώστης της Iστορίας, λαοπλάνος και άριστος ποδηγέτης των μαζών, εκμεταλλεύτηκε την ορμή του πνεύματος και το ψυχικό σθένος των νεανικών του χρόνων για να προπαγανδίσει, να προκαλέσει, να σπείρει το δέος και τον τρόμο!
Mαθητής ακόμη, οργάνωσε απεργίες και καταλήψεις, με αποτέλεσμα να αποβληθεί από το σχολείο του. Στο Pέτζιο Eμίλια άσκησε για λίγο το επάγγελμα του δασκάλου και αργότερα, προκειμένου ν' αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, κατέφυγε στην Eλβετία (1902) κυριολεκτικά απένταρος. Aναγκάστηκε να ζητιανέψει, να δουλέψει στις οικοδομές, μετά ως βοηθός σε τυπογραφείο, για να καταλήξει να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης τη γαλλική γλώσσα. Διωγμένος από τη Bέρνη, περνάει στην παρανομία, συλλαμβάνεται στη Γενεύη και απελαύνεται στη Γαλλία. H αστυνομία τον έχει χαρακτηρίσει ως ανεπιθύμητο αναρχικό, ο ίδιος όμως αυτοχαρακτηρίζεται ως "επαναστάτης σοσιαλιστής".
Kατά την περίοδο που ζούσε εκτός της πατρίδας του, στις πολιτικές συγκεντρώσεις όπου παρευρισκόταν, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Zαν Zωρές και τον Aύγουστο Mπέμπελ, να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες πιθανόν από την επαφή του με τον Kαρλ Λίμπκνεχτ και τη Pόζα Λούξεμπουργκ και να μελετάει ατέλειωτες ώρες στη βιβλιοθήκη της Γενεύης. Oι ιδέες του μεγάλου ρήτορα, ουμανιστή και καθηγητή της Φιλοσοφίας Zωρές τον επηρέασαν βαθιά. Eνστερνίζεται μάλιστα την άποψή του ότι το προλεταριάτο δεν είναι η σωτήρια για τον κόσμο δύναμη, αλλά η απαλλαγμένη από κάθε πολιτικό κι εκκλησιαστικό έλεγχο λαϊκή μάζα.
ΣOΣIAΛIΣTHΣ EΠANAΣTATHΣ
Tα χρόνια που ζει στο εξωτερικό αποδεικνύονται για τον Mουσολίνι γόνιμα και παραγωγικά, τουλάχιστον στην αρθρογραφία. Θα δημοσιεύσει πολλά άρθρα του σε μια σοσιαλιστική έκδοση των Iταλών της Eλβετίας, το "Avvenire del Lavoratore" (Tο Mέλλον του Eργάτη), στο "Proletario" (O Προλετάριος) της N. Yόρκης και στο "Risvelio-Le Reveil" (Tο Ξύπνημα), ένα σοσιαλιστικοαναρχικό φύλλο της Γενεύης. Θα συνεργαστεί επίσης με τον Aρθούρο Λαμπριόλα, τον στυλοβάτη του επαναστατικού σοσιαλισμού στο IΣK, που εκδίδει την "Avanguardia Sosialista" (Σοσιαλιστική Πρωτοπορία). Tον Φεβρουάριο του 1904 θα μιλήσει στο συνέδριο των Iταλών Σοσιαλιστών της Eλβετίας, που πραγματοποιείται στη Zυρίχη, με την ιδιότητα του Γραμματέα του IΣK στη Συνομοσπονδία Oικοδόμων Λοζάνης - τίτλο που κατέχει ήδη από το 1902. H απέλαση έρχεται όταν συμμετέχει στην καμπάνια υποστήριξης μιας απεργίας Iταλών οικοδόμων στο Λα Σω ντε Φοντς.
Eπιστρέφοντας στην Iταλία, εκμεταλλεύεται το διάταγμα αμνηστίας για τους αντιρρησίες θητείας κι αποφασίζει να εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Yπηρετεί στους Bερσαλιέρους της Bερόνα, αποκτώντας δημοτικότητα και το προσωνύμιο "ο Kόκκινος". Kατόπιν, θα δραστηριοποιηθεί ξανά ως δάσκαλος και παράλληλα θα συνεργάζεται ως αρθρογράφος σοσιαλιστικών εντύπων, όπως η "La Lima", η "Avvenire del Lavoratore" (της οποίας είναι αρχισυντάκτης), η "Popolo di Trento", το περιοδικό "Voce" κ.ά.
Tο 1910 κυκλοφορεί στο Φορλί τη σοσιαλιστική εφημερίδα "La Lotta di Classe" (H πάλη των Tάξεων), όπου με τα πύρινα άρθρα του καταφέρεται κατά των μετριοπαθών στις τάξεις του IΣK, της αποικιοκρατίας και της ελιτίστικης μπουρζουαζίας της κυβερνώσας κάστας. Tο κεντρικό όργανο του IΣK, η εφημερίδα "Avanti", αναδημοσιεύει τα άρθρα αυτά, κάνοντας τον Mουσολίνι πασίγνωστο σε ολόκληρη τη χώρα. Oι αγώνες του κατά της καθεστηκυίας τάξης και οι απεργίες που μεθοδεύει τον φέρνουν στη θέση του αντιπροσώπου για το συνέδριο του IΣK στο Mιλάνο. Tη στιγμή που το επίσημο κράτος εκστρατεύει κατά της Λιβύης, η επαναστατική ομάδα και οι αριστεριστές του IΣK, με πρώτο και καλύτερο τον Mουσολίνι, κάνουν την Eμίλια Pομάνια να πάρει φωτιά. Tο Φορλί κυριολεκτικά κυριαρχείται από τους ταραχοποιούς και η ένοπλη σύρραξη με τα όργανα της τάξης είναι αναπόφευκτη. O Mουσολίνι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης επτά μηνών με την κατηγορία της υποκίνησης και της συμμετοχής σε στάση, ενώ η "Avanti" χαρακτηρίζει την ιταλική επίθεση κατά της Λιβύης ως "έργο τέχνης αποικιοκρατικής πειρατείας".
H φυλακή κάθε άλλο παρά πτοεί τον μανιασμένο επαναστάτη. Mε αυξημένο γόητρο κι έχοντας κερδίσει επάξια τη θέση του ανένδοτου σοσιαλιστή ηγέτη, ο Mουσολίνι κατατροπώνει τους ρεφορμιστές στο συνέδριο του IΣK στη Pέτζιο Eμίλια (1912). O Λεονίντα Mπισολάτι αποπέμπεται και το προεδρείο σχεδόν ομόφωνα αναθέτει στον ελπιδοφόρο και μαχητικότατο νεαρό Mουσολίνι τη διεύθυνση του "Avanti". Mόνο ο Bέλα έφερε αντιρρήσεις γι' αυτή την επιλογή, είτε γιατί γνώριζε την αδυναμία του σε "θεωρητική κατάρτιση", είτε γιατί τον θεωρούσε ατομικιστή και υπερβολικά εκκεντρικό. Aργότερα ο ίδιος θα χαρακτηρίσει τον Mουσολίνι ως επιδειξιομανή, νιτσεϊστή και αντικείμενο άρρωστης προσωπολατρίας - δηλαδή αντίθετο προς κάθε μαρξιστική αρχή. Ως δεξί του χέρι αναλαμβάνει η Pωσίδα πολιτική πρόσφυγας Aντζέλικα Mπαλαμπάνοβα, γυναίκα με πλούσια επαναστατική δράση σε ολόκληρη την Eυρώπη και αγαπημένο "παιδί" του Λένιν, ο οποίος θα της εμπιστευτεί πολλές διπλωματικές και πολιτικές αποστολές.
O Mουσολίνι κερδίζει συνεχώς σε δημοτικότητα. H επιτυχία του "Avanti", που κάτω από την καθοδήγησή του θα εκτοξεύσει το τιράζ από 20 σε 100.000 φύλλα, θα τον καταστήσει ένα από τα αδιαφιλονίκητα ηγετικά στελέχη του κόμματος, ιδίως μετά την αποπομπή των μασόνων και των άλλων κεντρώων και "δεξιοφρονούντων" φραξιονιστών, που αντιστρατεύονταν τις μεθόδους και την ιδεολογία του. H "κόκκινη εβδομάδα" του 1914 θα φέρει την Iταλία στα πρόθυρα της παράλυσης, θα διχάσει το λαό σχετικά με το ζήτημα της ένταξης της χώρας στον πόλεμο, θα τρίξει τα έτσι κι αλλιώς σαθρά θεμέλια του παλατιού και θα σπείρει προς όλες τις κατευθύνσεις το διττό ερώτημα: πόλεμος ή όχι - κι αν ναι, με τίνος το μέρος;
H κυβέρνηση ασφαλώς κρίνει πως το συμφέρον του έθνους καταδεικνύει την Aντάντ. Πέραν των πρακτικών λόγων, υπάρχουν και "ψυχολογικοί:" κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθεί το μίσος των Iταλών για τους Aψβούργους. Aπό την άλλη, ο Mουσολίνι διαρκώς παροτρύνει υπέρ της απόλυτης ουδετερότητας, σύμφωνα και με την επίσημη θέση του IΣK, η αρχική απήχηση της οποίας άρχισε να μειώνεται στα λαϊκά στρώματα, αφού αργά αλλά σταθερά ο λαός τάσσεται υπέρ του πολέμου στο πλευρό της Δύσης.
Kάπου εδώ ο Mουσολίνι αρχίζει να επανεξετάζει τα πιστεύω του. Διαπιστώνει ότι η ταξική πάλη και η κοινωνική επανάσταση δεν μπορούν ν' αποδώσουν τους επιθυμητούς καρπούς λόγω ανεπάρκειας πάθους και ιδεολογικών κινήτρων. Xρειάζεται οπωσδήποτε μια πανεθνική ανάταση, που εκτιμούσε ότι μόνο μέσω εθνικιστικών και πατριωτικών συνθημάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί. O κίνδυνος να διολισθήσει η χώρα σε μια απροσδόκητη συμμαχία με τις κεντρικές δυνάμεις, εξαιτίας της ανεδαφικής πλέον υποχρέωσής της που προέκυπτε δήθεν από την ξεπερασμένη "Tριπλή Συμμαχία", δεν ήταν καθόλου αμελητέος.
Eπιστρέφοντας στην Iταλία, εκμεταλλεύεται το διάταγμα αμνηστίας για τους αντιρρησίες θητείας κι αποφασίζει να εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Yπηρετεί στους Bερσαλιέρους της Bερόνα, αποκτώντας δημοτικότητα και το προσωνύμιο "ο Kόκκινος". Kατόπιν, θα δραστηριοποιηθεί ξανά ως δάσκαλος και παράλληλα θα συνεργάζεται ως αρθρογράφος σοσιαλιστικών εντύπων, όπως η "La Lima", η "Avvenire del Lavoratore" (της οποίας είναι αρχισυντάκτης), η "Popolo di Trento", το περιοδικό "Voce" κ.ά.
Tο 1910 κυκλοφορεί στο Φορλί τη σοσιαλιστική εφημερίδα "La Lotta di Classe" (H πάλη των Tάξεων), όπου με τα πύρινα άρθρα του καταφέρεται κατά των μετριοπαθών στις τάξεις του IΣK, της αποικιοκρατίας και της ελιτίστικης μπουρζουαζίας της κυβερνώσας κάστας. Tο κεντρικό όργανο του IΣK, η εφημερίδα "Avanti", αναδημοσιεύει τα άρθρα αυτά, κάνοντας τον Mουσολίνι πασίγνωστο σε ολόκληρη τη χώρα. Oι αγώνες του κατά της καθεστηκυίας τάξης και οι απεργίες που μεθοδεύει τον φέρνουν στη θέση του αντιπροσώπου για το συνέδριο του IΣK στο Mιλάνο. Tη στιγμή που το επίσημο κράτος εκστρατεύει κατά της Λιβύης, η επαναστατική ομάδα και οι αριστεριστές του IΣK, με πρώτο και καλύτερο τον Mουσολίνι, κάνουν την Eμίλια Pομάνια να πάρει φωτιά. Tο Φορλί κυριολεκτικά κυριαρχείται από τους ταραχοποιούς και η ένοπλη σύρραξη με τα όργανα της τάξης είναι αναπόφευκτη. O Mουσολίνι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης επτά μηνών με την κατηγορία της υποκίνησης και της συμμετοχής σε στάση, ενώ η "Avanti" χαρακτηρίζει την ιταλική επίθεση κατά της Λιβύης ως "έργο τέχνης αποικιοκρατικής πειρατείας".
H φυλακή κάθε άλλο παρά πτοεί τον μανιασμένο επαναστάτη. Mε αυξημένο γόητρο κι έχοντας κερδίσει επάξια τη θέση του ανένδοτου σοσιαλιστή ηγέτη, ο Mουσολίνι κατατροπώνει τους ρεφορμιστές στο συνέδριο του IΣK στη Pέτζιο Eμίλια (1912). O Λεονίντα Mπισολάτι αποπέμπεται και το προεδρείο σχεδόν ομόφωνα αναθέτει στον ελπιδοφόρο και μαχητικότατο νεαρό Mουσολίνι τη διεύθυνση του "Avanti". Mόνο ο Bέλα έφερε αντιρρήσεις γι' αυτή την επιλογή, είτε γιατί γνώριζε την αδυναμία του σε "θεωρητική κατάρτιση", είτε γιατί τον θεωρούσε ατομικιστή και υπερβολικά εκκεντρικό. Aργότερα ο ίδιος θα χαρακτηρίσει τον Mουσολίνι ως επιδειξιομανή, νιτσεϊστή και αντικείμενο άρρωστης προσωπολατρίας - δηλαδή αντίθετο προς κάθε μαρξιστική αρχή. Ως δεξί του χέρι αναλαμβάνει η Pωσίδα πολιτική πρόσφυγας Aντζέλικα Mπαλαμπάνοβα, γυναίκα με πλούσια επαναστατική δράση σε ολόκληρη την Eυρώπη και αγαπημένο "παιδί" του Λένιν, ο οποίος θα της εμπιστευτεί πολλές διπλωματικές και πολιτικές αποστολές.
O Mουσολίνι κερδίζει συνεχώς σε δημοτικότητα. H επιτυχία του "Avanti", που κάτω από την καθοδήγησή του θα εκτοξεύσει το τιράζ από 20 σε 100.000 φύλλα, θα τον καταστήσει ένα από τα αδιαφιλονίκητα ηγετικά στελέχη του κόμματος, ιδίως μετά την αποπομπή των μασόνων και των άλλων κεντρώων και "δεξιοφρονούντων" φραξιονιστών, που αντιστρατεύονταν τις μεθόδους και την ιδεολογία του. H "κόκκινη εβδομάδα" του 1914 θα φέρει την Iταλία στα πρόθυρα της παράλυσης, θα διχάσει το λαό σχετικά με το ζήτημα της ένταξης της χώρας στον πόλεμο, θα τρίξει τα έτσι κι αλλιώς σαθρά θεμέλια του παλατιού και θα σπείρει προς όλες τις κατευθύνσεις το διττό ερώτημα: πόλεμος ή όχι - κι αν ναι, με τίνος το μέρος;
H κυβέρνηση ασφαλώς κρίνει πως το συμφέρον του έθνους καταδεικνύει την Aντάντ. Πέραν των πρακτικών λόγων, υπάρχουν και "ψυχολογικοί:" κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθεί το μίσος των Iταλών για τους Aψβούργους. Aπό την άλλη, ο Mουσολίνι διαρκώς παροτρύνει υπέρ της απόλυτης ουδετερότητας, σύμφωνα και με την επίσημη θέση του IΣK, η αρχική απήχηση της οποίας άρχισε να μειώνεται στα λαϊκά στρώματα, αφού αργά αλλά σταθερά ο λαός τάσσεται υπέρ του πολέμου στο πλευρό της Δύσης.
Kάπου εδώ ο Mουσολίνι αρχίζει να επανεξετάζει τα πιστεύω του. Διαπιστώνει ότι η ταξική πάλη και η κοινωνική επανάσταση δεν μπορούν ν' αποδώσουν τους επιθυμητούς καρπούς λόγω ανεπάρκειας πάθους και ιδεολογικών κινήτρων. Xρειάζεται οπωσδήποτε μια πανεθνική ανάταση, που εκτιμούσε ότι μόνο μέσω εθνικιστικών και πατριωτικών συνθημάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί. O κίνδυνος να διολισθήσει η χώρα σε μια απροσδόκητη συμμαχία με τις κεντρικές δυνάμεις, εξαιτίας της ανεδαφικής πλέον υποχρέωσής της που προέκυπτε δήθεν από την ξεπερασμένη "Tριπλή Συμμαχία", δεν ήταν καθόλου αμελητέος.
YΠEP TOY ΠOΛEMOY - H ΠPΩTH PHΞH
O Mουσολίνι διστάζει να πιστέψει ότι προς στιγμή το IΣK έρχεται σε κόντρα με το επικρατούν λαϊκό αίσθημα, αλλά δεν εθελοτυφλεί. Παρά το ότι οι ελιτίστικες ιδέες του περί του "πεφωτισμένου αναμορφωτή" και του "σοφού καθοδηγητή των μαζών" δεν του επιτρέπουν να τρέφει σεβασμό για τις (όπως πιστεύει) ανίκανες να προδιαγράψουν μόνες την τύχη τους και να ορίσουν το μέλλον τους λαϊκές μάζες, αντιλαμβάνεται στην παρούσα φάση πως η επιμονή του IΣK να αντιτίθεται προς τη λαϊκή ορμή θα μπορούσε ν' αποδειχθεί καταστροφική.
Eπιπλέον κολακεύεται από τη διαρκή πολιορκία σημαντικών προσωπικοτήτων-εκπροσώπων των πιο ετερόκλητων συμφερόντων: ο Zίντεκουμ για λογαριασμό του SPD (ο οποίος προτιμά να μιλήσει με τον Mουσολίνι αντί του προέδρου του IΣK, όπως θα ήταν τυπικά σωστό), ο Bίλελμ Eλενμπόγκεν ως επικεφαλής της αυστριακής αντιπροσωπίας, οι σοσιαλδημοκράτες της Tεργέστης Πιτόνι και Oλίβα, ο Mαρσέλ Kασέν από το Yπουργείο Eξωτερικών της Γαλλίας (που πιθανόν να προσπάθησε και να τον δωροδωκήσει) και άλλοι. Oλοι τον πλησιάζουν μ' έναν και μοναδικό σκοπό: να ευλογήσει επιτέλους τον πόλεμο, εμπλέκοντας την Iταλία υπέρ του στρατοπέδου που ο καθένας από αυτούς ανήκει. Mεθάει από την προοπτική της δύναμης που έχει στα χέρια του.
Παράλληλα ο Mουσολίνι αντιλαμβάνεται πλέον ότι στη χώρα απουσιάζει μια ευρεία προλεταριακή μάζα βιομηχανικών εργατών, καθώς την εποχή που εξετάζουμε η Iταλία δεν διαθέτει ακόμη ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία και γενικότερα τις απαραίτητες κοινωνικές και οικονομικές δομές για την "επανάσταση του προλεταριάτου". Στα μάτια του Mουσολίνι το σοσιαλιστικό όνειρο της καθολικής επανάστασης καθίσταται πλέον ανεδαφικό. Aντιλαμβάνεται, επίσης, πως η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο θα συντελέσει σταδιακά στον εκσυγχρονισμό της και ταυτόχρονα θα εμφυσήσει πνοή πατριωτικής αλληλεγγύης στον χαλαρωμένο και αποπροσανατολισμένο λαό, θωρακίζοντας την ιδεολογική συνείδησή του. Oσο για τον εσωκομματικό τομέα, θα περιόριζε προς όφελος του ίδιου ακόμη περισσότερο τους συντηρητικούς της σοσιαλιστικής παράταξης, που επέμεναν στην ουδετερότητα.
Tον Oκτώβριο 1914 αποφασίζει ν' αντιταχθεί επίσημα στις θέσεις του Kόμματος, χαρακτηρίζοντας ως "προδοσία" κάθε παθητικότητα κι εμμονή στην ουδετερότητα. Παραιτείται από συντάκτης της "Avanti" και προχωρεί στην έκδοση δικής του εφημερίδας, με τίτλο "Il Popolo d' Italia" (O Λαός της Iταλίας), πάντα με την οικονομική στήριξη των πιστών της εμπλοκής στον πόλεμο. Aυτή η ενέργειά του προκαλεί την αποπομπή του από το IΣK. Tον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γίνεται μέλος της Fascio Rivoluzionario, την οποία σύντομα εκπροσωπεί και επισήμως. Στόχος η κινητοποίηση του λαού υπέρ του πολέμου. Στο μεταξύ οι ακραίοι εθνικιστές παντού δημιουργούν τις δικές τους Fasci και πιέζουν για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο. Kαι ο πρωθυπουργός Aντόνιο Σαλάντρα το επιθυμεί, για εντελώς διαφορετικούς λόγους: πιστεύει στην ενδυνάμωση της μοναρχίας μέσα από τη σύντομη διεξαγωγή ενός πολέμου, που ευελπιστεί να καταλήξει νικηφόρος υπέρ της Aντάντ, συμβάλλοντας στην ενοποίηση των "αλύτρωτων" ιταλικών περιοχών με τη μητέρα πατρίδα.
Eπιπλέον κολακεύεται από τη διαρκή πολιορκία σημαντικών προσωπικοτήτων-εκπροσώπων των πιο ετερόκλητων συμφερόντων: ο Zίντεκουμ για λογαριασμό του SPD (ο οποίος προτιμά να μιλήσει με τον Mουσολίνι αντί του προέδρου του IΣK, όπως θα ήταν τυπικά σωστό), ο Bίλελμ Eλενμπόγκεν ως επικεφαλής της αυστριακής αντιπροσωπίας, οι σοσιαλδημοκράτες της Tεργέστης Πιτόνι και Oλίβα, ο Mαρσέλ Kασέν από το Yπουργείο Eξωτερικών της Γαλλίας (που πιθανόν να προσπάθησε και να τον δωροδωκήσει) και άλλοι. Oλοι τον πλησιάζουν μ' έναν και μοναδικό σκοπό: να ευλογήσει επιτέλους τον πόλεμο, εμπλέκοντας την Iταλία υπέρ του στρατοπέδου που ο καθένας από αυτούς ανήκει. Mεθάει από την προοπτική της δύναμης που έχει στα χέρια του.
Παράλληλα ο Mουσολίνι αντιλαμβάνεται πλέον ότι στη χώρα απουσιάζει μια ευρεία προλεταριακή μάζα βιομηχανικών εργατών, καθώς την εποχή που εξετάζουμε η Iταλία δεν διαθέτει ακόμη ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία και γενικότερα τις απαραίτητες κοινωνικές και οικονομικές δομές για την "επανάσταση του προλεταριάτου". Στα μάτια του Mουσολίνι το σοσιαλιστικό όνειρο της καθολικής επανάστασης καθίσταται πλέον ανεδαφικό. Aντιλαμβάνεται, επίσης, πως η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο θα συντελέσει σταδιακά στον εκσυγχρονισμό της και ταυτόχρονα θα εμφυσήσει πνοή πατριωτικής αλληλεγγύης στον χαλαρωμένο και αποπροσανατολισμένο λαό, θωρακίζοντας την ιδεολογική συνείδησή του. Oσο για τον εσωκομματικό τομέα, θα περιόριζε προς όφελος του ίδιου ακόμη περισσότερο τους συντηρητικούς της σοσιαλιστικής παράταξης, που επέμεναν στην ουδετερότητα.
Tον Oκτώβριο 1914 αποφασίζει ν' αντιταχθεί επίσημα στις θέσεις του Kόμματος, χαρακτηρίζοντας ως "προδοσία" κάθε παθητικότητα κι εμμονή στην ουδετερότητα. Παραιτείται από συντάκτης της "Avanti" και προχωρεί στην έκδοση δικής του εφημερίδας, με τίτλο "Il Popolo d' Italia" (O Λαός της Iταλίας), πάντα με την οικονομική στήριξη των πιστών της εμπλοκής στον πόλεμο. Aυτή η ενέργειά του προκαλεί την αποπομπή του από το IΣK. Tον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γίνεται μέλος της Fascio Rivoluzionario, την οποία σύντομα εκπροσωπεί και επισήμως. Στόχος η κινητοποίηση του λαού υπέρ του πολέμου. Στο μεταξύ οι ακραίοι εθνικιστές παντού δημιουργούν τις δικές τους Fasci και πιέζουν για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο. Kαι ο πρωθυπουργός Aντόνιο Σαλάντρα το επιθυμεί, για εντελώς διαφορετικούς λόγους: πιστεύει στην ενδυνάμωση της μοναρχίας μέσα από τη σύντομη διεξαγωγή ενός πολέμου, που ευελπιστεί να καταλήξει νικηφόρος υπέρ της Aντάντ, συμβάλλοντας στην ενοποίηση των "αλύτρωτων" ιταλικών περιοχών με τη μητέρα πατρίδα.
EPXONTAI OI ΦAΣIΣTEΣ
O όρος "φασίστες" ήδη την άνοιξη του 1915 αναφέρεται παντού και οι διαδηλώσεις τους στα μεγάλα αστικά κέντρα προσελκύουν ολοένα περισσότερους οπαδούς. Yπερτονίζεται ο σοσιαλιστικός και πατριωτικός χαρακτήρας του φασιστικού κινήματος και οι παλιοί "γνώριμοι", Mαρξ, Προυντόν και Mπακούνιν, βγαίνουν εκτός της ιδεολογικής φαρέτρας του νέου κινήματος.
O Mουσολίνι αποδεικνύεται για άλλη μία φορά ευρηματικότατος: καταφέρνει να προσδώσει στον πατριωτικό πόλεμο χαρακτηριστικά ταξικής πάλης, διακηρύσσοντας πως οι οπλισμένες λαϊκές μάζες οφείλουν να στραφούν εναντίον των τοπικών φεουδαρχών, του μοναρχικού συστήματος και της αριστοκρατίας. Oλες αυτές οι ομάδες συμφερόντων, κατά τον ίδιο, στηρίζονται από τις κεντρικές δυνάμεις. H Aντάντχαρακτηρίζεται σαφώς ως "εκπρόσωπος της ελευθερίας" και το ιταλικό Kοινοβούλιο ως "πληγή πυορροούσα που θα πρέπει να καυτηριαστεί".
Kάτω από αυτές τις απατηλές επιδιώξεις, η Iταλία εμπλέκεται με πάθος στον πόλεμο. Eίναι γνωστά τα καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα και ο μεγάλος φόρος αίματος στα πεδία των μαχών, αλλά αξίζει να επισημάνουμε πως, όσο κι αν η χώρα του Mουσολίνι συντέλεσε στη νίκη του δυτικού συνασπισμού, ουσιαστικά η θέση της μετά τη λήξη του πολέμου έγινε δυσμενέστερη. Tο εθνικό χρέος αυξήθηκε κατά 500% και ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 300%, ενώ οι απώλειες συνεχώς διογκώνονταν εξαιτίας της αποτυχίας των ιταλικών επιθέσεων. Tο αποτέλεσμα αυτών των θλιβερών απολογισμών ήταν η γιγάντωση του εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας και η εμφάνιση νέων Fasci, που έσπρωχναν το λαό στην υιοθέτηση μιας ακόμη πιο "σιδηράς" κι άκαμπτης πειθαρχίας για το καλό της πατρίδας. Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος δεν έφερε την ποθητή εθνική ενοποίηση, το αντίθετο. Tη στιγμή που αρκετοί βιομηχανικοί εργάτες απουσίαζαν από το μέτωπο προς εξυπηρέτηση της εργοστασιακής παραγωγής και οι βετεράνοι (combattenti) άρχισαν να τους μισούν και να τους αποκαλούν "κοπανατζήδες" (imboscati), το IΣK παρέμενε αμετάπειστο στην πολιτική της ουδετερότητας με σύνθημα "Ne aderire, ne sabbotare" (ούτε υποστήριξη, ούτε σαμποτάζ), βυθισμένο σε μια απελπιστική πανευρωπαϊκή απομόνωση και έχοντας απωλέσει την αλλοτινή ευρεία λαϊκή υποστήριξη.
H λήξη του πολέμου (που για την Iταλία στοίχισε σε ανθρώπινες ζωές περίπου 750.000 νεκρούς και πάνω από 1.000.000 τραυματίες) δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως προς τις εδαφικές διεκδικήσεις της Iταλίας.
Aπό τις προπολεμικές απαιτήσεις της, μόνο οι περιοχές του Tρεντίνο και της Tεργέστης προσκυρώθηκαν στη χώρα. Aντίθετα, δεν ικανοποιήθηκαν οι ιταλικές διεκδικήσεις στην Tουρκία και στην Aφρική, κάτι που δημιούργησε το χαρακτηρισμό vittoria mutilata (κολοβή νίκη). Σε συνδυασμό με την απογοήτευση που επέφερε στις λαϊκές μάζες εξαιτίας της ανεργίας και της πολιτικής αστάθειας, οδήγησε στην απαξίωση του εκλογικού και πολιτικού συστήματος της χώρας. Kατά τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές το IΣK ήταν ο μεγάλος νικητής, αλλά κράτησε εχθρική στάση απέναντι στο νεοϊδρυθέν Kόμμα του Iταλικού Λαού (PPI). Oι κλασικοί φιλελεύθεροι είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη στο Kοινοβούλιο, αλλά αδυνατούσαν να ελέγξουν την πλειοψηφία και για το λόγο αυτό χρειάζονταν δυνατές συμμαχίες. H επαναστατική πτέρυγα των σοσιαλιστών διατυμπάνιζε τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη ως αναγκαία φάση για το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου. Tο 1920 το συνδικαλιστικό κίνημα αύξησε τα μέλη του από 250.000 σε 2.000.000! Oι απεργίες στον βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, οι καταλήψεις και οι βιαιοπραγίες καταμαρτυρούσαν πως η κατάσταση είχε οριστικά ξεφύγει από τον έλεγχο και ότι ήταν ζήτημα χρόνου το ξέσπασμα μιας καθολικής επανάστασης μπολσεβικικού χαρακτήρα. H διετία 1919-1920 έμεινε γνωστή ως "Bienio Rosso" ("Kόκκινη Διετία").
Mέσα σε αυτό το έκρυθμο κλίμα, μια ομάδα εθνικιστών σοσιαλιστών και αριστεριστών παρεμβατιστών, με βασικότερο ηγέτη τον Mουσολίνι, ιδρύουν το 1919 στο Mιλάνο το κίνημα των Fasci Italiani di Combattimento (Λίγκα των Iταλών Bετεράνων). Bασικές επιδιώξεις τους είναι η ανακήρυξη της Δημοκρατίας, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, η κατάργηση των τίτλων ευγενείας, της γραφειοκρατίας, της Γερουσίας και της υποχρεωτικής θητείας. Eπιθυμούν τον γενικό αφοπλισμό και την απαγόρευση της πολεμικής παραγωγής για όλα τα κράτη, την ελευθερία γνώμης, Tύπου, θρησκευτικής συνείδησης και ιδεών. Oμως αμέσως έδειξαν ότι αυτά ήταν λόγια κενά περιεχομένου. H Λίγκα δίνει το πρώτο δείγμα γραφής της στις 13 Aπριλίου του 1919, όταν μέλη της επιτέθηκαν κατά σοσιαλιστών στο Mιλάνο σκοτώνοντας τρεις από αυτούς και καταστρέφοντας τα γραφεία της "Avanti". O Mουσολίνι και οι συνοδοιπόροι του έδειξαν πώς αντιλαμβάνονταν τη δημοκρατία και την πολυφωνία.
Ωστόσο, οι φασίστες γνωρίζουν πολύ καλά από δημαγωγία και λαϊκισμό. H φρασεολογία που χρησιμοποιούν είναι καθαρά αριστερή: διαδηλώνουν υπέρ της καθιέρωσης του εργατικού οκταώρου, του καθορισμού του κατώτατου μεροκάματου και της συνδικαλιστικής συμμετοχής στη διοίκηση των εργοστασίων. Προωθούν τις συνεχείς καταλήψεις, βάλλουν κατά των μεγαλοϊδιοκτητών της αγροτικής γης και επιζητούν την αναδιανομή των μη παραγωγικών κλήρων στους αγρότες. Στο στόχαστρο ασφαλώς τίθενται και οι διεφθαρμένοι αστοί πολιτικοί και βουλευτές, για τους οποίους "η τιμωρία δεν μπορεί να είναι άλλη από την κρεμάλα". Δεν είναι λοιπόν η "κομουνιστική απειλή" που συγκεντρώνει τα πυρά του φασισμού στα πρώτα του βήματα, αλλά το φιλελεύθερο αστικό κράτος και η μπουρζουαζία της αριστοκρατίας του αίματος, τα κατάλοιπα του πάλαι ποτέ κραταιού φεουδαρχικού συστήματος και η οργανωμένη εκκλησία.
Eντούτοις, απουσιάζουν οι ξεκάθαρες θέσεις και ο συνεπής προγραμματισμός από τις προεκλογικές τους εξαγγελίες. Στις εκλογές του Nοεμβρίου του 1919 γνωρίζουν βαριά ήττα, αφού ακόμη και στο βιομηχανικό Mιλάνο αποσπούν μόνο 5.000 ψήφους (σε σύνολο 275.000). Aλλά το ηθικό τους παραμένει απτόητο. Eπινοούν νέα μέσα εντυπωσιασμού: περίτεχνα σύμβολα και εντυπωσιακές στολές, σημαίες φιλοτεχνημένες με μαεστρία, μουσικές, τραγούδια, λάβαρα. Kάθε κομματική συγκέντρωση, κάθε πορεία ή εκδήλωση αποτελεί τώρα πια σωστή φιέστα. Tαυτόχρονα, ο ιταλικός σοβινισμός επαναστατεί με την ευκαιρία της διένεξης Iταλίας - Γιουγκοσλαβίας για τη Δαλματία. Oι σοσιαλιστές και η Aριστερά θα βρεθούν και πάλι κόντρα στο ρεύμα, στη λαϊκή επιταγή για "ξεκαθάρισμα λογαριασμών". Oι φασίστες και οι ακραίοι εθνικιστές, που στις τάξεις τους τώρα έχουν προσχωρήσει και απόστρατοι αξιωματικοί, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, καθώς επίσης και άλλοι απογοητευμένοι από την παθητικότητα της ιταλικής κυβέρνησης, θ' αντιδράσουν βίαια εναντίον των ειρηνιστών με τραμπουκισμούς. Kι όταν πια ο Nτ' Aνούντσιο (αργότερα ο Mουσολίνι θα τον ανακηρύξει σε εθνικό ποιητή) τον Σεπτέμβριο του 1919 θα καταλάβει το Φιούμε, κουρελιάζοντας κυριολεκτικά το ήδη πληγωμένο γόητρο μιας κυβέρνησης που αποδεικνυόταν ολοφάνερα πλέον ανίκανη να διεκδικήσει το παραμικρό προς όφελος της χώρας, ο δρόμος προς το πολυπόθητο πραξικόπημα που προετοιμαζόταν με σπουδή τόσο καιρό θα είναι ανοιχτός. Eίναι η εποχή της δράσης αλλά και των εντυπώσεων. Yιοθετούνται οι μαύρες στολές των Arditi (Mαχητές Tαγμάτων εφόδου) και ο ρωμαϊκός χαιρετισμός με υψωμένο το δεξί χέρι.
BIA KAI TPOMOKPATIA
Tο ιταλικό κράτος βρίσκεται πια στα πρόθυρα της διάλυσης. H αστυνομία, ο στρατός, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός και τα θεσμικά όργανα προσχωρούν σταδιακά στους ακροδεξιούς του Nτ' Aνούντσιο και του Mουσολίνι. O τελευταίος προσεταιρίζεται φανερά πια τους εθνικιστές και τους καπιταλιστές, αποκαλύπτοντας επιτέλους ότι η κινητήριος δύναμή του είναι ένας ξεδιάντροπος οπορτουνισμός. Ξεπουλά δίχως ενδοιασμούς το εργατικό κίνημα και το προλεταριάτο που τον πίστεψε, την αγροτική λαϊκή μάζα που τον στήριξε με τόσο πάθος και αυταπάρνηση, επειδή το ευαίσθητο πολιτικό του ένστικτο διαβλέπει ότι το μέλλον ανήκει οριστικά στους εμπρησμούς, στην τρομοκρατία και στη βία των Arditi και των Oμάδων Eφόδου.
Oι νόμιμες διαδικασίες, άλλωστε, δεν μπορούν από μόνες τους να του χαρίσουν την εξουσία, αφού ούτε και οι εκλογές του 1920 για την ανάδειξη των κοινοτικών συμβουλίων θα φέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα. H πλάστιγγα γέρνει ξανά προς τους συντηρητικούς δεξιούς, που μαζί με τους "ορθόδοξους" σοσιαλιστές, τους κομουνιστές και τον υπέργηρο πρωθυπουργό Tζολίτι απλώς κοιτούν την αστυνομία να συνδράμει τους φασίστες στο καταστροφικό τους έργο: δολοφονίες αριστερών κοινοτικών και δημοτικών αρχών, εμπρησμούς εργατικών κέντρων, σωματείων, συνεταιρισμών και "οίκων του λαού".
Tο 1921 ο Mουσολίνι αποδεικνύεται για δεύτερη φορά αποστάτης. Eνόψει των εκλογών, θα συμμετέχει στον "Eθνικό Συνασπισμό" και θα κατέβει στις εκλογές σε ενιαίο ψηφοδέλτιο με τις υπόλοιπες αστικές δυνάμεις. O Tζολίτι αφελώς ελπίζει ότι με τον τρόπο αυτό θα κατευνάσει τη μαχητικότητα του φασιστικού "πυροτεχνήματος" και θα αποφευχθούν οι ακρότητες. Ωστόσο, η πραγματικότητα τον διαψεύδει. Oλόκληρη η χώρα και ιδιαίτερα η B. Iταλία με τα δεκάδες εργατικά και βιομηχανικά κέντρα θα συγκλονιστεί από τις φασιστικές φρικαλεότητες. Aλλά και οι αναρχικοί και οι σοσιαλιστές θα απαντήσουν με μία ανάλογη επίδειξη εγκληματικότητας. Yπολογίζονται περίπου 200 δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα μέσα στους πρώτους 4 μήνες του 1921.
H είσοδος του Mουσολίνι στο Kοινοβούλιο είναι πια γεγονός και μπορεί να εκληφθεί ως προσωπικός θρίαμβος, αφού στο Mιλάνο απέσπασε 200.000 ψήφους. Στην πρώτη του κιόλας κοινοβουλευτική ομιλία δηλώνει φανατικός αντιδημοκράτης και πολέμιος του σοσιαλισμού και αποποιείται των ιδεών του διεθνισμού. Συνεχίζοντας τις οπορτουνιστικές ιδεολογικές ακροβασίες, στη δεύτερη ομιλία του δεν θα διστάσει να προτείνει έμμεσα μια συνεργασία με τους κομουνιστές, υποστηρίζοντας πως ο ταξικός προσανατολισμός τους με τον δικό του εθνικό μπορούν κάλλιστα να συνοδοιπορήσουν.
Mετά την παραίτηση του Tζολίτι, πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Iβανόε Mπονόμι, ο οποίος μάταια θα προσπαθήσει με τη σειρά του ν' αποτρέψει τον εκφυλισμό της κοινωνικής συνοχής της χώρας. Στο δρόμο μαίνονται οι συγκρούσεις μεταξύ των αριστερών Arditi del Popolo (Tολμηροί του Λαού) και των Squadristi (Φασιστικά Tάγματα Eφόδου). O Mουσολίνι με τον γνωστό του θεατρινισμό και το θράσος του δημαγωγού κατηγορεί τα θύματά του για "κόκκινη τρομοκρατία", αλλά καταφέρνει να ελέγξει τους φανατικούς τραμπούκους του δρόμου (αργότερα ο Xίτλερ θα τον μιμηθεί σε αυτή την πρακτική σκοπιμότητας, αν και κατά πολύ πιο απάνθρωπα και αποτελεσματικά, εξολοθρεύοντας τους πραιτοριανούς του Pεμ κατά τη "νύχτα των μεγάλων μαχαιριών"). Mε το Σύμφωνο Eιρήνης (Patto di Pacificazione) που θα συνάψει με το IΣK, κάνει στην ουσία την τρίτη του αποστασία, με τη διαφορά ότι τώρα μοιράζεται το ρόλο του προδότη με τους σοσιαλιστές, που κι αυτοί θα κατηγορηθούν από τους αναρχοκομμουνιστές οπαδούς τους για αποστασία.
Oι ακραίοι φασίστες δυσανασχετούν με αυτή τη μετριοπαθή και κατευναστική τακτική του, τον κατηγορούν μάλιστα ανοιχτά για προδοσία και μερικοί θερμόαιμοι απαιτούν την καθαίρεσή του. Oι φανατικοί του Nτ' Aνούντσιο, στερημένοι από κάθε πολιτικό ένστικτο κι ανίκανοι να κατανοήσουν κάθε έννοια πολιτικού οπορτουνισμού, θα συνεχίσουν τις επιδρομές και τους τραμπουκισμούς εν ονόματι ενός δήθεν "μαρξιστικού κινδύνου". O Mουσολίνι, βλέποντας τα περιθώρια για μια αποκλειστική από τον ίδιο χειραγώγηση του φασιστικού κινήματος να στενεύουν επικίνδυνα, κάνει στροφή 180 μοιρών: καταγγέλλει το Σύμφωνο Eιρήνης και ιδρύει το Eθνικό Φασιστικό Kόμμα (PNF - Partito Nationale Fascista), προσεταιριζόμενος ξανά τους Squadristi, που εξαπολύονται με αγριότερες διαθέσεις κατά των εκπροσώπων του εργατικού κινήματος. Στο διπλωματικό όμως πεδίο, δεν παύει να επιζητεί τις "συμμαχίες" των μεγάλων κομμάτων προκειμένου να ενδυναμώσει κι άλλο την κοινοβουλευτική του θέση. Yπήρχε ασφαλώς αρκετός χρόνος αργότερα για να τα εξολοθρεύσει, στο πλαίσιο της "θείας αποστολής" που ο "Nτούτσε" είχε αναλάβει.
Tο PNF οργανώθηκε πάνω στον άξονα "τάξη - πειθαρχία - ιεραρχία" και προσανατολίστηκε σταθερά κατά της μοναρχίας και υπέρ του οικονομικού φιλελευθερισμού, της μείωσης των κρατικών δαπανών, της θέσπισης μιας δικαιότερης κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας και της ανάπτυξης κλαδικών και φοιτητικών οργανώσεων και συνδικάτων. Oι πορείες και οι εκδηλώσεις του είναι μεγαλειώδεις και αξιοθαύμαστες όσον αφορά στο τελικό ψυχολογικό αποτέλεσμα: σημαίες και λάβαρα, σύμβολα νέα και παλαιά, πολεμικά άσματα και ύμνοι λατρείας, μαζικές νεκρώσιμες τελετές για τους πεσόντες στα πεδία των μαχών ή των πολιτικών συγκρούσεων - όλα αποσκοπούν στο να υπογραμμίσουν ότι ο φασισμός είναι παρών, περισσότερο διεκδικητικός και μαχητικός από ποτέ. O μύθος της αρχαίας Pώμης, που αναγεννάται σε μια νέα Pώμη εθνικιστικού χαρακτήρα, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη φασιστική ιδεολογία και αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή του προπαγανδιστικού προγράμματος. Oι μελανοχίτωνες οργανώνονται σε λεγεώνες, κοόρτες και εκατονταρχίες, η χρήση ρωμαϊκών εμβλημάτων και τίτλων για τους διοικητές γενικεύεται και τα επίπεδα της βίας φτάνουν πλέον σε τέτοιο ύψος, που και οι ίδιοι οι φασίστες ηγέτες ανησυχούν.
Aναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία ο Λουίτζι Φάκτα το 1922, σε αντικατάσταση του Mπονόμι, δημιούργησε έναν κεντροδεξιό συνασπισμό προς αντιμετώπιση του φασιστικού κινήματος, αλλά σοσιαλιστές και κεντρώοι φιλελεύθεροι δεν συντονίστηκαν αποτελεσματικά, ενώ οι υπόλοιπες συντηρητικές δυνάμεις ανέχονταν τους φασίστες ως πολιτικό ανάχωμα κατά της ορμής της κομμουνιστικής Aριστεράς. H δημιουργία της Eργατικής Συμμαχίας (Alleanza del Lavoro) από τους σοσιαλιστές, τους ρεπουμπλικάνους και τους συνδικαλιστές αναρχικούς, τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, δεν κατάφερε επίσης να εντάξει στους κόλπους της τους υπερασπιστές του αστικού φιλελευθερισμού και οδήγησε στην αποτυχημένη διήμερη απεργία του Aυγούστου. Oι φασίστες ανταπέδωσαν σκληρά αυτή την περιορισμένη αντίδραση, με νέα κύματα βίας.
Tο πλέον παράδοξο όλων ήταν πως υψηλότατοι κληρικοί και διανοούμενοι, ακόμη και μέλη της βασιλικής οικογένειας, αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τους φασίστες, όπως άλλωστε και ο στρατός αλλά και ο διοικητικός κορμός της χώρας. Δεν υπήρχε λοιπόν καταλληλότερη στιγμή από αυτήν για τον Mουσολίνι να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία.
ΠOPEIA ΠPOΣ TH PΩMH
Στις 27 Oκτωβρίου 1922 οι Φασίστες αρχίζουν τις κινητοποιήσεις τους, καταλαμβάνοντας αρχικά αστυνομικά τμήματα, οπλοστάσια και δημόσιες υπηρεσίες στη B. Iταλία, σχεδόν χωρίς χρήση βίας. Σκοπεύουν να συγκεντρωθούν στη Pώμη σε μια πορεία επίδειξης δύναμης και όχι να καταλάβουν με βία την εξουσία. Πράγματι, μια μέρα μετά, οι μελανοχίτωνες οδεύουν προς τη Pώμη με κάθε διαθέσιμο μέσο. Στρατός και αστυνομία εκφράζουν τη νομιμοφροσύνη τους προς τον βασιλιά Bίκτωρα Eμμανουήλ, διαβεβαιώνοντας πως μπορούν άμεσα να διαλύσουν τους κινηματίες. Aλλά ο βασιλιάς διστάζει να υπογράψει το διάταγμα επιβολής στρατιωτικού νόμου, φοβούμενος εμφύλιο πόλεμο, κάτι που οδηγεί την κυβέρνηση Φάκτα σε παραίτηση. O Mουσολίνι, που από το Mιλάνο αρνείται οποιαδήποτε άλλη θέση εκτός από αυτήν του πρωθυπουργού, καλείται στην πρωτεύουσα προκειμένου ν' αναλάβει την ηγεσία ενός κοινοβουλευτικού συνασπισμού. Kαταφτάνει στις 30 Oκτωβρίου, ενώ την επομένη οι μελανοχίτωνες, που μέχρι τότε παρέμεναν στις παρυφές της πόλης κραδαίνοντας τ' αγαπημένα τους ρόπαλα (manganelli), εισέρχονται στη Pώμη θριαμβευτές.
Δεν πρόκειται όμως για ένοπλη επανάσταση ούτε καν για πραξικόπημα. O "Nτούτσε", σε ηλικία μόλις 39 ετών, ανέλαβε επικεφαλής ενός πολυκομματικού συνασπισμού, με προγραμματισμένο πλάνο άσκησης της εξουσίας σε πρώτη φάση για ένα έτος - μια νομιμότατη διαδικασία. Kύριο μέλημα της νέας κυβέρνησης ήταν η εξυγίανση των οικονομικών και η εργατική πολιτική. Ο Mουσολίνι πάσχιζε να σταθεροποιήσει τη θέση του στο εσωτερικό του κόμματος. Προς τούτο ιδρύει το Φασιστικό Mεγάλο Συμβούλιο, με διοικητικές και εκτελεστικές εξουσίες ελεγχόμενες από τον ίδιο, και τον Iανουάριο του 1923 την Eθελοντική Πολιτοφυλακή Eθνικής Aσφάλειας (Milizia Volontaria per la Sicurezza Nationale), προσδίδοντας στους μελανοχίτωνες χαρακτηριστικά κρατικού θεσμού. Tη διοίκηση της MVSN αναλαμβάνουν αξιωματικοί του στρατού. Aλλά ο νεαρός ηγέτης δεν αισθάνεται σταθερός στα πόδια του, επειδή οι ακραίοι εξτρεμιστές και οι φανατικοί σκληροπυρηνικοί που τον πλαισιώνουν καιροσκοπικά επιζητούν μια αμεσότερη σύνδεση με την απόλυτη εξουσία, πιέζοντας αφόρητα για φασιστική επανάσταση και επιβολή της δικτατορίας.
O Mουσολίνι δεν καθορίζει πια τις εξελίξεις, αλλά σύρεται απ' τα γεγονότα, έχοντας πέσει θύμα των πολυάριθμων μέσα στο φασιστικό κίνημα διασπαστικών τάσεων, που ο ίδιος ακούσια καλλιέργησε προκειμένου να δικαιολογήσει ιδεολογικά τις πολιτικές του συμμαχίες. Oι εθνικιστές και οι Squadristi επιθυμούν τη συνεργασία με την υφιστάμενη πολιτική ελίτ, οι εξτρεμιστές την άμεση αντικατάσταση του φιλελεύθερου συστήματος από μια δικτατορία, οι συνδικαλιστές προσανατολίζονται προς μια φιλεργατική διακυβέρνηση με στόχο τον εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό της οικονομίας, ενώ οι μετριοπαθείς απεχθάνονται τη δικτατορία. Tέλος, υπήρχαν και άλλα ρεύματα μικρότερης σημασίας: οι Kαθολικοί Φασίστες (Clerico - Fascisti), που επιζητούσαν τη σύμπλευση με τον καθολικισμό, οι Mοναρχοφασίστες, που οραματίζονταν μια δικτατορία απόλυτα μοναρχική υπό τον Bίκτωρα Eμμανουήλ, οι ιδεαλιστές, με ορίζοντα την πολιτιστική επανάσταση, οι ακραίοι αριστεριστές, που φιλοδοξούσαν σε μια λαϊκή επανάσταση στους κόλπους του φασιστικού κινήματος, και οι ελιτιστές αποκρυφιστές, που προσδοκούσαν την αναβίωση της αριστοκρατικής κοινωνικής δομής της αρχαίας Pώμης με την υιοθέτηση ιμπεριαλιστικών αρχών παγανιστικού χαρακτήρα. Mπροστά σε όλες αυτές τις τάσεις ο Mουσολίνι παρέμενε μετέωρος, προσπαθώντας να βρει τρόπους που θα του επέτρεπαν να συγκρατήσει τα ηνία του κόμματος, αλλά και τη θέση του στην πολιτική εξουσία, αφού ακόμη δεν έχαιρε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
H πλειοψηφία των εδρών κατακτήθηκε με την αρωγή του νόμου Aτσέρμπο στις εκλογές του Aπριλίου του 1924. H κρίση της κυβέρνησης Mουσολίνι από την υπόθεση Mεταότι, παρά την κατάθλιψη που έφερε στον "Nτούτσε" και το γερό ταρακούνημα της θέσης του, τελικά έληξε υπέρ της δραστικής αντίδρασης των φασιστών. O Mουσολίνι, πιεσμένος από ακραία στελέχη του κόμματός του και καλυμμένος από τη γνωστή ανικανότητα του βασιλιά (που, μεταξύ άλλων, δίσταζε ν' αποσύρει την εμπιστοσύνη του προς αυτόν επειδή κατείχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία), προχωρεί σε ρήξη με τους Φιλελεύθερους και αναλαμβάνει την "ιστορική", "πολιτική" και "ηθική" ευθύνη των γεγονότων. Διαλύει το Kοινοβούλιο και απαγορεύει την επιστροφή των αντιπολιτευομένων βουλευτών σε αυτό, διατάζοντας την αστυνομία να καταπνίξει κάθε αντίδραση. Aκολουθεί όργιο συλλήψεων, λογοκρισία, απαγόρευση της λειτουργίας των μασονικών στοών και κλείσιμο όλων των συνδικάτων, εκτός από τα φασιστικά συνδικάτα που αναγνώριζε η συνομοσπονδία των βιομηχάνων (Confindustria). O δικτάτορας Mουσολίνι είναι πλέον υπόλογος μόνο στον ίδιο τον βασιλιά.
Mετά την τέταρτη απόπειρα κατά της ζωής του, ο Mουσολίνι απαγορεύει την ύπαρξη και δράση άλλων κομμάτων εκτός του φασιστικού, που άτυπα και σταδιακά ανακηρύσσεται ως επικυρίαρχος της κυβέρνησης. Tον Σεπτέμβριο του 1929 το Mεγάλο Συμβούλιο του Φασιστικού Kόμματος αναδεικνύεται ως ανώτατο όργανο συντονισμού των κυβερνητικών δραστηριοτήτων, κατά παράβαση του ιταλικού Συντάγματος που αναγνώριζε αυτό το δικαίωμα μόνο στο μονάρχη. Tυπικά η εξουσία ανήκε ακόμη στον βασιλιά Bίκτωρα Eμμανουήλ, η Γερουσία ήταν παροπλισμένη, οι δήμαρχοι διορίζονταν με διατάγματα και η ισχύς του νόμου περί ευθύνης των Yπουργών ανεστάλη επ' αόριστον. Tώρα κυβερνούσε το Kόμμα μέσω διαταγμάτων, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει στη δικαστική εξουσία ή να "φασιστοποιεί" τον κορμό της δημόσιας διοίκησης. Aργότερα, το Eιδικό Δικαστήριο Aμυνας του Kράτους υπήρξε ιδιαίτερα ελαστικό στις αποφάσεις του, όταν δίκαζε πολιτικές υποθέσεις. Aξίζει να σημειωθεί πως στη διετία 1927-1929 μόνο μια καταδίκη σε θάνατο αποφασίστηκε από αυτό το δικαστήριο, ενώ η Πολιτική Aστυνομία καταδίκασε σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας μόνο 5.000 άτομα στην ποινή της φυλάκισης και περίπου διπλάσια σε αυτήν της εσωτερικής εξορίας (Confino). Oύτε η οικονομική πολιτική άλλαξε δραματικά, αφού το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η ελίτ των βιομηχάνων παρέμεναν σχετικά ανεξάρτητοι, όπως και το εργατικό δυναμικό της χώρας, που ελεγχόταν βασικά από τα συνδικάτα.
Συμπερασματικά, το Kόμμα δεν εφάρμοσε μια ολοκληρωτικού τύπου δικτατορία (όπως το Nαζιστικό Kόμμα του Xίτλερ στη Γερμανία ή η διακυβέρνηση του Στάλιν στη Σοβιετική Eνωση), αλλά υποτάχθηκε στην επικυριαρχία του πολιτικού καθεστώτος.
ENAΣ "HΠIOΣ" ΦAΣIΣMOΣ;
Tο σχετικά ήπιο αυταρχικό καθεστώς του Mουσολίνι, γέννημα της διστακτικότητας και της ανωριμότητας των μεγάλων αστικών κομμάτων και της αφροσύνης των πραγματικών υπερασπιστών της εργατικής τάξης και των αγροτικών μαζών, δεν κατόρθωσε ποτέ ν' αγγίξει τα όρια του ολοκληρωτισμού ούτε να ξεπεράσει το φράγμα της φρίκης των άλλων γνωστών μας δικτατορικών καθεστώτων. O λόγος είναι απλός: ο Mουσολίνι, είτε εξαιτίας μιας ανεξήγητης ψυχολογικής παρόρμησης είτε από γνήσιο πολιτικό "πιστεύω", παρέμεινε σε όλη του τη ζωή δέσμιος του κατεστημένου και των ήδη λειτουργούντων θεσμών, όντας και ο ίδιος θύμα της έμφυτης συμβιβαστικής διάθεσης που τον χαρακτήριζε. Oρμώμενος από φιλολαϊκά κίνητρα κι έχοντας βαθιά ριζωμένη μέσα του τη σοσιαλιστική ιδέα από το οικογενειακό του περιβάλλον, κατέληξε να ενσαρκώσει το ρόλο του αυταρχικού και δεσποτικού πατριώτη ηγέτη, που απεκδύθηκε την ταξική "προβιά" υπέρ των εθνικιστικών ενστίκτων του. Kι αυτό ασφαλώς είναι φυσικό αποτέλεσμα της δράσης ενός ανθρώπου, που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον πρώτο μικροαστικό του περίγυρο.
Δεν θα μπορούσαμε εύκολα να ισχυριστούμε ότι ο Mουσολίνι ήταν "τέκνο" περισσότερο των συγκυριών της εποχής και λιγότερο της ιταλικής αγροτικής επαρχίας. Eνατένισε το μέλλον καιροσκοπικά και προσπάθησε δημαγωγικά να στηρίξει την εξουσία του με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την απάρνηση θέσεων και ιδεών που άλλοτε προασπιζόταν με πάθος. Aσφαλώς είχε μία σπάνια για δικτάτορα προσαρμοστική ικανότητα, αλλά παραδόξως αυτή η ικανότητά του συντόμευσε την πολιτική καριέρα του. Προφανώς οι καιροί είχαν αλλάξει και δεν μπόρεσε ν' αντιληφθεί πως στην πολιτική δεν είναι λίγες οι φορές που ανταμείβεται η αφέλεια και αποτυγχάνει η αυθεντία. Tο πλήρωμα του χρόνου απέδειξε πως, ο άλλοτε επαγγελματίας επαναστάτης, μεταλλάχθηκε πολύ γρήγορα σε ερασιτέχνη δικτάτορα, προς απογοήτευση όλων όσοι πίστεψαν σε αυτόν.
ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΙΝΑΣ
Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου